Είναι τρομακτικά όσα ακούγονται στην επιτροπή που συγκροτήθηκε από την αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων για να διερευνήσει τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου, όταν ομάδα οπαδών του Ντόναλντ Τραμπ εισέβαλε στο Καπιτώλιο για να διακόψει τη ψηφοφορία ανάδειξης του νέου προέδρου από τους εκλέκτορες.
Η ακροαματική διαδικασία ξεκίνησε την Τρίτη και οι πρώτοι που κατέθεσαν ήταν οι αστυνομικοί που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή για να υπερασπιστούν το Καπιτώλιο από τους επίδοξους πραξικοπηματίες και όσα καταθέτουν είναι συγκλονιστικά. Καθαρά και χωρίς περιστροφές υποδεικνύουν τον Ντόναλντ Τραμπ ως υποκινητή των γεγονότων αυτών.
Όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις πιο πολύ από το ίδιο γεγονός έχει σημασία να παρατηρήσουμε πως τοποθετείται ο καθένας απέναντι σε αυτό και κυρίως πόσο πρόθυμη είναι η εκάστοτε κοινωνία και το πολιτικό της σύστημα να τιμωρήσουν παραδειγματικά αυτούς που επιχειρούν να καταλύσουν πολιτεύματα που πηγάζουν από την ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας.
Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα που αυτό τον καιρό έχει επιδοθεί σε έναν άνευ προηγουμένου και απροσχημάτιστο νομικό ακτιβισμό για να περιορίσει τα δικαιώματα ψήφου των μαύρων πολιτών, όχι απλώς δεν ενδιαφέρεται να διερευνηθεί το γεγονός της εισβολής στο Καπιτώλιο και να τιμωρηθεί ο υπεύθυνος αλλά μποϋκοτάρει τη διαδικασία και μπροστά στις κάμερες επιχειρεί να ξαναγράψει την ιστορία.
Είναι σοκαριστικό τον 21ο αιώνα γεγονότα όπως αυτά στις ΗΠΑ, το κέντρο της δυτικής δημοκρατίας, να στοιχίζονται μαζί με τις άλλες ειδήσεις στη ροή και όχι μόνο να μην σταματάει ο χρόνος για δράση και αναστοχασμό αλλά τα αίσχη να εκλογικεύονται, να διαμεσολαβούνται ως νόμιμη και ως εκ τούτου ανεκτή πολιτική δράση.
Υπάρχει μια σύγχυση αναφορικά με τα όρια της ανοχής σε μια δημοκρατία. Μια εισβολή σε κάποια Βουλή στη Δύση δεν είναι δυνατόν να γίνεται αντιληπτή ως «διαφορετική άποψη» που οφείλουμε να σεβόμαστε. Το φαινόμενο είναι διάχυτο και διαρκές και τα γεγονότα του Καπιτωλίου απλώς το οπτικοποιούν με ενάργεια. Αφορά άτομα, κυβερνήσεις και πάνω απ’ όλα οργανωμένες ομάδες που αξιώνουν να μας επιβάλλουν τη βούλησή τους κυριολεκτικά με τη βία.
Δυστυχώς η Δύση εμφανίζεται πολύ ανεκτική απέναντι στον εξτρεμισμό της δεξιάς και της αριστεράς, αρνείται να τον αναγνωρίσει, να τον κατονομάσει και να τον συντρίψει μόνο τον αφήνει να σιγοκαίει.
Είναι εντυπωσιακό που τον 21ο αιώνα κάποιος πρέπει να επιχειρηματολογήσει πάνω στην ανάγκη πάταξης του εξτρεμισμού και την περιθωριοποίηση της άκρας δεξιάς η οποία πλέον αυτοσυστήνεται ως ο καταλύτης για την αντιμετώπιση άλλων κινδύνων. Μόνο που η Άκρα Δεξιά είναι το ίδιο επικίνδυνη με την τρομοκρατία, τον ισλαμοφασισμό, τον αντισυστημισμό που φοράει πολλά και διαφορετικά προσωπεία για να παράξει το ίδιο και απαράλλαχτο πολιτικό αφήγημα.
Διαβάζοντας στα ρεπορτάζ του Διεθνούς Τύπου όσα ακούγονται αυτές τις ημέρες στις ακροάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων είναι δύσκολο να μην θυμηθούμε ένα εμβληματικό, ανάλογο ιστορικό επεισόδιο: Το «Πραξικόπημα της Μπυραρίας» του Αδόλφου Χίτλερ, το Νοέμβριο του 1923.
Ο Χίτλερ και οι στενοί του συνεργάτες έμειναν επί της ουσίας ατιμώρητοι για εκείνη την απόπειρά τους να καταλάβουν δια της βίας την εξουσία. Δέκα χρόνια μετά θα την καταλάμβαναν νομίμως. Η συνέχεια είναι σε όλους γνωστή.