…Με πήγαν στο «Κρεστί», αλλά εκεί κατάλαβαν πως είναι φυλακή μόνο για άντρες και πως δεν υπάρχουν ειδικά κελιά για γυναίκες. Για άλλη μία φορά με έφεραν στη «μαύρη κουρούνα», στην εσωτερική φυλακή της ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ στην οδό Σπαλέρναγια. Εκεί με δέχτηκε μία πολύ θυμωμένη και φωνακλού δεσμοφύλακας, η αποκαλούμενη «κυρά». Όταν ήταν η βάρδια της, οι κραυγές της ακούγονταν σε όλες τους διαδρόμους. Ακολούθησε η συνηθισμένη σωματική έρευνα, κατά την οποία σε υποχρεώνουν να γδυθείς εντελώς. «Βγάλε τον σταυρό», με διέταξε. Θύμωσα: «Αφήστε μου τον σταυρό». «Βγάλ’ τον και μη μιλάς», φώναξε θυμωμένα. Τελειώνοντας την καταγραφή, η κυρά με οδήγησε, κάνοντας δήθεν πως ξέχασε τον σταυρό και πέρασα την πόρτα της φυλακής, χαρούμενη που κράτησα τον σταυρό.
Με οδήγησαν σε ένα μεγάλο κελί προορισμένο για 15-17 ανθρώπους, στο οποίο όμως βρίσκονταν 45 κρατούμενοι. Στο κελί υπήρχε ένας επικεφαλής και τηρούνταν αυστηρή σειρά στο πού θα μείνει ο καθένας. Οι νεοφερμένοι στοιβάζονταν σε ένα μικρό, ελεύθερο μέρος κοντά στο νεροχύτη και στη συνέχεια, όταν ελευθερώνονταν θέσεις μετακινούνταν εκεί· οι παλιοί κρατούμενοι είχαν κρεβάτια. Απέκτησα κρεβάτι, ή μάλλον, μερικές σανίδες τοποθετημένες ανάμεσα σε δύο κρεβάτια, ύστερα από δύο μήνες, λίγο προτού να με μεταφέρουν σε μοναχικό κελί. Δεν ήταν όμως τρομακτικό. Τρομακτική ήταν η θλίψη και η συμφορά αθώων ανθρώπων, μητέρων που άφησαν χρονιάρικα μωρά στο σπίτι, ανθρώπων μοναδικό φταίξιμο των οποίων ήταν ότι γεννήθηκαν από ακατάλληλους γονείς. Στο κελί είχαμε και ποινικές, αλλά ήταν μειοψηφία, γιατί βασικά οι περισσότερες ανήκαν στους κύκλους διανοουμένων της Πετρούπολης, ήταν γυναίκες υψηλού πνεύματος, παρουσία των οποίων, ανεξάρτητα από τη συνήθη συγκρατημένη συμπεριφορά και επιφυλακτικότητα, οι ποινικές και οι αμόρφωτες δεν τολμούσαν ούτε να βρίσουν, ούτε να φερθούν με θράσος, αντιλαμβανόμενες την πνευματική του υπεροχή και υποτασσόμενες σε αυτή παρά τη θέλησή τους.
Ύστερα την μεταφορά μου στο μοναχικό κελί, άρχισαν οι ανακρίσεις πάντα τη νύχτα. Δεν φοβόμουν τους ανακριτές, παρά μόνο τη σκληρότητα που μου προκαλούσαν τα βάσανα των αθώων ανθρώπων. Πίστευα πως μία φορά θα με πάρουν για εκτέλεση, αλλά δεν θα πεθάνω σιωπηλή, θα προλάβω να πω όλα όσα σκέφτομαι για τους δήμιους. «Ήσαστε σαν θεριό ανήμερο», μου είπε στη συνέχεια ο ανακριτής.
