του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
Ο Αντρέι Ντονάτοβιτς Σινιάφσκι (1925-1998) ήταν ένας από τους πλέον προβεβλημένους αντιφρονούντες της σοβιετικής περιόδου. Στο βιογραφικό του διαβάζουμε πως ήταν συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας, αντιφρονών και πολιτικός κρατούμενος.
Η δίκη του Σινιάφσκι μαζί με τον ομοϊδεάτη και συνοδοιπόρο του Γιούρι Ντανιέλ το 1965 συγκέντρωσε την προσοχή του διεθνούς Τύπου, ενώ ήταν εκατοντάδες οι συγγραφείς και ποιητές από όλον τον κόσμο που υπέγραψαν την επιστολή υποστήριξης και αλληλεγγύης στο πρόσωπο των δύο αυτών γενναίων διανοουμένων. Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε 7ετή φυλάκιση, ποινή την οποία εξέτισε.
Το 1973 απελάθηκε από την Ε.Σ.Σ.Δ. μετακόμισε στην Γαλλία όπου δίδαξε σε πανεπιστημιακές σχολές και συνέχισε την συγγραφική του δραστηριότητα. Το 1991 αποκαταστάθηκε στην πατρίδα του, μα δεν επέστρεψε. Το 1996 έπαθε έμφραγμα και λίγο αργότερα οι γιατροί διέγνωσαν καρκίνο στο τελευταίο στάδιο. Πέθανε την ίδια χρονιά και ο τάφος του βρίσκεται λίγο έξω από το Παρίσι.
Σήμερα δημοσιεύουμε την απολογία του στο δικαστήριο, ένα μνημείο ελευθερίας της συνείδησης και του λόγου.
* * *
Θα μου είναι ιδιαίτερα δύσκολο να μιλήσω, εφόσον δεν υπολόγιζα πως σήμερα θα απολογηθώ, μιας και μου είπαν πως θα το κάνω τη Δευτέρα κι έτσι είμαι απροετοίμαστος. Θα το κάνω ακόμη πιο δύσκολα, επειδή θα απολογηθώ σε μία συγκεκριμένη ατμόσφαιρα, η οποία είναι ιδιαίτερα αισθητή. Η αγόρευση της κατηγορούσας αρχής δεν με έπεισε κι έτσι διατηρώ τις απόψεις μου. Η αγόρευση της κατηγορούσας αρχής, δημιούργησαν την αίσθηση του τοίχου, μέσα από τον οποίο είναι αδύνατον να περάσεις για να φτάσεις στην αλήθεια. Τα επιχειρήματα του εισαγγελέα, είναι επιχειρήματα της κατηγορίας, επιχειρήματα, τα οποία άκουσα πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Είναι τα ίδια διαρκώς επαναλαμβανόμενα αποσπάσματα «για να καταργήσουμε τις φυλακές, χτίσαμε καινούργιες».
Διαρκώς τα ίδια τρομακτικά αποσπάσματα της κατηγορίας επαναλαμβάνονται δεκάδες φορές και διαχέονται σε μία μετατρέπονται σε μία τρομακτική ατμόσφαιρα, η οποία δεν έχει την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα. Το καλλιτεχνικό τέχνασμα είναι η επανάληψη των ίδιων διαρκώς ορισμών. Ομολογώ πως πρόκειται για πολύ έξυπνο και δυνατό τέχνασμα. Δημιουργείται κάποιο πέπλο, μία ιδιαίτερα ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, όταν τελειώνει η πραγματικότητα και αρχίζει το τρομακτικό, σαν πρόκειται για αντίγραφο των έργων των Αρζάκ1 και Τερτς2. Είναι η ατμόσφαιρα της σκοτεινής, αντισοβιετικής παρανομίας, η οποία κρύβεται πίσω από το φωτεινό πρόσωπο του διδάκτορα Σινιάφσκι και του ποιητή και μεταφραστή Ντανιέλ, οι οποίοι οργανώνουν συνομωσίες, πραξικοπήματα, τρομοκρατικές ενέργειες, πογκρόμ, δολοφονίες... Γενικά, την Ημέρα των φανερών δολοφονιών, είναι μόνο δύο οι εκτελεστές: ο Σινιάφσκι και ο Ντανιέλ. Τώρα όμως, όντως, η καλλιτεχνική μορφή κατά τρόπο παράξενο και αναπάντεχο, χάνει τη συμβατικότητά της, εκλαμβάνεται κυριολεκτικά, και συνεπώς η δικαστική διαδικασία επιμένει στο κείμενο ως τη μοναδική της συνέχεια. Είχα την ατυχία να γράψω στον επίλογο του μυθιστορήματος «Διεξάγεται δίκη» το 1956: «ο συγγραφέας συκοφάντησε το 1956, α, χα, συγγραφέα προέβλεψες, πήγαινε τώρα στο στρατόπεδο το 1966». Οι κακεντρεχείς τόνοι, ήταν εμφανείς στις αγορεύσεις των κατηγόρων.
