«Ήθελα και ελπίζω να κατάφερα να δώσω μιαν άλλη εικόνα του Δασκάλου, την εικόνα του ενθουσιώδους νέου που ανοίγεται στο άγνωστο και σε κάθε του βήμα ρισκάρει τα πάντα, χωρίς να εξορίζει τα πάθη του», υποστηρίζει η Αργυρώ Μαντόγλου υπογράφοντας την μυθιστορηματική βιογραφία «Τρικυμίες παθών» για τα νεανικά χρόνια του Διαμαντή Κοραή στο Άμστερνταμ, όταν νεαρός έμπορος ήρθε αντιμέτωπος με το μέλλον του.
«Η συνάντηση με τον Κοραή στη νιότη του, έγινε μια μέρα με χιονιά στο Άμστερνταμ, όταν τρέχοντας να βρω καταφύγιο βρέθηκα μπροστά στην πλακέτα που υπάρχει στο σπίτι του, όπου έγραφε στα ελληνικά: “εδώ έζησε ο Αδαμάντιος Κοραής ο Μέγας Διδάσκαλος του Γένους”», μας αποκαλύπτει η συγγραφέας.
«Φυσικά, εκείνη τη στιγμή, πέρα από το δέος που ένιωσα, δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι θα καταλήξω να γράφω γι’ αυτόν, ωστόσο αυτά τα πράγματα λειτουργούν (ευτυχώς) υπογείως και καθορίζονται από ασυνείδητες προδιαθέσεις, συμπτώσεις και εμμονές. Κάπως έτσι ξεκίνησε η δική μου ενασχόληση με αυτή τη σχετικά άγνωστη περίοδο της ζωής του και ταυτόχρονα ανακάλυψα την πολυσχιδή και πολύμορφη προσωπικότητα του Έλληνα σοφού», καταλήγει η Αργυρώ Μαντόγλου και μιλά στο Liberal.gr για όλη αυτή τη διαδρομή: την συνάντηση τους στο Άμστερνταμ, το βιβλίο, την πολυσχιδή προσωπικότητά του, τις συγκρούσεις του.
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
-«Οι τυχαίες συναντήσεις είναι ραντεβού» λέει ο Μπόρχες και η Γερόντισσα Γαβριηλία, «Ο κόσμος γίνεται μια σταλιά για κείνους που είναι να συναντηθούν», πού και πώς συναντήσατε τον Κοραή σας, κυρία Μαντόγλου;
Η συνάντηση με τα κείμενα είναι πολύ παλιά καθώς υπήρχαν βιβλία του στην οικογενειακή βιβλιοθήκη. Διάβαζα τον Κοραή (κυρίως την αλληλογραφία του) όταν ήμουν παιδί, λάτρευα τη γλώσσα του και τον σαρκασμό του, χωρίς, φυσικά, να τα κατανοώ όλα, αλλά η συνάντηση με τον Κοραή στη νιότη του έγινε μια μέρα με χιονιά στο Άμστερνταμ, όταν τρέχοντας να βρω καταφύγιο βρέθηκα μπροστά στην πλακέτα που υπάρχει στο σπίτι του, όπου έγραφε στα ελληνικά: «εδώ έζησε ο Αδαμάντιος Κοραής ο Μέγας Διδάσκαλος του Γένους». Φυσικά, εκείνη τη στιγμή, πέρα από το δέος που ένιωσα, δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι θα καταλήξω να γράφω γι’ αυτόν, ωστόσο αυτά τα πράγματα λειτουργούν (ευτυχώς) υπογείως και καθορίζονται από ασυνείδητες προδιαθέσεις, συμπτώσεις και εμμονές. Κάπως έτσι ξεκίνησε η δική μου ενασχόληση με αυτή τη σχετικά άγνωστη περίοδο της ζωής του και ταυτόχρονα ανακάλυψα την πολυσχιδή και πολύμορφη προσωπικότητα του Έλληνα σοφού.
