Της Μαρίας Χούκλη
Δυο μετα-καλοκαιρινές δημοσκοπήσεις καταλήγουν στο ίδιο εύρημα: οι πολίτες, στην πλειονότητά τους, είναι θυμωμένοι, ανήσυχοι, φοβισμένοι και το χειρότερο, απογοητευμένοι. Χειρότερο, γιατί ο θυμός, η ανησυχία και ο φόβος είναι ενεργά συναισθήματα. Κάτι δονείται μέσα μας έστω και αν έχει αρνητικό πρόσημο, κάτι πυρπολεί το μυαλό μας, δεν χωράμε σε αυτό που μας συμβαίνει και θέλουμε, ψάχνουμε να το αλλάξουμε.
Αντιθέτως, η απογοήτευση είναι αδρανής κατάσταση. Παρακολουθείς παραλυμένος τη βοή του κόσμου, συνοφρυωμένα αδιάφορος, χωρίς να σου προκαλούν ένταση, εσωτερική εξέγερση και διάθεση να αλλάξεις τις αιτίες της δυσφορίας σου. Ακόμη και όταν τις εντοπίζεις.
Μεταξύ μας, δεν χρειάζεται καμία έρευνα για να διαγνώσεις το προφανές. Στη δουλειά, στις παρέες, στις κοινωνικές επαφές, ακόμη και στις πιο απλές συναλλαγές της καθημερινότητας, το ίζημα των συζητήσεων είναι κοινό, η στιφή αποδοχή της διαπίστωσης, ότι τίποτα δεν πάει καλά. Όλοι ξέρουμε τι δεν μας αρέσει, τι δεν γίνεται σωστά, τις εκτροπές, την αντικανονικότητα, αλλά έπαψαν πια οι καυγάδες, έπεσαν τα ντεσιμπέλ, καταλήγουμε γρήγορα στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει σωτηρία.
Όλα είναι απομαγεμένα, ακόμη και ό,τι φαντάζει καλύτερο από το χειρότερο.
Ο Μαξ Βέμπερ, εκατό χρόνια πριν, είχε μιλήσει για το disenchantment of world, σημειώνοντας ότι στο δυτικό πολιτισμό η «μαγεία» παύει να αποτελεί τεχνική σωτηρίας. Ο πολιτικός ορθολογισμός εξοβελίζει τη θρησκεία. Οι πάσης φύσεως θεοί μπορεί να επιβιώνουν, αλλά η εξουσία τους ουσιαστικά έχει πεθάνει με την ανάδυση του Κράτους και των υποκειμένων του.
Ελάχιστα, πάντως, μας παρηγορεί η θεωρητική προσέγγιση της απομάγευσης του κόσμου. Δεν μπορεί να θεραπεύσει την οδύνη που νοιώθουν όλο και περισσότεροι άνθρωποι, επειδή δεν βρίσκουν πλέον χώρο να εκφράσουν τη δυσθυμία τους, δεν υπάρχει κανείς να τους ακούσει, καμία εξουσία μικρή ή μεγάλη, καμία συλλογική οργάνωση να βοηθήσει στην ανακούφισή τους. Να βρει ή να προτείνει λύσεις που θα άρουν το ακατανόητο της νέας εποχής που αναπνέει ερήμην μας, φεύγει σαν καράβι αφήνοντάς μας στην ακτή.
Δεν έχουμε πού και τι να πιστέψουμε, λέμε και ξαναλέμε, κουρασμένοι από την βίαιη προσαρμογή στην αληθινή ζωή.
Δεν αρκεί. Ο Γουίλλιαμ Γουόρτσγορθ θα μας συμβούλευε ότι αυτό που χρειαζόμαστε, δεν είναι η θέληση να πιστέψουμε, αλλά η επιθυμία να το αναζητήσουμε.
Ποιος και τι μπορεί να μας κινητοποιήσει;