Εμφανίστηκαν όμως και νέες λεπτομέρειες. Οι νέες λεπτομέρειες είναι η πολιτική παράνομη δράση, η οποία μετατρέπεται σε παράνομη δράση εκφυλισμένων, ανθρωποφάγων, ανθρώπων που ζουν σύμφωνα με τα σκοτεινά τους ένστικτα, όπως το μίσος για τη μητέρα, το μίσος για το λαό τους, ο φασισμός, ο αντισημιτισμός. Είναι δύσκολο να πεις πως ο Ντανιέλ είναι αντισημίτης. Συνεπώς, ο φασίστας Ντανιέλ συνεργάζεται με τον αντισημίτη Σινιάφσκι. Ο Σινιάφσκι ποδοπατά τα άγια των αγίων, μέχρι και την μάνα του. Γι’ αυτό, είναι πολύ δύσκολο να διαλύσεις αυτή την ατμόσφαιρα, δεν πρόκειται να σε βοηθήσουν ούτε τα τεκμηριωμένα επιχειρήματα, είναι οι θεωρίες περί δημιουργίας. Κατά την ανάκριση ήδη, κατάλαβα πως αυτό δεν ενδιαφέρει την κατηγορούσα αρχή, πως την ενδιαφέρουν μόνο απομονωμένα αποσπάσματα, τα οποία επαναλαμβάνονται διαρκώς. Δεν πρόκειται να εξηγήσω την δημιουργική ιδέα, ούτε να δώσω διάλεξη για την διαμορφωθείσα κατάσταση, ούτε να αποδείξω κάτι, είναι ανώφελα όλα αυτά. Θέλω μόνο να υπενθυμίσω ορισμένα αποφθέγματα, στοιχειώδη σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία. Από αυτό ξεκινούν να μελετούν τη λογοτεχνία: ο λόγος δεν είναι έργο, μα λόγος∙ η καλλιτεχνική μορφή είναι συμβατική, ο συγγραφέας δεν ταυτίζεται με τον ήρωα. Αυτό είναι βασικό κι εμείς προσπαθήσαμε να μιλήσουμε γι’ αυτό. Η κατηγορούσα αρχή όμως επίμονα το απορρίπτει ως επινόηση, ως τρόπο για να κρυφτούμε, ως τρόπο για να εξαπατήσουμε. Η κατάληξη ήταν: το μυθιστόρημα «Εδώ Μόσχα», αν το διαβάσει κανείς προσεκτικά, μπορεί να διαβάσει, έστω και βιαστικά, μία λέξη φωνάζει: «Ου φονεύσεις!», «Δεν μπορώ και δεν θέλω να σκοτώνω: ο άνθρωπος υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, πρέπει να παραμένει άνθρωπος!». Κανείς όμως δεν το ακούει αυτό: «Αχά, ήθελες να σκοτώσεις, είσαι φονιάς, είναι φασίστας!» Εδώ, έχουμε να κάνουμε με μία τρομακτική υποκατάσταση. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Διεξάγεται δίκη» Γκλομπόφ, άνθρωπος, ίσως καλός, σε αναλογία με ορισμένες περιστάσεις της εποχής διατυπώνει αντισημιτικές διαθέσεις, εκφράζεται αντισημιτικά: «Ο Ραμπινόβιτς, είναι καταφερτζής, όπως όλοι οι Εβραίοι...» Είναι προφανές ότι το μυθιστόρημα είναι κατά του αντισημιτισμού, αφού σε αυτό γίνεται λόγος για την υπόθεση των γιατρών3, αλλά όχι, ο συγγραφέας είναι αντισημίτης και ως εκ τούτου πολύ κοντά στους φασίστες!