Πρώτος ανακριτής ήταν ο Μακάροφ. Μου δήλωσε πως κατηγορούμε με βάση του άρθρο 58 παράγραφοι 10 και 11, πράγμα που σήμαινε «αντεπαναστατική οργάνωση και προπαγάνδα». «Πού έκανα προπαγάνδα;» ρώτησα. «Θα μπορούσατε στα τραμ», απάντησε κοφτά. Ύστερα από κάθε απάντησή μου σε παρόμοιες ερωτήσεις που ακολούθησαν, κολλούσε την μύτη του στα χαρτιά και μουρμούριζε: «Ναι, σας έχουν τυλίξει μία χαρά». Ύστερα από λίγο τον αντικατέστησε ο δεύτερος ανακριτής, ο Μεντβέντεφ. Μου έδωσε να καταλάβω πως ο Μακάροφ έγινε ανακριτής επειδή, λόγω της ποσόστωσης, έπρεπε ορισμένοι από αυτούς να έχουν εργατική καταγωγή, ενώ ο ίδιος ήταν απόφοιτος ανωτάτης σχολής. Δεν ήταν όμως πιο έξυπνος. Γινόταν λόγος για κάποια μεγάλη αντεπαναστατική οργάνωση, στην οποία εγώ, κατά τον ανακριτή, είχα διακριτό ρόλο και μου ζητούσαν να μιλήσω λεπτομερώς για αυτό, καθώς και να αναφέρω τα ονόματα όλων όσοι συμμετείχαν. Από τα λόγια του Μεντβέντεφ θυμάμαι τον ισχυρισμό του πως ύστερα από 10-15 χρόνια δεν θα απομείνει κανένας από τους πιστούς και πως όλοι οι άνθρωποι θα έχουν ξεχάσει τη θρησκεία.
Κατά τη διάρκεια μιας από τις επόμενες νύχτες με οδήγησαν στο τεράστιο γραφείο Νο 16, στην πόρτα του οποίου ήταν κρεμασμένη η πινακίδα «Προϊστάμενος του ειδικού τμήματος ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ. Λένινγκραντ». Με υποδέχτηκε ένα ψηλός άντρας με παρουσιαστικό καλλιεργημένου ανθρώπου, ο Ρουντκόφσκι, ο οποίος άρχισε αμέσως να μου φωνάζει: «Κοριτσάκι, σκέφτηκες να τα βάλεις με την ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ. Θα σας πιάσουμε όλους με έφοδο». Στη συνέχεια μου είπε ότι οι δύο προηγούμενοι ανακριτές αρνήθηκαν να δουλέψουν μαζί μου, «εγώ όμως σας ανέλαβα, γιατί έχω πολύ καλή φήμη». (Προφανώς, αυτό θα έπρεπε να το εκλάβω ως πιθανή αποτυχία του με εμένα, δεν θα προκαλούσε ρωγμές στη φήμη του.)
Στις 9 Νοεμβρίου 1931, αργά τη νύχτα, περικυκλωμένοι από μία αλυσίδα φρουρών, μας οδήγησαν στον Φιλανδικό σιδηροδρομικό σταθμό. Έβρεχε, περπατούσαμε μέσα στις λάσπες. Όταν πλησιάσαμε τον ποταμό Νέβα, κάποιος από τους κρατούμενους ξέφυγε κι έτρεξε προς τον ποταμό. Ακούστηκε η διαταγή: «Ξαπλώστε με το πρόσωπο στο χώμα». Πέσαμε μέσα στις λάσπες και τα νερά. Έλεγαν πως πετσόκοψαν εκείνο τον δυστυχή με τα σπαθιά. Στον σιδηροδρομικό σταθμό άρχισε ξανά ο πανικός. Έλειπε ένας κρατούμενος. Ξαφνικά αποδείχτηκε πως έψαχναν εμένα. Μέσα στη φασαρία και τις φωνές άκουσα να φωνάζουν το επίθετό μου, το οποίο δεν είχε την θηλυκή κατάληψη και μόνο με δυσκολία μέσα σε αυτόν τον πανικό κατάφερα να αποδείξω πως είμαι εγώ, πως είμαι γυναίκα και όχι άντρας. Τελικά, μας ανέβασαν στην αμαξοστοιχία, σε βαγόνια γνωστά ως «Στολύπιν». Ήταν βαγόνια σαν εκείνα που έχουν κουπέ, μόνο που οι πόρτες τους στον διάδρομο είχαν κάγκελα, όπως και τα παράθυρά τους. Μέσα από αυτά τα πυκνά κάγκελα περνάει το φως, αλλά δεν μπορείς να δεις έξω. Στο κουπέ τα παράθυρα ήταν μικρές χαραμάδες.
Στο πρώτο κουπέ έβαλαν εμένα και άλλες δύο ηλικιωμένες γυναίκες, μέλη εκκλησιαστικών συμβουλίων. Στα υπόλοιπα έβαλαν τους άντρες. Ήταν τόσο πολλοί που κατά πάσα πιθανότητα θα κάθονταν με τη σειρά ο ένας ύστερα τον άλλον. Ήταν ιερωμένοι και όλοι φορούσαν τα ράσα τους. Ήταν όλη η εκκλησία του Πέτρογκραντ. Πιθανόν, κανείς από αυτούς δεν επέστρεψε. Τουλάχιστον από εκείνους που ήξερα, δεν γύρισε κανένας.
