Είναι ορθή η διάκριση που έκανε ο πρωθυπουργός ανάμεσα στην απεργία και την παρανομία. Το κλίμα, ωστόσο, μέσα στο οποίο διεξήχθη η «συζήτηση» (κωφών) για το εργασιακό νομοσχέδιο (πλέον νόμο) μας θυμίζει και μια άλλη διάκριση: Ανάμεσα σε μεταρρυθμιστικό λόγο και μεταρρυθμιστική πράξη.
Η απόφαση σωματείων ναυτεργατών για απεργία την ημέρα ψήφισης του νόμου, και ως διαμαρτυρία έναντι του νόμου, κρίθηκε παράνομη και καταχρηστική από το Πρωτοδικείο Πειραιά λίγες ώρες πριν από τότε που επρόκειτο να λάβει χώρα. Δεν γνωρίζω την αιτιολογία της εν λόγω απόφασης (υπ' αριθμ 544/2021), γνωρίζω όμως τις συνέπειές της: Όσοι ήθελαν να απεργήσουν όφειλαν να μην απεργήσουν, η δε πολιτεία όφειλε να φροντίσει ώστε να μην απεργήσουν.
Αντ' αυτού, η μεν Πανελλήνια Ένωση Ναυτών Εμπορικού Ναυτικού κάλεσε τα μέλη της να απεργήσουν σαν να μην υπήρχε η απόφαση, η δε πολιτεία, όταν οι παράνομα απεργήσαντες εμφανίστηκαν στο λιμάνι και επιχείρησαν να εμποδίσουν τον απόπλου πλοίων, απλώς παρακαλουθούσε δια των αρμοδίων για την τήρηση της νομιμότητας οργάνων της.
Ο παραπάνω συνδυασμός παρανομιών εγκυμονεί πολλαπλούς δημοκρατικούς κινδύνους. Η αγνόηση δικαστικών αποφάσεων βάσει της «αρχής» ότι «το δίκιο του αγώνα κρίνεται στους καταπέλτες των πλοίων κι όχι στις αίθουσες των δικαστηρίων» συνιστά έκκληση για κατάλυση του κράτους δικαίου.
Η απόφαση για απεργία λαμβάνεται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, η απεργία διεξάγεται εφόσον δεν απαγορευθεί, πάλι με τη διαδικασία που ορίζει ο νόμος, το δε «δίκιο του αγώνα» είναι έννοια που δεν έχει σχέση με τη νομιμότητα αλλά με την κοινωνική πρόσληψη των εκάστοτε συνδικαλιστικών διαβημάτων.
Η παράβαση της νομιμότητας δεν επιφέρει μόνο νομικές συνέπειες αλλά και πολιτικές, αφού αδυνατίζει την ίδια την λειτουργία της απεργίας: ο παράνομα ενεργών ακυρώνει το «δίκιο» του, ακόμα κι όταν έχει δίκιο. Είναι άλλο πράγμα η διεκδίκηση, την οποία θεσπίζει το ίδιο το Σύνταγμα και αποτελεί στοιχείο της δημοκρατίας που κανείς δεν διανοείται να αμφισβητήσει, και άλλο η κατάλυση, που πλήττει και το δημόσιο συμφέρον και την αποτελεσματικότητα της όποιας διεκδίκησης.
Όμως η νομιμότητα έχει και άλλη όψη: Της επιβολής της από τα αρμόδια κρατικά όργανα. Επιβολή δεν σημαίνει βία αλλά μέριμνα εφαρμογής. Είναι κατανοητή και, κατά τη γνώμη μου, ορθή η επιθυμία της κυβέρνησης να μη φορτίζει με κατασταλτικές παρεμβάσεις ένα ήδη φορτισμένο κοινωνικό κλίμα, ιδίως σε σχέση με εργασιακά θέματα για τα οποία υπάρχει αυξημένη, λόγω των απανωτών κρίσεων, ευαισθησία και επιπλέον ψηφίσθηκε χθες το βράδυ στη Βουλή νομοθετική ρύθμιση που έχει -καλώς ή κακώς, αυτό είναι άλλη ιστορία- εξάψει τα πάθη.
Ο κατευνασμός, όμως, δεν πρέπει να δίνει την αίσθηση αδυναμίας. Τέτοια αίσθηση δεν δίδεται για πρώτη φορά, με πιο χτυπητή από τις προηγούμενες περιπτώσεις τη μεγάλη, στα όρια της ακύρωσης, καθυστέρηση υλοποίησης του (αμφισβητήσιμου, κατά τη γνώμη μου, αλλά κι αυτό είναι άλλη ιστορία) μέτρου της «πανεπιστημιακής αστυνομίας».
Γενικότερα για τις μεταρρυθμίσεις ισχύει ότι δεν έχουν νόημα χωρίς το πέρασμα στην πράξη. Δεν υπάρχει μεταρρύθμιση χωρίς την τόλμη έμπρακτης υπεράσπισής της. Μεταρρύθμιση στα λόγια ή μόνο στο γράμμα του νόμου είναι αντι-μεταρρύθμιση. Κι αυτό θα πρέπει να το έχει υπόψη της κάθε κυβέρνηση, αλλά κυρίως εκείνη που διεκδικεί μεταρρυθμιστικό πρόσημο.