Εδώ τελειώνει η λογική. Ο συγγραφέας αποδεικνύεται πως είναι σαδιστής. Η έννοια του αντισημιτισμού συνήθως συνδέεται με τον αυτοκρατορικό σωβινισμό. Μα εδώ, έχουμε να κάνουμε με έναν ιδιαίτερα εκλεπτυσμένο συγγραφέα, ο οποίος εκτός από το ρωσικό λαό, μισεί και τους Εβραίους. Μισεί τους πάντες, μισεί τη μητέρα του, μισεί την ανθρωπότητα. Τίθεται το ερώτημα: από πού μας έρχεται αυτό το τέρας, από ποιον βάλτο, από ποια παράνομη οργάνωση; Απ’ ότι φαίνεται, συνήθως το σοβιετικό δικαστήριο (το γνωρίζω αυτό από τα βιβλία) κατά την εκδίκαση μίας υπόθεσης ενδιαφέρεται για την καταγωγή του εγκλήματος, για τις αιτίες τους. Τώρα όμως η κατηγορούσα αρχή δεν ενδιαφέρεται για αυτό. Φαίνεται πως από κάπου, μάλλον από την Αμερική, μας έριξαν με αλεξίπτωτο μαζί με τον Ντανιέλ και εμείς αρχίσαμε να βυσσοδομούμε, τέτοια καθάρματα είμαστε! Με σύγκριναν κατά τη διάρκεια της δίκης με τον Γκρατσιάνσκι4, ο οποίος έχει τάχα σκοτεινή καταγωγή και στη συνέχεια θα αποδειχτεί πως ήταν κατάσκοπος. Απολύτως κατανοητή η διαδρομή. Μα, αν είναι δυνατόν να μην αναρωτήθηκε η κατηγορούσα αρχή: πώς είναι δυνατόν; Πώς είναι δυνατόν στη χώρα μας να υπάρχει φασίστας; Αν το εξετάσουμε το ζήτημα, θα δούμε πως αυτό το πρόβλημα είναι πιο τρομακτικό, από τα δύο βιβλιαράκια, ακόμη κι αν αυτά έχουν αντισοβιετικό περιεχόμενο. Η κατηγορούσα αρχή δεν ασχολήθηκε όμως με αυτά τα ζητήματα. Έτσι απλά, κυκλοφορούν άνθρωποι, οι οποίοι εξωτερικά είναι πετυχημένοι, μέσα τους όμως είναι φασίστες, έτοιμοι να προκαλέσουν σφαγές και να ρίξουν βόμβες. Μήπως όμως τα λόγια αυτά ειπώθηκαν απλά καταπρόσωπο για να προσβάλλουν;
Νομίζω πως κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ερμήνευσα (με παραπομπές) ότι ο Καρλίνσκι, είναι ο πιο αρνητικός ήρωας, πως δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία αναφορικά με το πως τον αντιμετωπίζει ο συγγραφέας. Και όμως, για άλλη μία φορά ο εισαγγελέας θεωρεί ως βλάσφημα τα λόγια αναφορικά με τα ψάρια, τα οποία αποσπούν από τα μητρικά σπλάχνα, αυτά τα τρομερά, κυνικά λόγια και αναφωνεί με πάθος: «Μα, εδώ δεν μυρίζει αντισοβιετισμό; Δεν είναι αποκρουστικά;». Ναι, αποκρουστικά, ναι μυρίζει. Το ίδιο ισχύει και για τα λόγια «Ο σοσιαλισμός είναι μία ελεύθερη δουλεία». Πρόκειται όμως για έναν ήρωα αντισοβιετικό, έναν ήρωα που αποκαλύφθηκαν οι προθέσεις τους. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για αυτό. Ωστόσο, είτε δεν με άκουσα, είτε θεώρησαν πως ότι είπα δεν είναι σημαντικό. Μάλλον, δεν ήταν σημαντικό.
