Η Άννα Λάρινα, γεννήθηκε το 1914 και πέθανε το 1996. Ήταν σύζυγος του Νικολάι Μπουχάριν. Την συνέλαβαν το 1937 με την κατηγορία: «μέλος οικογένειας προδότη της πατρίδας». Καταδικάστηκε σε 8 χρόνια στα γκουλάγκ.
* * *
Την δεύτερη ημέρα μετά την άφιξη μου στο στρατόπεδο, συγκέντρωσαν τους «συνηθισμένους» μέλη οικογενειών προδοτών της πατρίδας σε ένα κύκλο μπροστά στα παραπήγματα, έβαλαν εμένα και την σύζυγο του Γιακίρ στο κέντρο του κύκλου και ο διοικητής που ήρθε από την Γενική Διεύθυνση Στρατοπέδων (ΓΟΥ.ΛΑ.ΓΚ), φώναξε με όλη του την δύναμη: «Δείτε αυτές τις γυναίκες, είναι σύζυγοι των μοχθηρών εχθρών του λαού∙ αυτές βοηθούσαν τους εχθρούς του λαούς στην προδοτική τους δράση. Εδώ, βέβαια, ξεφυσούν, δεν τους αρέσει που βρίσκονται εδώ, δεν είναι καλά τα πράγματα». Δεν είχαμε προλάβει καν να ξεφυσήσουμε, αν και σε κανέναν δεν θα μπορούσε να αρέσει η κατάσταση εκεί. Ήμασταν, μάλιστα, σχετικά ευχαριστημένες γιατί μετά από μία μακρά, βασανιστική μεταγωγή και παραμονή σε διάφορα κέντρα μεταγωγών, επιτέλους, (όπως πιστεύαμε) φτάσαμε στον προορισμό μας.
Αφού ούρλιαξε με οργή αυτά τα τρομερά λόγια ο γεροδεμένος, ροδαλομάγουλος, αυτάρεσκος διοικητής, πήγε στην πύλη της φυλακής του Τομσκ. Οι κρατούμενοι μέσα στην φρίκη διαλύθηκαν. Υπήρξαν και ορισμένοι που άρχισαν να μας αποφεύγουν, μα η πλειονότητα ήταν δυσαρεστημένοι. Συγκλονισμένοι, δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε από την θέση μας. Είχαμε την αίσθηση ότι σε λίγο θα μας υποχρεώσουν να περάσουμε μέσα από τους παραταγμένους κρατούμενους. Στεκόμασταν λοιπόν ακίνητες, η θερμοκρασία ήταν σαράντα βαθμοί υπό το μηδέν, μέχρι κάποιος να μας πάρει και να μας πάει στο παράπηγμα, στην παγωμένη γωνιά, δίπλα στο παράθυρο, το οποίο ήταν σκεπασμένο από ένα χοντρό στρώμα πάγου. Τα διώροφα ξυλοκρέβατα ήταν γεμάτα γυναίκες. Η νύχτα ήταν ένα διαρκές βασανιστήριο: λίγες κατάφεραν να βολευτούν άνετα, σχεδόν όλες ήμασταν ξαπλωμένες στο πλάι κι όταν θέλαμε να γυρίσουμε, να αλλάξουμε θέση, έπρεπε να ξυπνήσουμε εκείνη που κοιμόταν δίπλα μας. Τότε όμως άρχισε μία αλυσιδωτή αντίδραση, αφού όλοι ξυπνούσαν αναγκαστικά.
Εκείνη την ημέρα το παράπηγμα έμοιαζε με κατεστραμμένη κυψέλη. Συγκλονισμένες όλες, συζητούσαν αυτό που είχε συμβεί. Ορισμένες έλεγαν χαιρέκακα: «Το παράκαναν όλοι αυτοί οι Μπουχάριν και οι Γιάκιρ, εμείς και οι άντρες μας, εξαιτίας τους υποφέρουμε». Οι υπόλοιπες έβριζαν τον διοικητή του Γκουλάγκ και πολλές μας συμβούλεψαν να γράψουμε τα παράπονά μας στην Μόσχα, μα ξέραμε πως ήταν ανώφελο.