-Και μάλιστα τον πιεσμένο έμπορο Κοραή, τον διχασμένο και μπερδεμένο και ηττημένο, εκείνο ήταν που σας τράβηξε προς αυτόν; Η λαχτάρα του για τη γλώσσα, το γένος, και τ’ όνειρό του;
Ναι, οι αντιφάσεις της προσωπικότητάς του και το πάθος του για όλα όσα μπορεί να περιέχει μια ζωή. Το γεγονός ότι δεν αρκέστηκε στο ρόλο που του έδωσαν οι γονείς και οι συνέταιροι του, το ρόλο του προνομιούχου εμπόρου και πραματευτή, αλλά η αναζήτηση της μάθησης, της γνώσης και η συνάντηση με τον «φωτισμό» της Δύσης, την εποχή που προαναγγελλόταν και το ξέσπασμα της γαλλικής επανάστασης – της οποίας υπήρξε «αυτόπτης και αυτήκοος» μάρτυς. Βλέπουμε από νωρίς την έννοια του για τη γλώσσα, το μέλημά του για τον εμπλουτισμό της με λέξεις αρχαίας ελληνικής προέλευσης, και τον «καθαρισμό» της από τις τούρκικες και τις αρβανίτικες.
Ως ένα σημείο ταυτίστηκα με τον νεαρό Κοραή, τον συμπάθησα, τον πόνεσα και ένιωσα τον πόθο του για μια ζωή ελεύθερη με επιλογές. Επίσης, με εξέπληξε η αντίφαση ανάμεσα στο πρόσωπο του άπειρου νεαρού εμπόρου και εκείνου του ασκητικού γέροντα σοφού, όπως τον γνωρίζουμε, και αυτή η αντίφαση με ώθησε στο να εντοπίσω τη σχέση ανάμεσα σε αυτές τις επιφανειακά αντίθετες προσωπικότητες αλλά και τα αίτια της μεταστροφής του νεαρού εμπόρου σε διανοούμενο.
-Μας επιλέγουν, τελικά, οι ήρωές μας, κυρία Μαντόγλου;
Ναι, έτσι νομίζω. Υπάρχει κάτι, ένα μυστικό νήμα που δεν σπάει μέσα στο χρόνο και φτάνει σε εμάς, ποιότητες συγγενικές, μηνύματα ανεπίδοτα αλλά πάνω απ' όλα η γλώσσα που ζητάει νέους χειρισμούς και ένα καινούργιο πλαίσιο για να αναβιώσει. Αυτός άλλωστε είναι και ένας από τους στόχους της λογοτεχνίας.
-Κι απ’ ότι διαπιστώνουμε στο καινούργιο βιβλίο σας δίνουν και ραντεβού μεταξύ τους (ο Κοραής των νεανικών χρόνων του με τις γυναίκες στο «Σώμα στη βιτρίνα»). Τι είχε το Άμστερνταμ για τον νεαρό Κοραή ώστε να γίνει αργότερα ο μέγας δάσκαλος του Γένους;
Το Άμστερνταμ υπήρξε κατά τον δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο αιώνα ένα κοσμοπολίτικο εμπορικό κέντρο, όπου οι νέες καινοτόμες ιδέες κυκλοφορούσαν ελεύθερα και πολλοί φιλόσοφοι και διανοητές εξέδιδαν τα έργα τους, γιατί δεν υπήρχε λογοκρισία. Εκεί ο Κοραής (ταυτόχρονα με τις εμπορικές επιχειρήσεις του) έλαβε μαθήματα φιλοσοφίας και μεταφυσικής από τον δάσκαλο του Βύρτον, άνοιξε ο κύκλος των συναναστροφών του, γνώρισε τον μεγάλο του έρωτα, την Μαρί Ζερό, κόρη του Γάλλου σπιτονοικοκύρη του η οποία χάθηκε νωρίς, εν ολίγοις, εκεί βίωσε την ελευθερία επιλογών και αποτόλμησε τον εκδυτικισμό του, παρά τις αντιδράσεις των άλλων Ρωμιών της κοινότητας. Στο Άμστερνταμ ο Κοραής έρχεται στα είκοσι τρία του για να αναλάβει αντιπρόσωπος ενός εμπορικού οίκου, ενώ μέσα του τρέφει τον πόθο της μάθησης, είναι μεν άπειρος αλλά φιλόδοξος και ικανός, με καινοτόμες ιδέες που επιχειρεί να εφαρμόσει και στην επιχείρησή του αλλά και στη διεξαγωγή των εμπορικών συναλλαγών και αυτό ήταν που προκάλεσε την μήνη των συμπατριωτών του.
