Του Γιάννη Παντελάκη
Από τότε που δόθηκαν οι τέσσερις τηλεοπτικές άδειες σε ισάριθμους επιχειρηματίες, παρατηρείται ένα ενδιαφέρον φαινόμενο. Καναλάρχες, σχολιαστές, δημοσιογράφοι και γενικότερα δημοσιολογούντες διαπίστωσαν ξαφνικά πως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ καταστρέφει τη χώρα! Έως τότε, έως τη στιγμή εκείνη δηλαδή που δημοσιοποιήθηκαν τα αποτελέσματα του διαγωνισμού με τα οποία τους απέκλειαν τη δυνατότητα να συνεχίσουν να εκπέμπουν τα κανάλια που κατέχουν ή εργάζονται, η στάση τους απέναντι στην κυβέρνηση ήταν εντυπωσιακά διαφορετική. Κινείτο μεταξύ ανοχής και ολόθερμης στήριξης.
Η πολιτική αυτή μετάλλαξη, όταν προέρχεται από έναν καναλάρχη (π.χ. Κοντομηνά), μπορεί να θεωρηθεί –με αρκετές δόσεις κυνισμού– έως και ειλικρινής και δικαιολογημένη. Δεν μου έδωσες άδεια αν και σε στήριξα, ξιφουλκώ εναντίον σου. Έστω και αν το κάνω μ'' έναν αφελή τρόπο («Εγώ τους βοήθησα, γιατί είναι νέοι άνθρωποι και πίστευα ότι θα βοηθήσουν τη χώρα, αλλά η πολιτική τους και οι επιλογές τους στην Οικονομία οδηγούν τη χώρα στην καταστροφή») που με εκθέτει. Είναι σίγουρο πως αν έπαιρνε άδεια, η δήλωσή του θα περιοριζόταν στο πρώτο μόνο σκέλος, θα σταματούσε πριν την λέξη «αλλά».
Εκείνο που δεν δικαιολογείται είναι ανάλογη στάση να κρατάνε δημοσιογράφοι, όσοι δημοσιογράφοι ανακαλύπτουν τις τελευταίες ημέρες πως η κυβέρνηση καταστρέφει τη χώρα και όσοι δημοσιογράφοι αφήνουν υπονοούμενα (υπό τύπου απειλής) για αποκαλύψεις. Τους ακούμε και τους διαβάζουμε καθημερινά. Ο Αλέξης έπαψε να είναι αυτό που πίστευαν, τους πρόδωσε, ακύρωσε τις ελπίδες που είχαν στηρίξει επάνω του.
Και αυτό όχι επειδή ακολουθεί εδώ και ενάμιση χρόνο μια ανερμάτιστη πολιτική που έχει οδηγήσει σε αδιέξοδα, τότε δεν έβλεπαν κάτι τέτοιο. Αλλά επειδή μεσολάβησε αυτός ο αμφισβητούμενος διαγωνισμός για τις άδειες. Οι δημοσιογράφοι δεν (θα έπρεπε να) λειτουργούν με βάσει τα συμφέροντα του επιχειρηματία (έστω και αν πρόκειται για τον εργοδότη τους). Αποτελεί στοιχειώδη κανόνα αυτό.
Ένα από τα καλά μυαλά της ελληνικής δημοσιογραφίας, ο Λέων Καραπαναγιώτης, σε μια από τις δημόσιες παρεμβάσεις του, είχε αναφερθεί σε τρεις κατά κάποιο τρόπο κανόνες, που έπρεπε να συνοδεύουν έναν δημοσιογράφο. Συνοπτικά: α) δεν μπορεί να είναι πρωταγωνιστές των γεγονότων, δεν είναι δουλειά τους να τα δημιουργούν αλλά να τα καταγράφουν β) η σχέση του δημοσιογράφου με τον πολιτικό, τον μεγάλο επιχειρηματία και τον τραπεζίτη είναι εξαιρετικά δύσκολη, δεν βρίσκονται στην ίδια πλευρά του λόφου και αν βρεθούν, τότε οι δημοσιογράφοι έχουν προδώσει τους αναγνώστες, τηλεθεατές και ακροατές τους γ) ο δημοσιογράφος δεν μπορεί να είναι μεσολαβητής, ούτε διαχειριστής στην επίλυση διαφορών των προσώπων της εξουσίας.
Στη δημοσιογραφία της εποχής μας, ένα σημαντικό (και μάλλον το πιο ισχυρό) κομμάτι της δημοσιογραφίας δεν ακολουθεί κανέναν από τους κανόνες αυτούς. Δημοσιογράφοι διαμορφώνουν τα γεγονότα, δημοσιογράφοι ταυτίζονται με ισχυρά κέντρα εξουσίας, δημοσιογράφοι μεσολαβούν για να διευθετηθούν οι διαφορές μεταξύ εκπροσώπων της εξουσίας. Δημοσιογράφοι που ακόμα και στην καταγραφή των γεγονότων (στην αρθρογραφία και τον σχολιασμό προφανώς και εκφράζουν τις υποκειμενικές τους απόψεις) συμπεριφέρονται ως παρακολουθήματα κομματικών ή επιχειρηματικών απόψεων.
Το φαινόμενο μπορεί να αφορά λίγους, αλλά, επειδή πρόκειται για προβεβλημένα πρόσωπα, φαίνεται σαν ν'' αφορά σ'' ένα ολόκληρο κλάδο. Και, σίγουρα, αφορά ολόκληρη την κοινωνία, η οποία γίνεται αποδέκτης αυτής της συμπεριφοράς και σε σημαντικό βαθμό επηρεάζονται οι επιλογές της από αυτήν.
Όλοι μπορούμε να φανταστούμε πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα, αν οι δημοσιογράφοι κάναμε στοιχειωδώς καλά τη δουλειά μας. Αν δεν προσαρμοζόμαστε τόσο εύκολα στις κομματικές ή επιχειρηματικές επιδιώξεις. Αν απλά καταγράφαμε όσο πιο αντικειμενικά είναι δυνατόν την αλήθεια και αφήναμε τον αναγνώστη - τηλεθεατή - ακροατή να κρίνει. Αν δεν γινόμαστε μέρος του προβλήματος και παραμέναμε από την άλλη πλευρά του λόφου…