Το πρωί, μαζί με την Σάρα Λαζάρεβνα βγήκαμε από το παράπηγμα στην ζώνη, για να ξεφύγουμε λίγο από τις σκέψεις μας και να αναπνεύσουμε λίγο καθαρό αέρα. Μέσα στην παγωμένη ομίχλη φαινόταν ο μελανοκόκκινος σιβηριανός ήλιος (οι γυναίκες έλεγαν πως αυτός ο ήλιος σημαίνει πολέμος) και το ροδαλό χιόνι, το οποίο στην άκρη του φράχτη, είχε το ύψος ενός ανθρώπου (αλλά εκεί απαγορευόταν να πάμε), διατηρούσε την παρθενική του αγνότητα. Στις γωνιές του φράχτη, ο οποίος κατασκευάστηκε βιαστικά με πλάκες μπετόν, υπήρχαν πύργοι, από όπου μας παρακολουθούσαν οι σκοποί (τους αποκαλούσαν τοξότες) κι αν τολμούσες να πλησιάσεις τον φράχτη, αμέσως φώναζαν «Άλτ! Ποιος είναι;». Ο δρόμος που οδηγούσε από τα άθλια παραπήγματα στην κουζίνα, ήταν η μοναδική διαδρομή και ήταν μονίμως γεμάτη γυναίκες. Στα πρόσωπα πολλών, έβλεπες την σφραγίδα της απορίας, του τρόμου και του πόνου. Αστειευόμενες αποκαλούσαμε αυτήν την διαδρομή «Λεωφόρο Νιέφσκι» (ανάμεσα μας ήταν πολλές από το Λένινγκραντ) ή «κεντρικό δρόμο στον αλαφιασμένο πανικό». Για να μην παγώσουμε, τον διέσχιζαν τρέχοντας πλήθη δυστυχισμένων. Η πλειονότητα, φορούσε σκισμένους επενδύτες, παγωμένα μπότες. Εκείνες που είχαν συλληφθεί το καλοκαίρι, τυλίγονταν με τις τσόχινες κουβέρτες του στρατοπέδου, οι οποίες είχαν πάρει την θέση από τις φούστες ή τα φορέματα.
Στο στρατόπεδο οι γυναίκες υπέφεραν από τις φρικτές συνθήκες και την απραγία. Δεν υπήρχαν έργα. Οι εφημερίδες και τα βιβλία απαγορευόταν. Αργότερα, πολλές λάμβαναν δέματα στα οποία υπήρχαν νήματα και πλέξιμο και κέντημα. Ιδιαίτερα ξεχώριζαν οι Ουκρανίδες, τα χειροτεχνήματά τους θα μπορούσαν άνετα να παρουσιαστούν σε καλλιτεχνικές εκθέσεις.
Το πιο ζωντανό μέρος ήταν ο χώρος μπροστά στην κουζίνα. Εκεί είχε πολλή δουλειά: έβγαζαν τα καζάνια με την λαχανόσουπα και το πλιγούρι, έκοβαν ξύλα, ακουγόταν ο μονότονος θόρυβος του πριονιού και τα χτυπήματα του τσεκουριού. Ιδιαίτερα επιδέξια ήταν η ζωηρή, με το κοφτερό βλέμμα Τάνια Ιζβέκοβα, πρώην σύζυγός του Λαζάρ Σατσκίν, στελέχους της Κομσομόλ, ο οποίος ήταν ο αγαπητός, διανοούμενος και με μεγάλο κύρος ηγέτης της Κομμουνιστικής νεολαίας, τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση. Στην παγωνιά, έπεφταν με θόρυβο από το χτύπημα του τσεκουριού τα ξύλα. Γύρω από αυτές που δούλευαν μαζεύονταν κι άλλες για να τις βοηθήσουν. Οι αισιόδοξοι, έφεραν χαρούμενες «αρβύλες» (φήμες, στην αργκό του στρατοπέδου), πως θα δοθεί αμνηστία την Πρωτοχρονιά, την Πρωτομαγιά ή στα γενέθλια του Στάλιν, οπωσδήποτε.
Έχει χαραχτεί για πάντα στην μνήμη μου η Ντίνα που δούλευε στην κουζίνα. Ήταν εξαίρεση ανάμεσά μας. Στο πρόσωπό της είχε γίνει διπλή αδικία. Η Ντίνα όχι μόνο δεν ήταν σύζυγος «προδότη της πατρίδας», αλλά την στιγμή της σύλληψής της, γενικά ήταν ανύπαντρη. Ήταν μία γυναίκα γεροδεμένη, η οποία δούλευε παλιά ως φορτοεκφορτωτής στην Οδησσό. Η Ντίνα είχε χωρίσει από τον άντρα της πολλά χρόνια πριν την συλλάβουν. Κι εκείνος ήταν εργάτης στο λιμάνι. Μόνο κατά την διάρκεια της ανάκρισης, έμαθε η Ντίνα πως ο πρώην σύζυγός της κατείχε στην συνέχεια υψηλό αξίωμα σε κάποια πόλη. Ποτέ δεν της έλεγε τίποτα για τον ίδιο. Η Ντίνα ήταν γυναίκα περήφανη, δεν αναζήτησε τον σύζυγό της και ανέθρεφε μόνη τα παιδιά της, χωρίς να παίρνει από αυτόν ούτε μία πεντάρα. Δεν ενδιαφέρθηκε καν για την έκδοση του διαζυγίου. Αυτό ήταν που έκανε την Ντίνα να πιαστεί στο δόκανο. Κατά την ανάκριση, όσες εξηγήσεις κι αν έδωσε, αποδείχτηκαν ανώφελες.
