Του Γαβριήλ Χ. Σερέτη
Το ότι η πραγματικότητα γράφει τα καλύτερα σενάρια είναι σχεδόν πανθομολογούμενο. Το αν και στις μέρες μας συμβαίνουν θαύματα, αυτό μέλλει να αποδειχθεί. Το βέβαιον είναι πως στο πρόσωπο του Ζέιν Αλ Ραφία, του μικρού πρωταγωνιστή της ταινίας -γροθιά στο στομάχι- «Καπερναούμ», που απέσπασε το τελευταίο ειδικό βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Κανών και ήταν ανάμεσα στις υποψήφιες για Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, δεν βρήκαν μόνο οι «New York Times» μια από τις κορυφαίες ηθοποιίες της προηγούμενης χρονιάς, ρισκάροντας την εκτίμηση ότι «μια φορά στο τόσο φεύγεις από το σινεμά έχοντας δει μια ερμηνεία που κοροϊδεύει όλες όσες προηγήθηκαν για το ίδιο θέμα». Δεν ανακάλυψε ο κόσμος έναν ανήλικο Τζέιμς Ντιν, έναν Ολιβερ Τουίστ της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Η πραγματικά σπαρακτική κινηματογραφική μυθοπλασία, το δημιούργημα μιας Λιβανέζας σκηνοθέτιδας, της Ναντίν Λαμπακί, γύρω από το εύρημα της μήνυσης ενός 12χρονου εναντίον των γονιών του επειδή... τον έφεραν στη ζωή, μετατράπηκε σε εφαλτήριο για τον καθένα που θέλει να πιστοποιήσει πώς είναι η ζωή γι'' αυτούς που έμαθαν να σαλπάρουν με όλους τους ανέμους, από τότε που ο άνεμος τους εναντιώθηκε. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η ζωή του εφήβου Ζέιν, εντός -κυρίως εκτός- οθόνης έγινε αφορμή για να διακριβωθεί ποια είναι η συνέχεια του «όταν η συνέχεια γίνεται ζόρικη, οι ζόρικοι συνεχίζουν».
Κι αυτό γιατί οι κινηματογραφικές αίθουσες, όπου προβάλλεται η αθέατη πλευρά της πρώην και υπό διαμόρφωση κοσμοπολίτικης Ελβετίας της Μέσης Ανατολής, μια σύγχρονη παραβολή της θεραπείας του παράλυτου, σε ένα χαοτικό περιβάλλον βίας και απελπισίας, έγιναν αφορμή και για τη δημιουργία μιας τρισδιάστατης οθόνης προβολής της πραγματικής ζωής ενός χαρακτηριστικού εκπροσώπου της προσφυγιάς. Της καλής εκδοχής της κατάληξης της σύγχρονης ντροπής για τον πολιτισμό και τον ανθρωπισμό. Ενός παιδιού που, σε αντίθεση με τα χιλιάδες άλλα που άφησαν την τελευταία τους πνοή κάτω από μια αναποδογυρισμένη βάρκα ή σε κολαστήρια τύπου Μόρια, ζει το... θαύμα του.
Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο πραγματικός Ζέιν, γεννημένος στη Συρία πριν από 15 χρόνια, βρέθηκε «εξόριστος», όπως και ένα εκατομμύριο Σύροι, στον Λίβανο, μαζί με την οικογένειά του, το 2012, έχοντας εγκαταλείψει την εμπόλεμη περιοχή στην Ντάρα, στον νότο της χώρας όπου εδώ και σχεδόν δέκα χρόνια αντιπαλεύουν ισχυροί και ανίσχυροι.
Στην ταινία «παριστάνει» ένα παιδί που εγκαταλείπει το σπίτι του επειδή οι γονείς του είναι αναγκασμένοι να πουλήσουν-παντρέψουν την αδελφή του για λίγες κότες, με τις οποίες θα κοροϊδέψουν την πείνα και την ντροπή τους. Παριστάνει ένα από τα χιλιάδες παιδιά που ζουν τη φρίκη των καθημερινών πολέμων εν καιρώ ειρήνης.
Εγκαταλειμμένα, πολλές φορές αδήλωτα, χωρίς γονείς, αόρατα, στις προσφυγικές συνοικίες, στις φυλακές, στα αναμορφωτήρια, σε ελεεινά παραπήγματα, στο περιθώριο. Αναλφάβητα, δίπλα σε δουλεμπόρους και διακινητές, χωρίς κανείς να ασχολείται με το πώς ζουν, με τους ζωντανούς ή τους πραγματικούς θανάτους τους. Δίπλα σε «ενήλικους» που τα προσπερνούν, δεν τα κοιτούν καν όταν ζητιανεύουν στα φανάρια ή στρίβουν τρέχοντας στη γωνία του στενού. Προδήλως σε μια υποκριτική, εκτός κινηματογράφου, προσπάθεια να μην αναγνωρίσουν και να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.
