Η περίπτωση του επαγγελματία φωτογράφου Νικολάι Μποκάν, από το Μπατούρνι της επαρχίας Τσερνίγκοφ, είναι ιδιαίτερη και ξεχωριστή, γιατί με την φωτογραφική του μηχανή, αποτύπωσε την τραγωδία της ίδιας του της οικογένειας, κατά την διάρκεια του τεχνητού, εσκεμμένου και εγκληματικού λιμού.
Είδαμε στα προηγούμενα σημειώματά μας, το τρόπο με τον οποίο αποτύπωσαν το Γκολοντομόρ οι ξένοι δημοσιογράφοι και φωτογράφοι που βρέθηκαν εκείνη την εποχή στην Ουκρανία και την Νότια Ρωσία.
Ήταν όμως ξένοι, ήταν αυτόπτες μάρτυρες μεν, αλλά παρέμεναν ξένοι προς την τραγωδία που έζησε ο δυστυχισμένος πληθυσμός στο βωμό των μεγαλεπήβολων σχεδίων της κομμουνιστικής εξουσίας.
Ο Νικολάι Μποκάν ήταν οπαδός της διδασκαλίας του Ρώσου συγγραφέα Λεβ Τολστόι. Ως μέλος του θρησκευτικού, κατ’ ουσίαν, αυτού κινήματος, είχε ταχθεί κατά της άσκησης βίας ενάντια στο κακό, αρνήθηκε να υπηρετήσει στον στρατό, απέρριψε τα πλούτη και θεωρούσε πως οι πνευματικές αξίες είναι υπεράνω των υλικών.
Όπως και η πλειονότητα των μελών αυτού του κινήματος, έτσι και ο Νικολάι Μποκάν στην αρχή υποστήριξε τους Μπολσεβίκους, αλλά η βίωση της κομμουνιστικής πραγματικότητας υποχρέωσε τα μέλη της ίδιας του της οικογένειας να στραφούν εναντίον του, με επικεφαλής την σύζυγό του Βασιλίσα. Σύντομα, η θέρμη με την οποία ο Νικολάι Μποκάν υποστήριζε τους Μπολσεβίκους, υποχώρησε.
Στα μέσα του 1932 η οικογένεια του Μποκάν, η οποία αριθμούσε την εποχή εκείνη επτά παιδιά, άρχισε να βιώνει την πείνα που προκάλεσε η εκστρατεία κατά των κουλάκων, αλλά και της βίαιης μεταφορών πόρων και ανθρώπων, από το χωριό στις πόλεις στο πλαίσιο της πολιτικής εκβιομηχάνισης της Ρωσίας κατά τα μπολσεβικικά πρότυπα.
Ως φωτογράφος δεν μπορούσε πια να κερδίσει τα προς το ζειν. Δεν υπήρχε πλέον πελατεία, ενώ υπήρχαν περίπου 70 άτομα, τα οποία είχε φωτογραφίσει, αλλά δεν τον πλήρωσαν ποτέ.
Είναι η εποχή, κατά την οποία, άρχισε να αποτυπώνει με τον φακό του όλα όσα ζούσε η οικογένειά του, σημειώνοντας σε κάθε φωτογραφία: «300 ημέρες (τριακόσιες), χωρίς ένα κομμάτι ψωμί για το φτωχό μας τραπέζι».
Την ίδια στιγμή, στο σημειωματάριο του έγραφε: «Όταν πήραν το στάρι, οι τιμές στα άλλα προϊόντα τα έκαναν απρόσιτα. Ήρθε η ώρα να σκεφτώ πως θα σώσω τα παιδιά από τον θάνατο».
Το Ιούνιο του 1932 ο Νικολάι Μποκάν ανάγκασε τον 25χρονο γιο του Βλαντίμιρ να φύγει από το σπίτι και να προσπαθήσει να βρει δουλειά και να ζήσει ανεξάρτητα.
