Του Γιάννη Παντελάκη
Η νέα δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Μακεδονίας προκάλεσε προβληματισμό και αμηχανία σ'' ένα τμήμα, τουλάχιστον, στελεχών και ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας. Και αυτό γιατί ναι μεν το κόμμα τους διατηρεί ένα σεβαστό προβάδισμα (δέκα μονάδων), αλλά η διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ μειώθηκε (κατά μιάμιση μονάδα) συγκριτικά με την προηγούμενη μέτρηση του ίδιου φορέα. Ο προβληματισμός συνδέθηκε με σχόλια του τύπου «δεν τραβάει ο εκπρόσωπος του κόμματος», « χρειάζεται πιο δυναμική αντιπολίτευση» και «η Ν.Δ. πρέπει ν απαντήσει με τη γλώσσα του ΣΥΡΙΖΑ». Απ'' όλες τις παρατηρήσεις αγνοείται μια σημαντική παράμετρος. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, τις εκλογικές αναμετρήσεις δεν τις κερδίζει η εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά τις χάνει η εκάστοτε κυβέρνηση. Οπότε ίσως να μην ευθύνεται κανένας εκπρόσωπος και κανένας τρόπος αντιπολίτευσης. Η τουλάχιστον η ευθύνη να μην περιορίζεται μόνο σε τέτοιους λόγους.
Με εξαίρεση τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, σε όλες τις υπόλοιπες αναμετρήσεις των τελευταίων χρόνων συνέβη ακριβώς αυτό. Οι κυβερνήσεις σημείωναν τόσο θεαματική φθορά κατά τη διάρκεια παραμονής τους στην εξουσία, ώστε έπεφταν σαν ώριμο φρούτο. Το άλλο κόμμα εξουσίας, ουσιαστικά, καρπωνόταν τη φθορά αυτή και χωρίς το ίδιο να έχει δημιουργήσει ένα σημαντικό κύμα επιρροής της κοινής γνώμης, κατόρθωνε να κερδίσει τις εκλογές. Να σημειώσουμε μάλιστα ένα στοιχείο συμπληρωματικό αυτών των δεδομένων, το οποίο παρατηρείται σε αρκετές αναμετρήσεις. Ένα μεγάλο κομμάτι απογοητευμένων ψηφοφόρων του εκάστοτε κυβερνητικού κόμματος δεν κατευθύνεται στο άλλο κόμμα εξουσίας (γιατί δεν βρίσκει ελκυστική μια τέτοια επιλογή), αλλά επιλέγει αποχή, άκυρο ή διάφορους μικρούς σχηματισμούς που συνήθως δεν μπαίνουν στη Βουλή. Τα ποσοστά αποχής ολοένα και μεγεθύνονται.
Η συγκεκριμένη στάση του εκλογικού σώματος παρατηρήθηκε και στις εκλογές του 2012 και σ'' εκείνες του 2009 και στις παλαιότερες αναμετρήσεις, όταν δεν υπήρχαν καν μνημόνια, τα οποία σε μεγάλο βαθμό περιόρισαν τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των κομμάτων εξουσίας. Πολλοί ψηφοφόροι καταψήφιζαν το κυβερνητικό κόμμα και εκ των πραγμάτων νικητής αναδεικνυόταν το άλλο κόμμα εξουσίας, χωρίς ωστόσο να έχει δημιουργήσει κάποια ιδιαίτερη δυναμική.
Η εξαίρεση των εκλογών του Ιανουαρίου 2015 συνδέεται με την αντιμνημονιακή ρητορική που ανέπτυξε ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2010. Μια ρητορική που, ανεξάρτητα της μη ρεαλιστικής της βάσης, δημιούργησε σε πολλούς την εντύπωση ότι αποτελεί μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας εντελώς διαφορετική από εκείνη που ακολουθούσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις (ΠΑΣΟΚ ή Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ ή Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ). Ο ΣΥΡΙΖΑ στήριξε τη στρατηγική του σε αυτό ακριβώς το δεδομένο, ότι μπορεί δηλαδή να πετύχει το θεαματικά διαφορετικό από τους προηγούμενους. Κέρδισε ψηφοφόρους απ'' όλους τους χώρους, ακόμα και από τη Ν.Δ. Συνειδητούς ψηφοφόρους της δηλαδή.
