Του Παναγιώτη Καράμαλη
Στο τέλος του περασμένου Μαΐου, οι διευθυντές των ιδιωτικών σχολείων της χώρας έλαβαν ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στο συνηθισμένο ύφος που απευθύνεται η δημόσια διοίκηση στους πολίτες (διατηρείται η σύνταξη και οι εμφάσεις του αρχικού κειμένου): «Σύμφωνα με την υπ΄αριθμ. 132523/Ν1/03-08-2018 Εγκύκλιο του ΥΠ.Π.Ε.Θ. οι προτάσεις παρεκκλίσεων υποβάλλονται στις οικίες Δ/νσεις μέχρι 25 Ιουνίου για το διδακτικό έτος 2019-2020. Καλείστε όσοι δεν έχετε υποβάλετε τις προτάσεις σας, να τις υποβάλετε ΑΜΕΣΑ προκειμένου να πραγματοποιηθεί εγκαίρως ο προβλεπόμενος έλεγχος νομιμότητας».
Θα μπορούσε να είναι ένα μήνυμα ρουτίνας, από αυτά που κατά δεκάδες απευθύνει καθημερινά το Υπουργείο Παιδείας στα κρατικά σχολεία (τα οποία διοικεί) και τα ιδιωτικά σχολεία (τα οποία εποπτεύει), αλλά το συγκεκριμένο έχει κάτι ξεχωριστό: καλεί τα σχολεία προτού λήξει το σχολικό έτος, προτού κλείσει ο κύκλος και γίνει ο απολογισμός και φυσικά προτού ξεκινήσει ο σχεδιασμός του επόμενου έτους, να διατυπώσουν τις προτάσεις για το πιο κεφαλαιώδες κομμάτι της σχολικής ζωής, το εκπαιδευτικό πρόγραμμα, στο όνομα του «να πραγματοποιηθεί εγκαίρως ο προβλεπόμενος έλεγχος νομιμότητας». Κορυφαία δηλαδή διαδικασία σχεδιασμού δεν είναι η αξιολόγηση της χρονιάς που έκλεισε από εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές και η χρήση της εμπειρίας αυτής για διορθωτικές κινήσεις ή εμπλουτισμό, αλλά η διαδικαστική κρίση κάποιου υπαλλήλου σε ένα γραφείο του Υπουργείου που απλώς θα βάλει όλες τις προτάσεις, όλων των ιδιωτικών σχολείων της χώρας, στην προκρούστειο κλίνη ενός σετ τυπικών, προκαθορισμένων κριτηρίων.
Το μικρό αυστηρό αυτό μήνυμα επομένως αποκαλύπτει πολλά σχετικά με τον τρόπο που είναι δομημένη η εκπαιδευτική νομοθεσία, τη διάθεση του κράτους απέναντι στον πολίτη και το μέτρο του κρατικού παρεμβατισμού σήμερα. Δίνει, δηλαδή, μια αίσθηση της απόστασης που πρέπει να διανυθεί ώστε να υλοποιηθεί η εξαγγελία της νέας κυβέρνησης για ουσιαστική αυτονομία της σχολικής μονάδας.
Επί της ουσίας, πράγματι, τα ιδιωτικά σχολεία έχουν τη δυνατότητα να εμπλουτίσουν το πρόγραμμά τους με επιπλέον ώρες, διδακτικά αντικείμενα και ύλη με μια διαδικασία που ονομάζεται «παρέκκλιση» (γιατί «παρεκκλίνει» από το τυπικό πρόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας). Φυσικά, το γεγονός ότι αναγνωρίζεται αυτή η δυνατότητα είναι θετικό: έχουμε δει πολλές άλλες αυτονόητες ελευθερίες να ρυθμίζονται και εν τέλει να περιορίζονται εξαντλητικά.
Όμως, στην υλοποίηση αρχίζουν τα ουσιαστικά και τα γραφειοκρατικά εμπόδια. Για παράδειγμα, οι προτάσεις των σχολείων εγκρίνονται «(…) κατόπιν ελέγχου νομιμότητας ως προς το πρόγραμμα σπουδών και το παιδαγωγικό περιεχόμενο της διδασκαλίας (…)». Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η πρόταση υπόκειται στην κρίση των κεντρικών υπηρεσιών του Υπ. Παιδείας και υπάρχει η πιθανότητα να μην εγκριθεί για διάφορους τυπικούς λόγους ή ακόμα και από την κακή κρίση ή πρόθεση κάποιου: ας φανταστούμε κάποιον διοικητικό υπάλληλο που πρέπει να εγκρίνει ως προς το παιδαγωγικό περιεχόμενο ένα πρόγραμμα σχετικά με Machine Learning ή Artificial Intelligence.
Με ποιες γνώσεις και με ποια τεκμηρίωση θα το κάνει; Και γιατί να το κάνει; Δεν αρκεί η επιμέλεια του εκπαιδευτικού ή της ομάδας που το σχεδίασε; Δεν αρκεί η αξιολόγηση της ικανοποίησης των εκπαιδευόμενων; Για ποιο λόγο το πρόγραμμα πρέπει να λάβει και την κρατική «σφραγίδα»; Τι εξασφαλίζει αυτή;
Εκτός όμως από τα ουσιαστικά, υπάρχουν και τα πρακτικά εμπόδια. Σε κάποιο άλλο σημείο των οδηγιών αναφέρεται ότι «Το Εβδομαδιαίο Ωρολόγιο Πρόγραμμα Διδασκαλίας (ΕΩΠΔ) αποφασίζεται το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου (sic) από τον Διευθυντή του σχολείου και το συντονιστή εκπαιδευτικού έργου που έχει την παιδαγωγική ευθύνη του σχολείου». Δηλαδή το σχολείο δεν έχει δυνατότητα να καταρτίσει ούτε το πρόγραμμά του, την καθημερινή του ροή, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του κρατικού συντονιστή.