-Εσείς; Τι συναντήσατε σ’ αυτό;
Ιστορία συμπυκνωμένη, ατμόσφαιρα, ένα ψύχος που διατηρεί τα λόγια στον αέρα και μια σχεδόν μεταφυσική αίσθηση που με κάνει να επιστρέφω – το Άμστερνταμ είναι ένας από τους τόπους των βιβλίων μου.
Σ’ αυτή την πόλη, νιώθω τον χρόνο να υπερβαίνει τον ανθρώπινο χρόνο, η παρουσία του Ρέμπραντ, του Καρτέσιου, του Βολταίρου, του Κοραή μας, αλλά και τόσων και τόσων ανώνυμων αντρών και γυναικών που δεν είχε θέση γι’ αυτούς η Ιστορία, συνθέτουν την ατμόσφαιρα μιας πόλης που διεισδύει μέσα σου, σε μεταμορφώνει και ενίοτε σε υποχρεώνει να επιστρέψεις, επειδή αυτή η πόλη αγαπάει τα φαντάσματά της
-Και πότε καταλάβατε ότι θα γινόταν ο Κοραής αναπόσπαστο μέρος της ζωής σας;
Όταν ολοκληρώνοντας το προηγούμενο βιβλίο μου «Σώμα στη βιτρίνα» συνέχιζα να γράφω για το Άμστερνταμ του Κοραή και επιστρέφοντας στις επιστολές του συνάντησα έναν άλλον άνθρωπο, παθιασμένο και αποφασισμένο, απογοητευμένο και πληγωμένο, ενώ μέσα από τις επιστολές του παραγιού του Σταμάτη Πέτρου στο «Γράμματα από το Άμστερνταμ» δίνεται μια άλλη, εντελώς διαφορετική εικόνα του νεαρού Σμυρνιού. Κάπως έτσι, άρχισα να σχηματίζω, αργά και επίπονα, την εικόνα του άβγαλτου νεαρού Ανατολίτη που βρίσκεται σε ένα ευρωπαϊκό κέντρο εμπορίου, όπου υπήρχε χαλάρωση των ηθών, όλες οι νεωτεριστικές ιδέες κυκλοφορούσαν ελεύθερα και μέλημά μου έγινε να αποδώσω τη σύγκρουση, μάλλον τις συγκρούσεις, τις αναπόφευκτες κρίσεις και τον τρόπο που ο νέος τις διαχειρίστηκε για να δώσω όχι μόνο το περίγραμμα αλλά ένα όσο το δυνατόν ζωντανό πορτρέτο της πολύπλευρης προσωπικότητάς του: την ακονισμένη αυτογνωσία και τον αυτοσαρκασμό που διέθετε από την αυγή της ζωής του.
-Για άλλη μια φορά υποκλίνομαι στην αφηγηματική σας τεχνική: στο ρυθμό και στη γλώσσα, στην ατμόσφαιρα, στο πως ενταχθήκατε μέσα από την αλληλογραφία του στη δική του φλόγα και συντριβή, αλλά με γλωσσικά όπλα και μέσα δικά του. Οι ιστορίες μας είναι που επιλέγουν και την δική τους αφηγηματική;
Ναι, φυσικά. Δεν θα μπορούσα να γράψω για τον Κοραή, παραβλέποντας τη δική του γλώσσα, το στοίχημα για μένα ήταν να εντάξω τη γλώσσα του στη σημερινή μας γλώσσα, να την «μπολιάσω» με το ύφος του, ενσωματώνοντας εκεί που έκρινα απαραίτητο δικές του λέξεις και ρήσεις, διαλέγοντας τη μέση οδό που ο ίδιος υπερασπίστηκε, αλλά ταυτόχρονα να μην προδώσω και τη δική μου φωνή.
