Οι αποφάσεις της Κομισιόν για τη στήριξη της ευρωπαϊκής οικονομίας αποκαθιστούν την ορατότητα στην οικονομία, αλλά ταυτόχρονα αποδυναμώνουν και τις αντιευρωπαϊκές φωνές σε χώρες της περιφέρειας, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, σημειώνει στο liberal.gr ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο και Γενικός διευθυντής στο ΕΛΙΑΜΕΠ, Γιώργος Παγουλάτος.
Η απόφαση της Κομισιόν ενισχύει την ψυχολογία καταναλωτών και επιχειρήσεων, εμπνέει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην Ευρώπη, αλλά εκ των πραγμάτων απομονώνει και τις αντιευρωπαϊκές φωνές, καθώς και όλους εκείνους που είχαν σπεύσει την προηγούμενη δεκαετία να υποτιμήσουν το μεγάλο πολιτικο κεφάλαιο που έχει επενδυθεί στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, σημειώνει χαρακτηριστικά ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Χαρακτηρίζει το ευρωπαϊκό πακέτο ως μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα, μιλά για την ευθύνη της κυβέρνησης ως προς την απορρόφηση των πόρων και σημειώνει ότι την επόμενη τετραετία θα πέσουν στην οικονομία κεφάλαια ίσα με το 12% του ΑΕΠ.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη:
- Χθες ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Β.Ντομπρόβσκις, επισήμανε ότι η Ελλάδα δεν θα αντιμετωπιστεί διαφορετικά όσον αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης σε σχέση με άλλες χώρες, παρ’ ότι αυτή βρίσκεται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας. Τι σημαίνει αυτό;
Η αιρεσιμότητα του Ταμείου είναι πολύ περιορισμένη και πολύ διαφορετική απ’ όλα όσα έχουμε γνωρίσει στο παρελθόν, δηλαδή τα δάνεια των μνημονίων και το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας. Οι μοναδικές αιρέσεις θα είναι αυτές που αφορούν στον τρόπο αξιοποίησης των πόρων με βάση τα όσα θα έχουμε νωρίτερα συμφωνήσει με την Κομισιόν. Είναι ένα πολύ θετικό νέο για την Ελλάδα υπό την έννοια ότι τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης θα δοθούν με τους ίδιους όρους που θα ισχύσουν και για τις άλλες χώρες. Θα έχουμε την δυνατότητα ως χώρα να υποβάλουμε το δικό μας πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, τις οποίες φυσικά και θα πρέπει να τηρήσουμε.
Εξαιρετικά θετικό και το γεγονός ότι χθες ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν άφησε να εννοηθεί πως θα υπάρξουν διευκολύνσεις στην ικανοποίηση των παράλληλων μεταμνημονιακών δεσμεύσεων της Ελλάδας. Εννοούσε προφανώς τις μεταρρυθμίσεις που έχει συμφωνήσει να φέρει σε πέρας η χώρα.
- Καταλήγουμε επομένως σε αυτό που έχει επισημανθεί πολλές φορές ότι εναπόκειται στην Ελλάδα να μην χάσει την ευκαιρία, σωστά;
Ο έλεγχος από τα θεσμικά ευρωπαϊκά όργανα θα αφορά μόνο την νομιμότητα και την χρηστή διαχείριση των κονδυλίων. Αυτό παρέχει μεγάλη αυτονομία στην ελληνική κυβέρνηση, αλλά και μεγάλη ευθύνη να απορροφήσει τους πόρους έτσι ώστε να διευρύνει την παραγωγική δυνατότητα της χώρας, να στηρίξει την απασχόληση, τις επενδύσεις και να υποστηρίξει την μετάβαση στην ψηφιακή οικονομία και στην πράσινη ανάπτυξη, τα πρώτα βήματα της οποίας βλέπουμε να γίνονται, όπως χθες στο μέτωπο της ηλεκτροκίνησης.
-Επίσης ενδιαφέρον έχει και η χθεσινή αναφορά του επικεφαλής της Κομισιόν ότι η ελληνική οικονομία σήμερα δεν έχει καμία σχέση με εκείνη δέκα χρόνια πριν, ότι αυτή τη φορά όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά για τη χώρα. Tελικά η κατάσταση είναι καλύτερη απ’ ότι υπολογίζαμε πριν από δύο μήνες;
Τα πράγματα φαίνονται αρκετά καλύτερα από τους αρχικούς υπολογισμούς καθώς αυτό που κάνει την διαφορά είναι το πολύ μεγάλο “πακέτο”, δηλαδή το “Next Generation EU” με το πολύ μεγάλο μερίδιο των επιχορηγήσεων έναντι των δανείων, ακόμη και αν αυτό μειωθεί στο πλαίσιο της επικείμενης διαπραγμάτευσης στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Εξαιρετικά θετική είναι και η πολύ υψηλή συμμετοχή των πόρων αυτών σε όρους ΑΕΠ για την περίπτωση της Ελλάδος σε βαθμό μεγαλύτερο από κάθε άλλη χώρα-μέλος.