Μπορώ να πω πως καταλαβαίνω την κατηγορούσα αρχή. Είχε πολύ ευρύτερους στόχους, δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπ’ όψιν της διάφορες λογοτεχνικές ιδιαιτερότητες: ο συγγραφέας, ο ήρωας, το ένα, το άλλο... Όταν όμως κάνουν τέτοιες δηλώσεις δύο μέλη της Ένωσης Συγγραφέων, εκ των οποίων ο ένας είναι επαγγελματίας λογοτέχνης και ο άλλος διπλωματούχος κριτικός και αντιμετωπίζουν ευθέως τα λόγια των αρνητικών ηρώων ως σκέψεις του συγγραφέα, είναι η στιγμή που τα χάνεις. Για παράδειγμα, οι διατυπώσεις περί κλασσικών στο «Γραφομανείς»: δεν είναι δυνατόν επειδή το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, μιλάει ο αποτυχημένος γραφομανής, στο οποίο μυθιστόρημα ίσως να υπάρχουν και ορισμένα αυτοβιογραφικά στοιχεία, να συμπεράνει κανείς πως ο συγγραφέας μισεί τους κλασσικούς. Αυτό μπορεί να το κάνει ένας αγράμματος άνθρωπος που μόλις έχει μάθε ανάγνωση. Σε αυτή την περίπτωση, φυσικά, ο Ντοστογιέφσκι είναι ένας άνθρωπος το υπόγειο, ο Κλιμ Σαμγκίν είναι ο Γκόρκι, ενώ ο Ιουδαίος είναι ο Σαλτικός - Σεντρίν. Τότε όλα θα είναι ανάποδα.
Ο δημόσιος κατήγορος προσπάθησε να θέσει το ζήτημα του διπλού πάτου. Ο δημόσιος κατήγορος Βασίλιεφ δεν ντράπηκε καν να αναφέρει τις πάνες που έκαναν δώρο στον νεογέννητο γιο μου, τις οποίες, μεταξύ των άλλων, δεν χάρισε η μαντάμ Ζαμόισκαγια, αλλά κάποια άλλη γαλλίδα. Χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και τα εσώρουχα, προκειμένου να δείξουν πως πίσω από τη φωτεινή μορφή, κρύβεται ένα σκοτεινό πλάσμα, εγώ και ο Ντανιέλ δηλαδή. Παρατέθηκαν αποσπάσματα από τα άρθρα μου, λέγοντας, να εδώ έγραψε για τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό από μαρξιστική σκοπιά, ενώ εκεί είναι ιδεαλιστής, χα, χα! Αν μπορούσα να γράφω υπό την ιδεαλιστική οπτική γωνία εδώ, θα το έκανα και τώρα. Όταν μου ανέθεταν κάποια εργασία, συχνά αρνιόμουν, αναζητούσε οικείους σε εμένα συγγραφείς. Η Κεντρινά το γνωρίζει καλά, δούλευε μαζί μου στο ίδιο ινστιτούτο. Γνωρίζει επίσης πως δεν ήθελα να γίνω ήρωας, δεν μιλούσα στις συνελεύσεις, δεν χτυπούσα τα στήθη μου, δεν μιλούσα με συνθήματα. Συχνά πυκνά με διαπόμπευαν για λάθη, αποκλίσεις, αβλεψίες. Στην συστατική επιστολή που έδωσε το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Λογοτεχνίας, η οποία κατέληξε στην ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. μετά τη σύλληψή μου (ακόμη και ο ανακριτής δυσανασχέτησε, όταν η επιστολή αυτή ήρθε με μεταχρονολογημένη ημερομηνία, όπου υποβιβάστηκα από τους επικεφαλής επιστημονικός συνεργάτη, σε απλός συνεργάτης), στην επιστολή αυτή υπάρχει και η αλήθεια: αναφέρει πως οι ιδεολογικές μου απόψεις δεν είναι σταθερές, πως έγραψα για την Τσβετάγιεβα, τον Μανταλστέμ, τον Παστερνάκ, πως παρέκλινα. Παρέκλινα γιατί ήθελα να γράψω για όλους αυτούς. Έδωσε το μέγιστο των δυνάμεών μου, προκειμένου να διατυπώσω τις πρωτότυπες σκέψεις μου, με την ποιότητα Σινιάφσκι. Γι’ αυτό και είχα όλες αυτές τις δυσάρεστες επιπτώσεις, τις μομφές, με εξύβριζαν στον Τύπο και στις συνελεύσεις, ωστόσο, δεν είχα κανένα ιδιαίτερο προνόμιο, εκτός του μισθού μου.