-Γιατί η δική σας επιλογή ήταν να μιλήσετε για τον συντετριμμένο, σχεδόν ηττημένο, πού να μη ξέρει ποιος είναι εκείνος που οφείλει να γίνει και πού ανήκει, σχεδόν φλεγόμενο, Αδαμάντιο Κοραή;
Γιατί αυτός ο Κοραής «μίλησε» σε εμένα. Το πάθος του, η σκοτεινή πλευρά του που τον καταδίωκε μέχρι το τέλος, η επινοητικότητα του και η μεγαλοφυΐα που ενοικεί σε έναν νέο αποπροσανατολισμένο άνθρωπο και που μπορεί να τον εξοντώσει, αλλά και να τον πυροδοτήσει. Νομίζω ότι η αντοχή του στην φλόγα της επιθυμίας του τον έσωσε.
-Σε εκείνη τη δύσκολη και δυσδιάκριτη ομιχλώδη εποχή και περιοχή οφείλει εντέλει το μετέπειτα μεγαλείο του και μεγάλο έργο του ο Κοραής;
Είμαι σίγουρη. Εξάλλου το ομολογεί και ο ίδιος πολλές φορές αργότερα. Εκεί φυτεύτηκαν οι σπόροι, εκεί μελέτησε τους αρχαίους, ήρθε σε επαφή με τα φώτα της δύσης, αναμετρήθηκε με τους άλλους Ρωμιούς, ανοίχτηκε στο πέλαγος της γνώσης, αλλά ήρθε και σε επαφή με τον δικό του σκοτεινό εαυτό μέσα από τον έρωτα, τις προδοσίες, τις δοκιμασίες και τις συγκρούσεις.
-Ωστόσο τότε θα μπορούσε και να είχε ηττηθεί; Να συντριβεί; Να γίνει έμπορος, όπως τον επιθυμούσε ο πατέρας του;
Ναι, υπήρξε έμπορος και μάλιστα εν πολλοίς επιτυχημένος και αν δεν τον υπονόμευαν οι ίδιοι οι συνεταίροι του, ο Κοραής μπορεί να είχε μια διαφορετική εξέλιξη. Στα δύσκολα χρόνια που πέρασε στο Άμστερνταμ, μετά τον χαμό της αγαπημένης του και υπό την απειλή της χρεοκοπίας –γεγονότα στα οποία επικεντρώνεται το δικό μου βιβλίο–, μέσα στις δυσκολίες και σε απρόβλεπτα αντίξοες συνθήκες πάρθηκαν οι ριζικές αποφάσεις και συντελέστηκε η πλήρης μεταστροφή του.
-Από τις «Τρικυμίες παθών» και από κάποια μοναχική σοφίτα σαν σκήτη γεννιέται ο αληθινός μελλοντικός μας εαυτός;
Ναι, έτσι συμβαίνει. Ο Κοραής στην μοναχική αετοφωλιά του, στο λιμάνι του Άμστερνταμ, ήρθε αντιμέτωπος με τα πάθη, τις διαψεύσεις, την ακύρωση των προσπαθειών του αλλά και το μέσα του που κρύβει ανεξάντλητες δυνάμεις και αποδεικνύεται και ο μοναδικός σύμμαχός του.