Ένας ακόμα ανούσιος περιορισμός βρίσκεται σε άλλο σημείο όπου τονίζεται ότι «Έγκριση παρεκκλίσεων για Ιδιωτικά Νηπιαγωγεία χορηγείται -αποκλειστικά- εφόσον οι προτεινόμενες παρεκκλίσεις λειτουργήσουν μετά το πέρας του υποχρεωτικού ωραρίου» - με άλλα λόγια, αν ένα Νηπιαγωγείο θέλει να εισάγει το μάθημα της Αγγλικής Γλώσσας (που δεν βρίσκεται στο αναλυτικό πρόγραμμα, άρα μπορεί να γίνει μόνο ως παρέκκλιση) υποχρεώνεται να το προγραμματίσει μόνο μετά το μεσημέρι.
Οι παραπάνω είναι μόνο μερικοί από τους περιορισμούς που συναντάει ένα σχολείο σχετικά αυτόνομο -όπως είναι ένα ιδιωτικό σχολείο- για να εμπλουτίσει το πρόγραμμά του. Όμως ακόμα και αυτή η περιορισμένη ελευθερία που δίνεται στα ιδιωτικά σχολεία, δεν δίνεται καθόλου στα κρατικά. Ο Διευθυντής, ο Σύλλογος Διδασκόντων, ο Σύλλογος Γονέων, όλα δηλαδή τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν έχουν δυνατότητα να εντάξουν εκπαιδευτικά αντικείμενα στο πρόγραμμα του σχολείου (πέραν από κάποιες προαιρετικές δράσεις το απόγευμα). Οι εκπαιδευτικοί απλώς υλοποιούν σε αυστηρά καθορισμένη τροχιά το αναλυτικό πρόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας, ανεξάρτητα από τη γεωγραφική θέση του σχολείου, τις ιδιαιτερότητες ή τις ιδιαίτερες ανάγκες της τοπικής κοινωνίας.
Η νέα κυβέρνηση, ήδη από την εξαγγελία του προγράμματος Παιδείας, προεκλογικά, αλλά και όπως επιβεβαιώθηκε από τις προγραμματικές δηλώσεις, έχει θέσει ως σημαντικό στόχο την αυτονομία της σχολικής μονάδας. Το να προσφερθεί, δηλαδή, η δυνατότητα στα σχολεία, ιδιωτικά ή κρατικά, να διαμορφώνουν ελεύθερα ένα ποσοστό του προγράμματός τους, να επιλέγουν τη διάθεση των πόρων τους, να στελεχώνονται σύμφωνα με τις ανάγκες τους, να αξιολογούνται με ανακοινώσιμα αποτελέσματα και να λογοδοτούν στα ενδιαφερόμενα μέρη.
Πρόκειται για μια αυτονόητη αλλά και φιλόδοξη εξαγγελία και είναι σίγουρα στο σωστό δρόμο: το πρόγραμμα παιδείας άλλωστε είναι μια σύνθεση από καλές πρακτικές που εφαρμόζονται εδώ και χρόνια στην ιδιωτική εκπαίδευση, από τα συμπεράσματα των εκθέσεων του ΟΟΣΑ “Education at a Glance” και από την εμπειρία άλλων χωρών. Επίσης, είναι φανερή και θετική η επιρροή μελετών ανεξάρτητων δεξαμενών σκέψης, όπως το «Ελλάδα 2021 – Ατζέντα για την Ελευθερία κα την Ευημερία» του ΚΕΦΙΜ που αφιέρωσε ένα ολόκληρο τεύχος της μελέτης στις προτάσεις για την Παιδεία.
Η φιλοδοξία αυτή όμως σύντομα θα πρέπει να συγκρουστεί με την πραγματικότητα μιας νομοθεσίας που έχει αφαιρέσει για δεκαετίες κάθε πρωτοβουλία από σχολεία και εκπαιδευτικούς, μιας δημόσιας διοίκησης που περισσότερο βλέπει τους πολίτες ως υποτελείς και λογοδοτούντες παρά τους περιβάλλει με εμπιστοσύνη και μιας φοβικής συνδικαλιστικής αντιμετώπισης, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, που θεωρεί κάθε συζήτηση για αξιολόγηση και ελευθερία ως αιτία πολέμου.
Αν το Υπουργείο Παιδείας δεν θέλει να τελματώσει η μεταρρύθμιση σε ατέλειωτες διαβουλεύσεις που το μόνο που πετυχαίνουν είναι να αλλοιώνουν την αρχική βούληση σε ένα πλαίσιο συντηρητικών «συμβιβασμών», πρέπει να κινηθεί άμεσα τόσο σε νομοθετικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο καθορισμού ευέλικτων, διάφανων και γρήγορων διαδικασιών.
Ακόμα και το νομοθετικό ή οργανωτικό έργο όμως θα φανεί εύκολο μπροστά στην πραγματική πρόκληση: την σταδιακή συνειδητοποίηση από τους εκπαιδευτικούς, τους διευθυντές και τα στελέχη εκπαίδευσης ότι το δώρο της αυτονομίας τους δίνει μεν τη δύναμη και την ευθύνη στα χέρια τους, αλλά δεν μπορεί να μη συνοδεύεται από διαδικασίες λογοδοσίας και ουσιαστικής αξιολόγησης.
* Ο Παναγιώτης Καράμαλης είναι Δρ Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και Μηχανικός Υπολογιστών ΕΜΠ, μέλος του ΔΣ του Συνδέσμου Ιδιωτικών Σχολείων και μέλος ΔΣ του ΚΕΦΙΜ.