Ο κατήγορος ανέφερε πως εκμεταλλεύτηκα την Ένωση Συγγραφέων. Μήπως πήρα δάνεια, πήγαινα σε υπηρεσιακά ταξίδια, ή απολάμβανα δωρεάν διακοπές σε θέρετρα; Ο κατήγορος απαρίθμησε πως κατά τη διάρκεια δέκα ετών μου δώρισαν μερικά πράγματα στα γενέθλια μου διάφοροι γνωστοί μου. Αν όμως είχα λάβει ως δώρο κάποιο ταξίδι δωρεάν, δεν θα αναφερόταν εδώ;
Αν είναι δυνατόν να εξηγώ ξανά απλά πράγματα. Με κατηγόρησαν πως προσέβαλα τις μητέρες. Στο έργο μου «Λιουμπίμοβε» αναφέρεται ευθέως: «Μην τολμήσετε να αγγίξετε τις μητέρες». Βλέπετε, τον Λιόνα Τιχομίροφ, μία μαγική δύναμη δεν το πείραξε επειδή θέλησε να κάνει κακό στη ψυχή της μητέρας. Και λοιπόν; Έτσι πρόσβαλα τις μάνες; Και το γεγονός πως περιγράφω τις γριούλες σαν ρυτιδιασμένα, ξερασμένα μανιτάρια, - κανθαρέλες, μορέλες, ρουσούλες - αναρωτιέμαι αν είναι δυνατόν να περιγράφω τις σκυμμένες ως το πάτωμα μέσα στο ναό γριές ως νύμφες. Αυτό είναι ένα παλιό, πολύ παλιό λογοτεχνικό τέχνασμα του υποβιβασμού. Ο δημόσιος κατήγορος δεν είναι υποχρεωμένος να το γνωρίζει, είναι όμως υποχρεωμένος να το γνωρίζει ο συγγραφέας!
Συμπερασματικά, όλα είναι προκάλυμμα, όλα είναι τεχνάσματα, όλα είναι μία προσπάθεια να κρυφτώ, ακόμη και ο τίτλος του διδάκτορα. Η γεμάτη αδυναμίες λογοτεχνική φόρμα είναι απλά η κάλυψη για τις αντεπαναστατικές ιδέες. Ο ιδεαλισμός, η υπερβολή, το φανταστικό, όλα αυτά φυσικά, είναι τεχνάσματα του έντονου αντισοβιετισμού, ο οποίος προσπαθούσε με κάθε τρόπο να μεταμφιεστεί. Εντάξει λοιπόν, μασκαρευόμουν. Αυτό είναι κατανοητό πως το έκανα εδώ, εκεί όμως, στο εξωτερικό, εκεί θα μπορούσα να μην μασκαρευτώ, εκεί θα μπορούσα να επιτρέψω στον εαυτό μου να κάνει ό,τι θέλει... Η υπερβολή, το φανταστικό.... Τότε όμως η ίδια η τέχνη θα ήταν τέχνασμα, προκάλυψη για τις αντισοβιετικές ιδέες.