Στο Τομσκ η Ντίνα χρησιμοποιήθηκε για να σέρνει βαριά πράγματα, στην θέση του αλόγου. Εμείς, παίρναμε τρόφιμα από την φυλακή του Τομσκ. Στις υποχρεώσεις της Ντίνα ήταν να φορτώνει τα τρόφιμα στο κάρο και να τα πηγαίνει στην κουζίνα. Έφερνε πατάτες, λάχανα, σιτηρά και κομμάτια κρέατος, τα οποία ήταν τόσο παχιά που θα νόμιζε κανείς πως εξέτρεφαν το δυστυχισμένο ζώο ειδικά για μας.
Ο Λ.Κ. Σαπόσνικοβα, υπεύθυνη της κουζίνας, έπεφτε από το ζεστό, στο κρύο: δεν ήξερε πώς να μας ταΐσει με αυτά τα τρόφιμα, αφού τα λάχανα και οι πατάτες ήταν παγωμένες. Οι οργανωτικές της, όμως, ικανότητα, εκδηλώθηκαν και εδώ. Μία φορά, ήρθε στο παράπηγμά μας και είπε:
- Κορίτσια! - έτσι αποκαλούσε όλες τις γυναίκες, ανεξαρτήτως ηλικίας. - Σκέφτηκα το εξής: από αυτό το κρέας, έτσι κι αλλιώς τίποτα καλό δεν πρόκειται να φτιάξουμε, θα γίνει λαχανόσουπα με παγωμένη πατάτα, χωρίς ζωμό. Ελάτε, όσο έχει ακόμη παγωνιά, να μαζέψουμε αυτά τα κρέατα της εβδομάδας και την Κυριακή να φτιάξουμε μία πραγματική κρεατόσουπα και από ένα μπιφτέκι για την κάθε μια. Ίσως τα καταφέρουμε. Τι λέτε;
- Σύμφωνοι, σύμφωνοι! Φωνάξαμε όλες μαζί. Αυτό έκαναν και στα άλλα παραπήγματα, νομίζω πως ήταν οκτώ συνολικά. Την Κυριακή, όντως, είχαμε μία καλή σούπα και από ένα μαλακό μπιφτέκι. Αποδείχτηκε όμως πως η παρασκευή ενός τέτοιου γεύματος ήταν εξαιρετικά περίπλοκη, γιατί ανεξάρτητα από το τεράστιο πλήθος των ελεύθερων χεριών, η δουλειά ήταν πολύ δύσκολο να υλοποιηθεί: η κουζίνα δεν χωρούσε τόσες πολλές «μαγείρισσες». Το πείραμα δεν επαναλήφθηκε ποτέ ξανά, τουλάχιστον όσο εγώ ήμουν εκεί.
Το Κέντρο Μεταγωγών στο Σβερντλόφκ διέφερε από τα υπόλοιπα ως προς το εξής: οι κρατούμενες στους θαλάμους δεν χωρούσαν πια ούτε στα ξυλοκρέβατα, ούτε κάτω από αυτά, ούτε ανάμεσα τους, γι’ αυτό και μας έβαλαν στον διάδρομο. Ο διάδρομος ήταν στενός, φωτεινός, γιατί δεν είχαν «φίμωτρα» τα παράθυρο και πολύ παγωμένος. Βολευτήκαμε με την Σάρα Λαζάρεβνα Γιακίρ στο πάτωμα, στρώνοντας την βαμβακερή κουβέρτα του Νικολάι Ιβάνοβιτς, ενώ με την πιο ζεστή, την μάλλινη του Γιακίρ σκεπαστήκαμε. Δίπλα μου ξάπλωσε μία τρελή γυναίκα από το Λένινγκραντ. Καθόταν σιωπηλή και έσκιζε το μαύρο, χειμωνιάτικο παλτό της, σε μικρά κομματάκια, έβγαζε τις βάτες και ξαφνικά άρχισε να ουρλιάζει έτσι που την άκουσε όλος ο διάδρομος: «Σκότωσαν τον Σεργκέι Μιρόνοβιτς, τον σκότωσαν, όλους τους σκότωσαν κι όλοι είμαστε στη φυλακή!»... Την νύχτα ηρέμησε, την νύχτα είχε άλλη ασχολία: έβγαζε τις ψείρες από τα μαλλιά της, πράγμα που έκανε χωρίς δυσκολία, γιατί ήταν τεράστιος ο αριθμός τους. Αρκούσε να βάλει το χέρι της στα μαλλιά της και τις έπιανε. Έριχνε τις ψείρες στο κεφάλι μου, μουρμουρίζοντας: «Όλοι το ίδιο, όλοι το ίδιο, τραβάμε για τον κομμουνισμό».
