Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Αρχή θέρους εχθές και δεύτερο εικοσιτετράωρό του σήμερα, με τη μέρα —που έδειχνε παντοδύναμη και αήττητη, η αφελής— να αρχίζει να χάνει σταδιακά λίγες στιγμές, που τις καρπούται με κλιμακούμενη λαιμαργία το βράδυ, η νύχτα. Το ισοζύγιο αναμφίβολα παραμένει το ίδιο: όλες οι ώρες —ο χρόνος, η μόνη μας περιουσία—, όλες οι στιγμές, είναι δικές μας. Μένει μόνο να τις αξιοποιήσουμε όσο πιο σωστά γίνεται. Ή μάλλον: μένει να μάθουμε να τις αξιοποιούμε. Γιατί δεν ξέρουμε. Το ξεχάσαμε.
Ο Κεντ δεν πιστεύει στον θάνατο, πιστεύει στην εξέλιξη. «Η εξέλιξη», έλεγε γνέφοντας επιδοκιμαστικά όταν έβλεπε κάποια εκπομπή για τη φύση, όπου ένα λιοντάρι έτρωγε μια πληγωμένη ζέβρα. «Το λιοντάρι εξοντώνει το αδύναμο ζώο, έτσι είναι τα πράγματα. Πρόκειται για την επιβίωση του είδους. Όταν δεν είσαι από την αρχή ο καλύτερος, ίσως πρέπει να πιάνεις το μήνυμα και να αφήνεις χώρο για τον πιο δυνατό, έτσι δεν είναι;» Δεν γίνεται να μιλάς για τα φυτά του μπαλκονιού με έναν τέτοιο άνθρωπο. Ούτε μπορείς να του μιλάς για το πόσο σού λείπει ένας άνθρωπος.
Τα τελευταία οχτώ χρόνια καταναλώσαμε πολλή πολιτική. Και αυτό, όπως και να το δει κανείς, δεν βγαίνει σε καλό. Η πολιτική είναι μια στάση απέναντι στη ζωή και μέσω της ζωής, κάτι φυσιολογικό και γνήσιο, όχι κάτι που το λαχταράς, το κυνηγάς και το δρέπεις. Είναι —τέλος πάντων: οφείλει να είναι— μία από τις πιο φυσιολογικές λειτουργίες μας. Όχι ένας καταναγκασμός, όχι καταδυνάστευση. Και εμάς, όλους μας (δεν μιλώ βέβαια για τους επαγγελματίες της πολιτικής εδώ), μας καταδυναστεύει: μας ληστεύει. Μας έχει αδράξει και μας παίζει στα δάχτυλά της σας κομπολόι.
Τα τελευταία οχτώ χρόνια είμαστε σε διαρκή κόκκινη επιφυλακή. Είμαστε «στα όπλα». Σε μια πολιτική επιστράτευση γεμάτη διαταγές, μίσος, φόβο, πρεμούρα να πάρουμε αποφάσεις, κατεπείγουσα ανάγκη να ζητήσουμε αποδείξεις, να δείξουμε με το δάχτυλο αντιπάλους και εχθρούς, να τους ανακαλύψουμε κοντά μας και δίπλα μας, να τους αναγκάσουμε να φανερωθούν και να τους καταγγείλουμε όπου γίνονται οι τέτοιες καταγγελίες. Ζούμε στα κόκκινα. Δεν έχουμε κανέναν πόθο για την πολιτική, τον έχουμε απολέσει οριστικά. Έχουμε μόνο πάθος, ασίγαστο — σχεδόν «παραπολιτικό». Και όλο αυτό είναι λάθος. Λάθος είναι όλα όσα σε τραβούν από τη ζωή όπως θα έπρεπε να τη ζεις. Όπως «λάθος» είναι και οι γενικές επιστρατεύσεις. Δεν θα έπρεπε να χρειάζονται, έπρεπε να αρκούν οι στρατοί. Ακόμη καλύτερα, η ύπαρξη ενός μεγάλου, ικανού, αξιόμαχου και αποτελεσματικού στρατεύματος θα έπρεπε από μόνη της να αποκλείει κάθε υπόνοια σύρραξης.
Εν πάση περιπτώσει, η ζωή, η μεγάλη ζωή, είναι πάνω από τη δική μας. Και η δική μας κυλά στα απόνερά της. «Αναγκαζόμαστε», θα πεις. Σωστά. Αναγκαζόμαστε. Για άλλα είχαμε φτιαχτεί, άλλα θέλαμε, και να που έχουμε σπαταλήσει οχτώ χρόνια από τη ζωή μας για να παίζουμε το παιχνίδι των άλλων.
Αν κάτι πάντως πιστεύω πολύ —όχι επειδή είμαι αισιόδοξος, αλλά επειδή εκεί οδηγούνται ασφαλώς τα πράγματα—, είναι ότι όλο αυτό φτάνει στο τέλος του. Σύντομα θα αναγκαστούμε (ξανά) να αντιμετωπίσουμε την πραγματική ζωή. Τον εαυτό μας ως έχει, και τον άλλο όπως είναι.