Από τη στιγμή ωστόσο που ο ΣΥΡΙΖΑ μεταλλάχθηκε σ'' ένα απόλυτα μνημονιακό κόμμα (και μάλιστα με ιδιαίτερη προθυμία να ικανοποιήσει όλες τις απαιτήσεις των δανειστών), επανήλθε η… παλαιά τάξη πραγμάτων. Οι διαφοροποιήσεις από τα υπόλοιπα κόμματα διαχείρισης της εξουσίας είναι οριακές και οι περισσότερες αφορούν στο στυλ διακυβέρνησης και λιγότερο στην ουσία. Τις διαφοροποιήσεις αυτές τις επιζητά με αγωνία ο ΣΥΡΙΖΑ για να δημιουργήσει ένα εικονικό τείχος που το χωρίζει από τους άλλους. Πρόκειται ωστόσο για επικοινωνιακά τεχνάσματα και τίποτα περισσότερο. Η προσήλωση του ΣΥΡΙΖΑ στον τρόπο διακυβέρνησης που ακολουθήθηκε μεταπολιτευτικά δεν περιορίστηκε μόνο στις μνημονιακές υποχρεώσεις, αλλά επεκτάθηκε παντού. Ακόμα και σε επιλογές που θα μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά. Καταργεί την υποχρεωτική προσευχή στα σχολεία, αλλά ουσιαστικά δεν την καταργεί. Μιλάει για διακριτούς ρόλους με την εκκλησία, αλλά διατηρεί απόλυτα τη σύνδεση μ'' αυτήν. Καταγγέλλει τη διαπλοκή στα ΜΜΕ, αλλά την διατηρεί ανέπαφη και απλά αλλάζει τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα.
Για να συμβεί με τη Νέα Δημοκρατία κάτι διαφορετικό απ'' ό,τι συμβαίνει έως σήμερα, θα πρέπει αυτή να προτάξει μια πρόταση εξουσίας η οποία ουσιαστικά θα κινείται εκτός μνημονίων. Κάτι τέτοιο είναι σχεδόν αδύνατο. Οπότε η μοναδική της επιλογή είναι να αναδεικνύει τις λάθος επιλογές της σημερινής κυβέρνησης, δημιουργώντας παράλληλα την αίσθηση ότι αυτή θα τα κατάφερνε καλύτερα. Μέσα στο πλαίσιο των μνημονίων πάντα. Για να πετύχει κάτι τέτοιο ωστόσο, θα πρέπει μεν να καταγγέλλει την κυβέρνηση ότι υπερφορολογεί τους πάντες, αλλά θα πρέπει να αναφέρει και τη δική της εναλλακτική συνταγή. Υπάρχει τέτοια;
Πάντως, ένα πεδίο δόξης λαμπρό, όχι μόνο για τη Ν.Δ., αλλά για όλα τα εκτός κυβέρνησης κόμματα, ανεξαρτήτως πολιτικής κατεύθυνσης, αποτελεί μια θεαματικά μεγάλη δεξαμενή ψηφοφόρων οι οποίοι συνειδητά απέχουν από τις εκλογές. Στις τελευταίες εκλογές, η αποχή έφτασε στο 44,1%, ποσοστό ρεκόρ (650.000 περισσότεροι απέχοντες ψηφοφόροι απ'' ό,τι στις εκλογές του Ιανουαρίου). Ακόμα και αν δεχτούμε ότι η μεγάλη αύξησή της οφείλεται στην αντίστοιχα μεγάλη απογοήτευση που προήλθε από ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ και ήταν ένα νωπό συναίσθημα, δεν παύει η αποχή ν'' αποτελεί μια κρίσιμη παράμετρο. Όποιος σχηματισμός καταφέρει να προσελκύσει με μια θετική πρόταση ένα μέρος τουλάχιστον των ψηφοφόρων σε αναστολή θα έχει κερδίσει πολλά…