Της Μαρίας Χούκλη
Στέκεται σε μια στροφή της λεωφόρου Σπάτων, κοντά στο φανάρι. Όταν γίνει κόκκινο αρχίζει η χορογραφία της ήσυχης απελπισίας. Κάνει μερικά βήματα για να προσεγγίσει τα αυτοκίνητα, τείνοντας το μικρό χάρτινο κύπελλο που κρατάει προς το όχημα. Καθόλου πιεστικά, καθόλου απαιτητικά, σαν να προτείνει και όχι να επαιτεί. Αλλού, από άλλον θα έμοιαζε με πρόποση. Κάποτε ανοίγουν τα παράθυρα και τον συνδράμουν, τις περισσότερες φορές αποφεύγουν να τον κοιτάξουν. Του αρνούνται –πότε ο οδηγός πότε ο συνοδηγός– κουνώντας ελάχιστα το κεφάλι τους, εκείνος ούτε επιμένει, ούτε δυσφορεί. Ωστόσο, κι όταν του δίνουν, δεν χαμογελά. Σαν να μην τον νοιάζει πια. Ευχαριστεί με μίαν αδιόρατη κατάνευση, όχι αχάριστα, σχεδόν αδιάφορα. Επιστρέφει δίπλα στο φανάρι που έγινε εντωμεταξύ πράσινο και περιμένει το επόμενο κύμα αρνητών και ελεημόνων.
Είναι δυο - τρία χρόνια που τον συναντώ καθημερινά την ίδια ώρα, στο ίδιο σημείο, όμως αλλιώς από μήνα σε μήνα.
Την πρώτη φορά που τον αντίκρισα, ήταν Άνοιξη, αν δεν κάνω λάθος, φορούσε κοστούμι, άσπρο πουκάμισο και γραβάτα. Λεπτός, ξυρισμένος, με περιποιημένα μαλλιά και παπούτσια. Σαν να είχε πεταχτεί για λίγο έξω από τη δουλειά του –δουλειά γραφείου– και θα επέστρεφε. Διστακτικά άπλωνε το χέρι προς τα παράθυρα των αυτοκινήτων και όχι σε όλα. Σαν να έπαιρνε κουράγιο κάθε φορά να το επαναλάβει. Θα ήταν 45άρης πάνω - κάτω. Ζωηρό βλέμμα, ζωηρό περπάτημα, με περίγραμμα ευγενούς ανθρώπου. Δεν είδα βέρα στα χέρια. Χαιρετούσε με φωνή. Έλληνας.
Το καλοκαίρι, ο άγνωστος άνδρας συνέχιζε να είναι εκεί, κάπως διαφορετικός. Με ξυρισμένο το κουρασμένο πρόσωπο του, με καθαρό παντελόνι, κοντομάνικα πουκάμισα και αθλητικά παπούτσια. Φορούσε κι ένα καπέλο για το λιοπύρι. Αν στεκόταν από την άλλη πλευρά του δρόμου και χωρίς το χάρτινο κύπελλο, θα έμοιαζε με περαστικό που περιμένει να ανάψει ο σηματοδότης. Απέπνεε ανακούφιση, «ευτυχώς-έχω-και-αυτό».
Το φθινόπωρο, το κοστούμι και τα προσεγμένα ρούχα εγκαταλείφθηκαν. Ήταν πλέον αξύριστος, τα μαλλιά του πιο μακριά, βαρύς, με βουλιαγμένο βλέμμα, ρούχα ξένα επάνω του. Φαρδιά και πολυφορεμένα. Ντοστογιεφσκική φυσιογνωμία.
Τον χειμώνα εμφανιζόταν μόνον όταν ο καιρός ήταν ανοιχτός, με ελαφρύ μπουφάν ακόμη και στο ψοφόκρυο, πηγαινοερχόταν ανάμεσα στα οχήματα με εμφανή στο πρόσωπο την παραίτηση. Η τελετουργία γινόταν από τον νέο του εαυτό, ο παλιός είχε πετρώσει, δεν συμμετείχε στην «επιχείρηση» επιβίωσης. Καυσαέρια, θόρυβος, άγριες ματιές ούτε τα πρόσεχε. Με κινήσεις πιο αργές, βαριεστημένες που εξέπεμπαν το μάταιο του πράγματος. Έπαιρνε μέρος σε μια παράσταση που αφορούσε τη ζωή του με εκείνον απόντα.
Κάποια στιγμή χάθηκε. Χάρηκα. Σκέφτηκα ότι ίσως βρήκε δουλειά. Πριν από μερικές εβδομάδες ξαναφάνηκε. Πιο θαμπός από ποτέ, ατημέλητος, αλλά όχι βρώμικος, με απέραντη θλίψη στα τεντωμένα του χαρακτηριστικά. Ρώτησα και έμαθα. Η εταιρεία στην οποία εργαζόταν μείωσε το προσωπικό λόγω της κρίσης. «Δεν σας χρειαζόμαστε προς το παρόν, μόλις φτιάξουν τα πράγματα θα σας ξαναφωνάξουμε». Χτύπησε πολλές πόρτες, καμία δεν άνοιξε.
Παντού περιττός. Βγήκε, λοιπόν, στον δρόμο. Ψευτοζεί, δεν έχει οικογένεια, ντρέπεται τους φίλους του, χάνει μέρα με τη μέρα την ελπίδα –φαίνεται άλλωστε επάνω του– ότι θα βρει δουλειά.
Τίποτα δεν διαβρώνει περισσότερο την αξιοπρέπεια των ανθρώπων από την αδράνεια και την αίσθηση ότι είναι «άχρηστοι».
Δεν εγκαταλείπει. Έχει ανάγκη έστω και τα λίγα ευρώ της σποραδικής φιλανθρωπίας. Στην αρχή όλοι τον πρόσεχαν, ορισμένοι με συμπάθεια. Με τον καιρό έγινε διάφανος, αόρατος. Τον συνήθισαν οι εποχούμενοι ή φοβούνται να αντικρίσουν μια σκηνή από το μέλλον τους;
Όταν του αρνούνται εκείνος ούτε επιμένει ούτε δυσφορεί. Λες και κατανοεί. Όταν του δίνουν, δεν χαμογελά. Σαν να μην τον νοιάζει πια. Ευχαριστεί με μίαν αδιόρατη κατάνευση, όχι αγενώς, σχεδόν αδιάφορα. Επιστρέφει δίπλα στο φανάρι που έγινε εντωμεταξύ πράσινο και περιμένει το επόμενο κύμα αρνητών και ελεημόνων. Με την αλλοτινή αξιοπρέπεια, κάπως πιο σκονισμένη.
Ομαδικές απολύσεις άνευ ορίων ενόψει. Πόσοι ακόμη στα φανάρια;