Στον διάδρομο του Κέντρου Μεταγωγών του Σβερντλόφσκ τράβηξε την προσοχή μου μία γριά. Καθόταν ήρεμη, παρατηρώντας προσεκτικά τους πάντες από το ύψος της γεροντικής της σοφίας. Γεμάτη ρυτίδες, σαν ψημένο μήλο, μικροκαμωμένη, ξερακιανή, ακατανόητα καθαρά για τις συνθήκες της φυλακής, φορούσε ένα κατάλευκο, κεντητό σκουφί, φορεμένο προσεκτικά στο κεφάλι της, έπιανε λιγότερο χώρο απ’ όλες μας. Για πρώτη φορά άκουσα την φωνή της όταν απευθύνθηκε στον πρωτοβοηθό (οι νοσοκόμοι ήταν συνήθως μικροκακοποιοί, οι οποίοι βολεύονταν σε κάποια «ζεστή» θεσούλα, δεν γνώριζαν τίποτα από ιατρική, μα μπορούσε να δώσει πρώτες βοήθειες∙ οι ποινικοί τους αποκαλούσαν «πρωτοβοηθούς», χάριν συντομίας, χωρίς να κατανοούν την σημασία της λέξης).
- Γιόκα μου, μήπως μου έδινες κάτι για την μέση μου, παρακάλεσε η γριά.
- Τι να σου δώσω, είσαι εκατόν δέκα χρονών και τίποτα δεν βοηθάει!
Όλες μείναμε εμβρόντητες, αν είναι δυνατόν να είναι εκατόν δέκα χρονών.
- Για ποιο λόγο, γιαγιάκα, σε φυλάκισαν;
- Για ποιο λόγο, δεν ξέρω. Ο ανακριτής είπε πως διάβαζα το Ευαγγέλιο και πως εκεί λέει άσχημα πράγματα για τον Λένιν.
- Μήπως τα έχεις μπερδέψει γιαγιάκια, δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό.
- Εγώ δεν μπέρδεψα τίποτα, αυτός τα μπέρδεψε.
Η γιαγιά, εξαιτίας του Λένιν στο Ευαγγέλιο, φιλοσοφήθηκε με πέντε χρόνια στα στρατόπεδα.
Το Κέντρο Μεταγωγών στο Σβερντλόφσκ χαράχτηκε στην μνήμη μου και για την λαχανόσουπα του, η οποία είχε πάντα μέσα κατσαρίδες. Μια, δυο από αυτές, θα έπεφταν οπωσδήποτε στην καραβάνα. Αυτά τα δύο περιστατικά, η λαχανόσουπα με κατσαρίδες και η τρελή από το Λένινγκραντ, έθεσαν τις βάσεις για την γνωριμία και την φιλία μου με την Βικτώρια Ρουντινά. Σύζυγος στρατιωτικού, μέχρι την σύλληψή της δίδασκε στο σχολείο ρωσική γλώσσα και λογοτεχνία. Την είδα για πρώτη φορά, όταν διασχίζοντας τον γεμάτο ξαπλωμένα κορμιά διάδρομο, πλησίασε την κλειδωμένη πόρτα και άρχισε να την χτυπάει δυνατά, ζητώντας να έρθει ο διευθυντής της φυλακής. Τελικά, ήρθε. Τον κοίταξε αφ’ υψηλού και, όπως νόμισα, αφού τον περιεργάστηκε με περιφρόνηση από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, του είπε με ύφος λες κι απευθυνόταν σε υφιστάμενό της:
- Πρώτον, πάρτε την τρελή, πρέπει να την φροντίσετε, εδώ και δεν μας αφήνει να κοιμηθούμε και μας γεμίζει όλες με ψείρες. Δεύτερον, σταματήστε να φτιάχνετε αυτή την λαχανόσουπα με κατσαρίδες, δεν έχει ακόμη αποδειχτεί η ωφέλεια των εντόμων για τον ανθρώπινο οργανισμό. Καταλάβατε;
Αύριο η συνέχεια