Σκεφτείτε ότι με βάση τις καθαρές επιδοτήσεις, η Ελλάδα πρόκειται μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια να λάβει κονδύλια ίσα με το 12% του ΑΕΠ της, έναντι ποσοστών πολύ χαμηλότερων για την Ισπανία και την Ιταλία.
-Με βάση και τα παραπάνω είναι σωστό να πούμε ότι διαψεύδονται οι αρχικές δυσοίωνες προβλέψεις των ξένων οίκων για την Ελλάδα ή είναι ακόμη νωρίς να το πούμε;
Η ενσωμάτωση της προσδοκίας για εισροή όλων αυτών των πόρων από το 2021 και μετά, αλλά και η ρευστότητα στην οποία θα έχει πρόσβαση από φέτος η ελληνική οικονομία, σημαίνουν ότι οι εκτιμήσεις των παραγόντων της αγοράς είναι πλέον πολύ πιο θετικές απ’ ότι πριν από δύο μήνες. Τότε υπήρχε ο φόβος μιας πίεσης για μεγάλη δημοσιονομική λιτότητα αμέσως μετά την έξοδο από την πανδημία, προκειμένου να μειωθεί το πολύ μεγάλο έλλειμμα που θα κληροδοτήσει η κρίση, ειδικά στις χώρες της περιφέρειας, όπως η Ελλάδα.
Όμως η εισροή όλων αυτών των 32 δισ. ευρώ σημαίνει ότι από του χρόνου αυξάνεται ο δημοσιονομικός χώρος που θα έχει η οικονομία, γεγονός που θα διευκολύνει μια ευκολότερη ανάκαμψη από το 2021 και μετά. Αυτή η θετική προσδοκία θα επηρεάσει θετικά την ψυχολογία αλλά και τις αποφάσεις επιχειρήσεων και καταναλωτών και για το 2020. Σε αυτό βοηθά και το γεγονός ότι η Ελλάδα ανταπεξήλθε επιτυχώς στο υγειονομικό σκέλος της πανδημίας και είναι σε θέση να ανοίξει τα σύνορά της πιο γρήγορα και με ασφάλεια έναντι άλλων ευρωπαϊκών χωρών και επομένως να διασώσει ένα σημαντικό μέρος της τουριστικής σεζόν. "Γυρίζει" με άλλα λόγια, η ψυχολογία καταναλωτών και επιχειρήσεων.
- Βέβαια να πούμε ότι αυτό είναι το καλό σενάριο, οι προκλήσεις μπροστά είναι ακόμη πολλές…
Οι δυσκολίες και οι προκλήσεις είναι δεδομένες, όπως επίσης και το πλήγμα που έφερε η κρίση στην απασχόληση και στην κεφαλαιακή εικόνα πολλών επιχειρήσεων, ωστόσο οι αποφάσεις της ΕΕ εμπνέουν πολύ μεγαλύτερη αισιοδοξία για ταχύτερη επάνοδο στην ομαλότητα. Βλέπω μπροστά μια θετική προοπτική, αποκαθίσταται η ορατότητα για την ελληνική οικονομία. Ορατότητα που συνδέεται προφανώς με την γενικότερη προοπτική που αποφάσισε να δώσει η ΕΕ για τον εαυτό της.
- Σε πολιτικό επίπεδο η απόφαση της Κομισιόν εμπνέει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη των πολιτών στην ίδια την Ευρώπη;
Είναι μια παράπλευρη ωφέλεια εκτός της οικονομικής. Η απόφαση της Κομισιόν αποδυναμώνει τις αντιευρωπαϊκές φωνές σε χώρες της περιφέρειας, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, εμπνέει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην Ευρώπη και αποδεικνύει για μια ακόμη φορά ότι η ΕΕ μπορεί να επιδείξει αλληλεγγύη, στηρίζοντας την ώρα της ανάγκης τα μέλη της, αλλά και ένστικτο αυτοσυντήρησης. Αρκετοί είχαν κάνει το λάθος, την προηγούμενη δεκαετία, να υποτιμήσουν αυτό το ένστικτο αυτοσυντήρησης, όπως επίσης και το μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο που έχει επενδυθεί στην ευρωπαϊκή ενοποίηση.
*Ο Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο και Γενικός διευθυντής στο ΕΛΙΑΜΕΠ