Καλώς, υπάρχουν όμως φράσεις, σκέψεις, πρόσωπα, τα οποία ευθέως μιλούν για το εντελώς αντίθετο. Δεν φαίνονται πίσω από αυτά τα βελούδινα αποσπάσματα. Μπορούν να επαναληφθούν, αλλά θα ήταν ανόητο. Μαζί με την φράση που επαναλήφθηκε εδώ δεκάδες φορές: «Προκειμένου να μην υπάρχουν φυλακές, χτίσαμε καινούργιες», δίπλα της ακριβώς, παρακάλεσα να διαβαστεί και αυτή, λέει: «Ο κομμουνισμός είναι ένας λαμπρός στόχος». Μα, ούτε και αυτό θέλησαν να το διαβάσουν. Και οι μακροσκελείς υπέρ της επανάστασης φράσεις, δεν ενδιέφεραν κανέναν επίσης, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για την ανάλυση του περιεχομένου, το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν μεμονωμένες διατυπώσεις, αντισοβιετικές εκφράσεις, ταμπέλες, τις οποίες μπορούσαν να κολλήσουν στο μέτωπο του Ντανιέλ και του Σινιάφσκι, όπως στο μυθιστόρημα.
Ο πολίτης δημόσιος κατήγορος είπε μία φράση (με εξέπληξε τόσο πολύ που την κατέγραψα): «Ακόμη και ο ξένος Τύπος λέει πως είναι αντισοβιετικά έργα». Αν σκεφτούμε λογικά, περί τίνος πρόκειται; Αυτό είναι το ύψιστο κριτήριο αλήθειας για τον εισαγγελέα; Αυτό λέει ο ξένος Τύπος, συνεπώς, κάτι πρέπει να κάνουμε; Με συγκλόνισε ιδιαίτερα αυτό το «ακόμη». Εγώ αυτό το «ακόμη» θα το έβαζα αλλού: αν ακόμη ένα μέρος του αντισοβιετικού Τύπου, γράφει πως δεν είναι αντισοβιετικά έργα... Βλέπετε ο Καρλ Μίλερ γράφει για την αφοσίωση του συγγραφέα στην σχεδόν ακατάλυτη πίστη του στον κομμουνισμό. Ή ακόμη: «Ο Τερτς με ενέργεια θυμάται την επανάσταση, αλλά αντιμετωπίζει ανορθόδοξα τη συνέχεια». Για ποιο λόγο αυτοί οι μπουρζουάδες λένε πως ο Τερτς υμνεί την επανάσταση, αν είμαστε φασίστες; Ως απόδειξη ενοχής η κατηγορούσα αρχή παραθέτει τα λόγια του Φιλίπποφ, ενώ οι άλλοι είναι βλάκες μάλλον κατά τη γνώμη της, όπως ο Μίλος, ο Φίλντ, οι οποίοι αξίζουν περισσότερο από τον Φιλίπποφ, γιατί είναι σοβαροί συγγραφείς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την διατύπωση: «κακία την οποία θα μπορούσε να ζηλέψει κάποιος λευκοφρουρός» και παραθέτει ως αποδεικτικό στοιχείο τις ταμπέλες στο βιβλίο (όπως «παλέψτε με το Κ.Κ.Σ.Ε. και κάτι άλλο που δεν θυμάμαι). Οι ταμπέλες στο βιβλίο, αποδεικνύεται πως είναι ίσες με το ίδιο το βιβλίο. Μία τέτοια ταμπέλα μπορώ πολύ καλά να τη φανταστώ στα βιβλία του Ζόσενκο, του Σολζενίτσιν, στο «Ρέκβιερ» της Αχμάτοβα... Υπάρχει ως ένδειξη ισότητας ανάμεσα στην προπαγανδιστική ταμπέλα και το λογοτεχνικό έργο.