.-Τι σας έμαθε ο Κοραής, τελικά, σ’ αυτή την λογοτεχνική συνάντηση μαζί του;
Νιώθω ότι έφερα εις πέρας ένα χρέος, υπηρέτησα το όραμά του, μελετώντας τα κείμενά του ήθελα να αποδώσω και αυτή του την διάσταση, τη διάσταση του οραματιστή, αλλά ταυτόχρονα να μπολιάσω τη δική μου φωνή με τον υπόγειο σαρκασμό του, εξερευνώντας τις δυνατότητες της ελληνικής γλώσσας που είναι άπειρες.
Η περιπέτεια της γραφής αυτού του χρονικού της παραμονής του νεαρού Διαμαντή στην Ευρώπη μού πήρε χρόνο και αρχικά είχα πολλές αναστολές στο να καταπιαστώ με μια τόσο βαρύνουσα προσωπικότητα. Όμως, η γοητεία που ασκούσε ο λόγος του, το σπινθηροβόλο πνεύμα του που ξαφνιάζει ακόμα και μετά το πέρασμα τόσων αιώνων, το δαιμόνιο χιούμορ του, αλλά, κυρίως, η παρεξηγημένη μορφή του με έκαναν να μην εγκαταλείψω την προσπάθεια. Ήθελα και ελπίζω να κατάφερα να δώσω μιαν άλλη εικόνα του Δασκάλου, την εικόνα του ενθουσιώδους νέου που ανοίγεται στο άγνωστο και σε κάθε του βήμα ρισκάρει τα πάντα, χωρίς να εξορίζει τα πάθη του. Εξίσου επικίνδυνα ρίσκα παίρνει και αργότερα, όταν καταπιάνεται με δύσκολα πνευματικά θέματα, και εκεί δίνεται ολόκληρος δίχως να υπολογίζει το κόστος ή τις πιθανότητες αποτυχίας.
-«Οι άνθρωποι που νιώθουν τόσο βαθιά, συχνά αφοπλίζονται από το ίδιο τους το πάθος». Ωστόσο τι ήταν εκείνο που συνετέλεσε ώστε να μην τον αφοπλίσει το πάθος;
Είναι ένας πυρωμένος χαρακτήρας, παθιασμένος με τη ζωή και ό,τι αυτή έχει να προσφέρει. Γνώση, εμπειρίες, εκπλήξεις, τέχνη, φιλίες, έρωτες, απογοητεύσεις, όλα τα δοκίμασε, αλλά είχε την τύχη να συναντήσει ανθρώπους που διέκριναν αυτό το πάθος και τον ενεθάρρυναν. Επίσης, τον συνέτρεξε η δική του αποφασιστικότητα που σε στιγμές αγγίζει τα όρια της παραφροσύνης.
-«Ας μείνω τέτοιος που είμαι». Κυρία Μαντόγλου, όλος μας ο αγώνας γι’ αυτό; Ωστόσο παρακολουθούμε τον «θάνατο» μιας κάμπιας μέχρι να γίνει «πεταλούδα»….
«Ας μείνω τέτοιος που είμαι», είναι μια φράση του που περιγράφει την αποδοχή της πολλαπλότητάς του αλλά και την
αδυναμία του να πράξει διαφορετικά. Μια φράση που ο Κοραής επαναλαμβάνει σε μια επιστολή του, όταν μετά από πολλές προσπάθειες να υπακούσει, να προσαρμοστεί στις επιθυμίες των άλλων, καταλήγει να αποδεχτεί την σκοτεινή ουσία του. Και πράγματι στη συνέχεια της ζωής του έγινε ο ίδιος πολλές φορές θεατής του θανάτου των δικών του επίπονων προσπαθειών, απογοητεύτηκε και πληγώθηκε επαναληπτικά, ωστόσο πάντα έβρισκε το κουράγιο να ανακάμπτει και να επιπλέει.
Άλλωστε αυτό συμβαίνει με τις τρικυμίες παθών, αν αυτά τα πάθη δεν σε παρασύρουν στον βυθό, σε οδηγούν σε μια πιο φωτεινή ξέρα, με καινούργια γνώση, φωτισμό και ελπίδα.