Γιατί η ζωή είναι κάτι παραπάνω από τα παπούτσια με τα οποία περπατάς. Είναι κάτι παραπάνω απ' αυτό που είσαι. Είναι αλληλεγγύη. Είναι κομμάτια του εαυτού σου μέσα σε έναν άλλο άνθρωπο. Είναι οι αναμνήσεις και οι τοίχοι και τα ντουλάπια και τα συρτάρια με τα κουτάλια και τα μαχαιροπίρουνα, όπου ξέρεις πού βρίσκεται το καθετί. Η πολύχρονη προσαρμογή σε μια τέλεια οργάνωση, μια αεροδυναμική ύπαρξη δύο προσωπικοτήτων. Μια κοινή ζωή αποτελούμενη από όλα αυτά που την καθιστούν συνηθισμένη: πέτρα και σοβάς, τηλεκοντρόλ και σταυρόλεξα, πουκάμισα και μαγειρική σόδα, ντουλάπια μπάνιου και ξυριστική μηχανή στο τρίτο συρτάρι.
Θα είμαστε προετοιμασμένοι για αυτό; Θαρρώ πως όχι. Η μετάβασή μας στην «κανονικότητα» (άλλη πολύπαθη λέξη… παράγουμε περισσότερες πολύπαθες λέξεις από όσες αντέχει η συγκίνησή μας) δεν θα είναι εύκολη. Ήδη, άλλωστε, ο πρώτος καιρός της αλλαγής θα είναι δύσκολος, και αιμοβόρος. Όπως δύσκολη, και άθλια, και γεμάτη φωτιές (κυριολεκτώ), θα είναι και η μετάβαση από το σήμερα στο αύριο που έρχεται: όπως η λάμπα που πριν καεί, όπως λέγαμε —και ξέραμε— παλιά, ανάβει με όλη της την ένταση και σκάει κόβοντάς μας την ανάσα, έτσι και με ό,τι πρόκειται να συμβεί. Με τη μετάβαση που έρχεται.
Αλλά οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε και αυτό, όσο πιο νηφάλια είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί από ανθρώπους κουρασμένους σαν και εμάς. Από ανθρώπους που έχουν ξοδέψει πολύ από τον εαυτό τους σε πράγματα που δεν έπρεπε, σε πράγματα που δεν ήθελαν να ξοδευτεί.
Και βασικά αυτό που αξίζει να κάνει κανείς —και που πρέπει να θυμηθούμε— είναι να αγαπά. Το ξέρετε. Να αγαπά, να εργάζεται, να κοινωνικοποιείται.
Όλα αυτά δηλαδή που μας έλειψαν.
Δεν θα είναι εύκολο. Θα είναι μία δυνατή δοκιμασία για τον καθένα μας.
Δεν λέει πόσο κοντά ήταν στο να βρει μια δουλειά. Πήγε να δώσει συνεντεύξεις για να την πάρουν σε διάφορες δουλειές. […] Πήγαινε πάντα νωρίτερα για τη συνέντευξη, και τότε υπήρχε πάντα κάποιος άλλος που περίμενε κι αυτός στην αίθουσα αναμονής. Σχεδόν αποκλειστικά νέες γυναίκες. Μία από αυτές άρχισε να μιλάει στην Μπριτ-Μαρί, γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μια γυναίκα τόσο μεγάλη σε ηλικία βρισκόταν εκεί για την ίδια θέση εργασίας. Η γυναίκα είχε τρία παιδιά και την είχε εγκαταλείψει ο άντρας της. Ένα από τα παιδιά της ήταν άρρωστο. Όταν φώναξαν μέσα τη νεαρή για τη συνέντευξη, η Μπριτ-Μαρί σηκώθηκε και γύρισε στο σπίτι της. Θα μπορούσε να πει κανείς πολλά για τη στάση της Μπριτ-Μαρί, αλλά δεν είχε την πρόθεση να κλέψει μια δουλειά από κάποιον που τη χρειαζόταν περισσότερο.
Μέχρι τότε έχουν να γίνουν ακόμη πολλά. Ας κάνουμε υπομονή, και ας ξοδέψουμε ακόμη λίγο από το πάθος μας. Οι αφορμές είναι χιλιάδες… Και οι εμπνευστές τους δεν θα μας αφήσουν σε ησυχία μέχρι να φύγουν.
Τουλάχιστον υπάρχει και το πανηγυράκι του Μουντιάλ, ναι; Μην το γελάτε. Είναι κι αυτό κάτι. Ένα αντίδοτο στη μέρα (δεν είναι η μέρα: είναι ο εαυτός μας) που λιγοστεύει (δεν λιγοστεύει: μας τον λιγόστεψαν).
Το ποδόσφαιρο είναι παράξενο παιχνίδι γιατί δεν σου ζητάει να το αγαπήσεις. Το απαιτεί. […] Το ποδόσφαιρο αναγκάζει τη ζωή να συνεχιστεί. Υπάρχει πάντα ένα καινούργιο ματς. Υπάρχει πάντα μια επόμενη σεζόν. Υπάρχει πάντα το όνειρο ότι όλα μπορούν να βελτιωθούν. Είναι ένα παραμυθένιο άθλημα.
ΥΓ. Στο σημερινό σημείωμα αντλήσαμε αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Fredrik Backman, «Η Μπριτ-Μαρί ήταν εδώ» (μετάφραση Γιώργος Μαθόπουλος, Εκδόσεις Κέδρος). Αν σας αρέσουν τα χιουμοριστικά μυθιστορήματα, διαβάστε το. Αν σας αρέσουν τα συγκινητικά μυθιστορήματα, διαβάστε το επίσης. Αν σας αρέσει η μπάλα, είναι ένα μυθιστορήματα για εσάς.