Τίθεται το ερώτημα: τι είναι η αγκιτάτσια και η προπαγάνδα και τι η λογοτεχνία; Η θέση της κατηγορούσας αρχής είναι εξής: η λογοτεχνία είναι μορφή αγκιτάτσιας και προπαγάνδας, η αγκιτάτσια μπορεί να είναι μόνο σοβιετική και αντισοβιετική και, από τη στιγμή που δεν είναι σοβιετική, πάει να πει πως είναι αντισοβιετική.
Δεν συμφωνώ με αυτό. Και καλά αν ο συγγραφέας πρέπει να δικαστεί και ελεγχθεί με αυτά τα κριτήρια, τι θα γίνει όμως με τον άνθρωπο που τυπώνει προκηρύξεις; Και αυτός εντάσσεται στο άρθρο 70. Αν το λογοτεχνικό έργο πρέπει να καταδικαστεί στην εσχάτη των ποινών με βάση αυτό το άρθρο, τότε τι θα πρέπει να γίνει με την προκήρυξη; Μήπως δεν υπάρχει καμία διαφορά; Υπό την οπτική γωνία της κατηγορούσας αρχής, δεν υπάρχει.
Η κριτικός της λογοτεχνίας Κεντρινά είπε εδώ, ότι από τις πεταλούδες στο λιβάδι, δεν προκύπτει κανένα πολιτικό περιεχόμενο. Η πραγματικότητα όμως δεν περιορίζεται στις πεταλούδες στο λιβάδι. Στο έργο του Ζόσενκο, δεν βρήκαν αντισοβιετικό περιεχόμενο; Και σε ποιανού το έργο δεν βρήκαν; Καταλαβαίνω σε τι έγκειται η διαφορά: τα βιβλία τους κυκλοφόρησαν εδώ. Μα, έβρισκαν τέτοιο περιεχόμενο σε όλους, ιδιαίτερα στους σατιρικούς συγγραφείς, όπως οι Ιλφ και Πετρόφ, στο έργο των οποίων βρήκαν συκοφαντίες. Ακόμη και στο έργο του Ντεμιάν Μπέντι, μόνο που εκείνη ήταν προσεκτική συκοφαντία και, η αλήθεια είναι πως επρόκειτο για άλλες εποχές. Δεν γνωρίζω όμως κανέναν μεγάλο συγγραφέα, στο έργο του οποίου να μην έβρισκαν τέτοια πράγματα. Η αλήθεια βέβαια είναι πως ποτέ δεν αναζητούσαν ποινικές ευθύνες στη λογοτεχνική δημιουργία. Στην ιστορία της λογοτεχνίας, δεν γνωρίζω ποινικές δίκες αυτού του είδους, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων των συγγραφέων, οι οποίοι δημοσίευσαν τα έργα τους στο εξωτερικό και μάλιστα δέχτηκαν έντονη κριτική. Χωρίς να θέλω να συγκριθώ με κανέναν αναρωτιέμαι αν είναι πολύ πιθανόν οι σοβιετικοί πολίτες να μην είναι ίσοι έναντι του νόμου;
Μου παρέθεσαν επιχειρήματα, με τα οποία αποκλείστηκε η δυνατότητα να εξηγήσω οτιδήποτε. Αν στο άρθρο γράφω για την αγάπη που τρέφω στον Μαγιακόφσκι, μου απαντούν: «Ο Μαγιακόφσκι έγραφε «Οι σοβιετικοί έχουν τη δική τους περηφάνια», ενώ εσύ έστειλες τα έργα σου στο εξωτερικό». Γιατί όμως εγώ, ακόμη κι αν είμαι τόσο ασυνεπής και μη μαρξιστής, να μην εκστασιάζομαι με το έργο του Μαγιακόφσκι;
Έτσι όμως, λειτουργεί ο νόμος «ή - ή», μερικές φορές λειτουργεί σωστά, άλλες πάλι παράξενα. Όποιος δεν είμαι μαζί μας, είναι εναντίον μας. Σε ορισμένες περιόδους - κατά την επανάσταση, τον πόλεμο, τον εμφύλιο πόλεμο, η λογική αυτή μπορεί να είναι σωστή, είναι όμως επικίνδυνη όταν λειτουργεί σε ειρηνική περίοδο, απέναντι στη λογοτεχνία. Με ρωτούν: πού είναι ένας θετικός ήρωας στο έργο σας; Αχ, δεν υπάρχει; Α, δεν είναι σοσιαλιστής; Δεν είναι ρεαλιστής; Α, δεν είμαι μαρξιστής; Α, ανήκετε στην κατηγορία του φανταστικού; Α, είστε ιδεαλιστή; Και μάλιστα τυπώνετε τα έργα σας στο εξωτερικό. Μα, φυσικά είστε αντεπαναστάτης!