Ο Βλαντίμιρ είχε τραυματιστεί σοβαρά στα μάτια όταν ήταν παιδί, μα ο πατέρας του δεν τα θεωρούσε ικανή δικαιολογία ώστε να συνεχίσει να ζει με την οικογένεια κατά την διάρκεια της πείνας. Η σύγκρουση ανάμεσα στον πατέρα και τον γιο ήταν αναπόφευκτη. Ο Βλαντίμιρ, μάλιστα, έσπασε τα τζάμια των παραθύρων και απείλησε πως θα βάλει φωτιά στο σπίτι. Κατηγορούσε τον πατέρα του πως δεν μπορεί να θρέψει την οικογένεια.
Τελικά, κατάφερε να βρει δουλειά στην ελαιουργία στο Μπατούριν. «Ζητανιά, εκβιασμοί, αλητεία», έτσι περιέγραψε την ζωή του γιο του ο Νικολάι Μποκάν, όταν εκείνος έφυγε, τελικά από το πατρικό του σπίτι.
Την άνοιξη του 1932 όταν ο λιμός ήταν στο αποκορύφωμά του και η οικογένεια του Νικολάι Μποκάν δεν είχε δει ένα κομμάτι ψωμί στο τραπέζι της επί δέκα ολόκληρους μήνες, ο 22χρονος γιος του, Κωνσταντίν, πήγε σε ένα κολχόζ να δουλέψει. Προφανώς, ήταν δική του πρωτοβουλία, αφού ο πατέρας του είχε ταχθεί κατά της κολεκτιβοποίησης.
Επιστρέφοντας μία ημέρα από την δουλειά, ο αδύναμος Κωνσταντίν, ξάπλωσε στο χορτάρι και δύο ώρες αργότερα ξεψύχησε. Η Νικολάι Μποκάν, παρά τον πόνο του πατέρα, αποφάσισε να τον φωτογραφίσει έτσι όπως κειτόταν νεκρός στο χωράφι.
«Για δύο μήνες δουλειά στο κολχόζ, η αμοιβή του ήταν ο θάνατος», έγραψε στο σημειωματάριό του.
Στο κολχόζ το φαγητό που έδιναν στον Κωνσταντίν και στους υπόλοιπους ήταν αλεσμένο φαγόπυρο. Ο ίδιος, για να διασκεδάσει την πείνα του, μετά από συμβουλές των συναδελφων του είχε αρχίσει, επιπλέον, να καπνίζει.
Στο σημειωματάριο του Νικολάι Μποκάν διαβάζουμε: «Από αυτό το φαγητό ψοφούσαν τα ζώα. Κάτι τέτοιο, δεν θα μπορούσε να συμβεί αν δούλευε σε κάποιο αφεντικό, όσο σκληρό κι αν ήταν. Θα μπορούσε να τον παρατήσει και να πάει σε άλλον. Αν όμως όλα είναι «οργανωμένα» πού μπορείς να πας;»
Ο Νικολάι Μποκάν μετέφερε το άψυχο κορμί του γιου του στο νεκροταφείο. Στον τάφο του έβαλε την πινακίδα: «Πέθανε 30 Ιουνίου 1933 στο χωράφι από την βαριές δουλειές στο κολχόζ και από την πείνα».
Στα τέλη του 1937 η Ν.K.V.D. συνέλαβε τον Νικολάι Μποκάν και τον γιο του Μπορίς. Κατηγορήθηκαν για αντισοβιετική αγκιτάτσια και προπαγάνδα. Κατά την διάρκεια της έρευνας κατάσχεσαν 42 φωτογραφίες και 20 αρνητικά. Ήταν μέρος των αποδεικτικών στοιχείων «αντεπαναστατικής δράσης». Ο Νικολάι Μποκάν καταδικάστηκε σε οκτώ χρόνια καταναγκαστικών έργων, ενώ ο γιος του σε πέντε. Εξέτισαν τις ποινές τους στα στρατόπεδα Γκουλάγκ. Ο Μπορίς πέθανε στα τέλη του 1932, ενώ ο πατέρας του την άνοιξη του 1942.