Στην πραγματικότητα, αν αφαιρέσεις ότι ο Ζέιν έχει γονείς, όλα τα άλλα είναι απαράλλαχτα με την ταινία και τον ρόλο. Παίζει τη ζωή του.
Αναλφάβητος και ο ίδιος, δούλευε στους δρόμους και πιθανότατα σκέφτηκε να πει κι αυτός σε αυτούς που τον έφεραν στον κόσμο, την ατάκα του Ζέιν της ταινίας: γιατί με φέρατε στον κόσμο αν δεν ξέρετε τι να με κάνετε, αν δεν μπορείτε να με φροντίσετε, αν δεν μπορείτε ούτε καν να με αγαπήσετε; Μην κάνετε παιδιά, εφόσον δεν υπάρχει τίποτα να τους δώσετε, παρά μόνο μια ζωή που δεν τους αξίζει».
Εκεί, στους δρόμους των προσφυγικών καταυλισμών τον βρήκε και η σκηνοθέτις της ταινίας. Και του ζήτησε να παίξει τον εαυτό του. Έναν 12χρονο, αν και εξαιτίας του υποσιτισμού έμοιαζε με επτάχρονο. Να αποτυπώσει το πραγματικό «Καπερναούμ», που στα γαλλικά χρησιμοποιείται ως κάτι που σημαίνει «χάος», αλλά και «θαύμα». Το οργισμένο «μούτρο» με τα θλιμμένα μάτια, στη διάρκεια των γυρισμάτων μπαινόβγαινε στη φυλακή γιατί δεν είχε χαρτιά.
Δεν ήξερε να γράφει ούτε το όνομά του. Κι όμως, το άγριο βλέμμα του είχε ήδη κάτι σοφό. Και, έχοντας ζήσει στην άβυσσο, έβλεπε πια τα πάντα εύκολα. Οπως είπε χαρακτηριστικά στους δημοσιογράφους στις Κάνες, μετά την αποθέωσή του από τους φωτογράφους στο κόκκινο χαλί, και το χειροκρότημα που διήρκεσε πάνω από ένα τέταρτο της ώρας, «ήταν πολύ εύκολο, μου ζήτησε (σ.σ. η σκηνοθέτις) να είμαι στενοχωρημένος, κάποιες στιγμές χαρούμενος, αυτό είναι όλο».
Λίγο μετά την ολοκλήρωση του «θριάμβου» στη Γαλλική Ριβιέρα, η οικογένεια Αλ Ραφία δεχόταν μια επιστολή από την ύπατη αρμοστεία του ΟΗΕ. Τους ενημέρωνε πως μπορούσαν να μετοικήσουν στη Νορβηγία. Τον Αύγουστο του 2018, μπήκε με τους γονείς του στο αεροπλάνο που θα τους οδηγούσε στη σκανδιναβική χώρα. Ανήκε πλέον στο 1% αυτών που το καταφέρνουν παγκοσμίως, ξεπλένοντας (;) αμαρτήματα των ιθυνόντων. Τώρα ο Ζέιν έχει δικό του δωμάτιο και μαθαίνει γράμματα στο σχολείο για πρώτη φορά στη ζωή του.
Προσπαθεί να ξαναζήσει τη χαμένη του (;) παιδικότητα. Να παίξει με κανονικά παιχνίδια κι όχι με μαχαίρια και σκουπίδια. Το πρόβλημά του είναι πια πώς να ξυπνήσει στην ώρα του για να προλάβει το σχολικό των οκτώ. Η Ναντίν Λαμπακί, η σκηνοθέτις της ταινίας, θυμάται την ώρα του αποχωρισμού τους. Τον πήγα στο αεροδρόμιο. Λίγο νωρίτερα τον έβλεπα να ρίχνει μια τελευταία ματιά από την ταράτσα του σπιτιού τους στους δρόμους όπου έζησε για οκτώ χρόνια τη φρίκη της προσφυγιάς. Μου είπε ότι θα του έλειπαν τα ξαδέλφια του, τα πουλιά του, η ζωή του!».
Το χαμόγελο του Ζέιν, που γέμισε την οθόνη στο τελευταίο πλάνο της ταινίας, πέρασε στην αιωνιότητα. Όπως τα θαύματα. Τώρα πρέπει να πάρει την «τρίτη» του ζωή στα χέρια του, όπως πήρε την ταινία. Αυτό είναι όλο.
* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος» στις 22.3.2019.