Στο αδημοσίευτο διήγημά μου με τίτλο: «Πχεντς», υπάρχει μία φράση, την οποία θεωρώ αυτοβιογραφική: «Για σκέψου, αν ήμουν διαφορετικός, τότε θα άρχιζα να βρίζω αμέσως...». Λοιπόν, εγώ είμαι διαφορετικός. Δεν κατατάσσω τον εαυτό μου στους εχθρούς, είμαι σοβιετικός άνθρωπος και τα έργα μου, δεν είναι εχθρικά έργα. Στη σημερινή, ηλεκτρική, φανταστική ατμόσφαιρα εχθρός μπορεί να θεωρηθεί οποιοσδήποτε «διαφορετικός» άνθρωπος. Αυτός όμως δεν είναι αντικειμενικός τρόπος αναζήτησης της αλήθειας. Το κυριότερο είναι πως δεν γνωρίζω γιατί πρέπει να επινοούνται εχθροί, να συγκεντρώνονται ατάκτως ειρημένα τέρατα, να δημιουργούνται λογοτεχνικοί ήρωες, τους οποίους εκλαμβάνουν κυριολεκτικά.
Στα βάθη της ψυχής μου θεωρώ πως δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε τη λογοτεχνία με νομικούς όρους. Η αλήθεια του λογοτεχνικού ήρωα είναι σύνθετη, συχνά ο συγγραφέας δεν μπορεί να την εξηγήσει. Νομίζω πως αν ο ίδιος ο Σαίξπηρ (δεν συγκρίνω τον εαυτό μου με τον Σαίξπηρ, αυτό δεν μπορεί να περάσει καν από το μυαλό οποιουδήποτε), αν ρωτούσαν λοιπόν τον Σαίξπηρ: τι σημαίνει ο Άμλετ; Τι σημαίνει ο Μάκβεθ; Μήπως έχουμε να κάνουμε με κάποια πονηριά; Νομίζω πως ο Σαίξπηρ δεν θα μπορούσε να απαντήσει με ακρίβεια σε αυτή την ερώτηση. Εσείς όμως οι νομικοί, έχετε να κάνετε με όρους, οι οποίοι είναι πολύ πιο ακριβείς. Σε αντίθεση με τον όρο του λογοτεχνικού ήρωα, όσο πιο ακριβής είναι ο όρος, τόσο πιο ευρύς είναι.
Παραπομπές
1. Ψευδώνυμο του Γιούλι Ντανιέλ (1925-19880, αντιφρονούντα, συνοδοιπόρου και συγκατηγορούμενου του Σινιάφσκι.
2. Ψευδώνυμο του Αντρέι Σινιάφσκι
3. Πρόκειται για τη γνωστή «υπόθεση των γιατρών» του Κρεμλίνου, το 1953 έξι από τους οποίους ήταν Εβραίοι, και οι οποίοι κατηγορήθηκαν πως σχεδίασαν τη δολοφονία του Στάλιν και άλλων ηγετών της ΕΣΣΔ.
4. Γκρατιάνσκι, αρνητικός ήρωας του μυθιστορήματος του Λ. Λεόνοφ «Ρωσικό δάσος».