Όταν ξεκίνησε το τραίνο, άρχισαν να ψάλλουν. Αμέσως τους υποχρέωσαν να σωπάσουν.
Το πρωί, ένας από τους φρουρούς παραμέρισε τα κάγκελα κι άνοιξε το παράθυρο στον διάδρομο, απέναντι από το κουπέ μου και είδα Πεύκα (επίτηδες το γράφω με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα). Σχεδόν ύστερα από ένα χρόνο που είχα περάσει στη φυλακή, είχε νοσταλγήσει πολύ τη φύση. Τον παρακάλεσα αρκετές φορές να ανοίξει το παράθυρο κι απόλαυσα τη θέα των δασών, μάλλον όμως έκανε ρεύμα και αρρώστησα. «Να τι παθαίνεις άμα θέλεις να χαζεύεις τα πεύκα», άκουσα να λένε οι φρουροί που ήταν στο διπλανό κουπέ. Πολυβασανισμένη είναι η ρωσική ψυχή. Οι φρουροί αυτοί ήταν και μέλη εκτελεστικών αποσπασμάτων και όταν τους ρώτησα πώς μπορούν να πυροβολούν ανυπεράσπιστους ανθρώπους, μου απάντησαν: «Αφού τους καταδίκασαν, πάει να πει πως τους αξίζει». Την ίδια στιγμή, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι με φρόντισαν τρυφερά όταν αρρώστησα. «Τι κάνει;» ρωτούσαν τις συνταξιδιώτισσες μου.
Η κατάστασή μου επιδεινωνόταν διαρκώς. Είχα υψηλό πυρετό. Έβηχα πολύ. Προφανώς είχα πάθει πνευμονία. Φυσικά, ούτε καν λόγος μπορούσε να γίνει για σεντόνια ή κουβέρτα. Οι φρουροί ανησύχησαν και ενημέρωσαν τους ανωτέρους τους. Στην πλησιέστερη πόλη, νομίζω πως ήταν η Βολογκντά, κάλεσαν γιατρό για να διαπιστώσει αν μπορώ να συνεχίσω το ταξίδι. Ο γιατρός διέγνωσε πνευμονία και είπε: «Φυσικά, υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν μπορείτε να συνεχίσετε, αν όμως σας κατεβάσουν από το τραίνο, θα σας πάνε σε κέντρο μεταγωγών, όπου όλοι είναι άρρωστοι και μεταξύ αυτών και ορισμένοι με τύφο που τους έχουν ξαπλωμένους πάνω σε άχυρα στο πάτωμα κι εκεί θα πεθάνετε σίγουρα. Εδώ όμως, ο νεαρός οργανισμός σας ίσως να αντέξει. Θα αναφέρω στον διοικητή ό,τι μου πείτε». Τον παρακάλεσα να πει πως μπορώ να συνεχίσω. Την ίδια ακριβώς συζήτηση είχα και με τον γιατρό στην επόμενη μεγάλη πόλη.
Μία από τις μεγάλες δυσκολίες της μεταγωγής ήταν η έλλειψη νερού. Κατά τη διαδρομή το φαγητό μας ήταν παστό ψάρι, στο οποίο ύστερατη χορτόσουπα της φυλακής που όλοι είχαν βαρεθεί, έπεσαν με τα μούτρα. Εγώ πάλι, όσο μεγάλος κι αν ήταν ο πειρασμός, ευτυχώς, δεν έφαγα. Οι άνθρωποι υπέφεραν από τη δίψα, ήπιαν όλο το νερό από τις τουαλέτες, έρχονταν από τα άλλα βαγόνια ψάχνοντας νερό... Στο τραπέζι των φρουρών ήταν μία κανάτα με νερό, μα δεν το έπιναν οι ίδιοι και στις παρακλήσεις των άλλων απαντούσαν: «Όχι, το νερό αυτό είναι δικό μας περιστεράκια».
Στις ενδιάμεσες στάσεις απαγορευόταν να πάρουμε νερό και υποσχέθηκαν ότι θα μας δώσουν βρασμένο μόνο όταν φτάσουμε στην Περμ. Τελικά, μέσα από το άνοιγμα του κουπέ είδα τη γέφυρα που ένωνε τις δύο όχθες του ποταμού Καμά και τον σιδηροδρομικό σταθμό μιας μεγάλης πόλης. Οι φρουροί έτρεξαν με τους κουβάδες, μα ύστερα από λίγο επέστρεψαν χωρίς νερό. «Δεν είναι η Περμ, αλλά ο σταθμός Ρεγιάμ», άκουσα να λένε. Μέσα από την χαραμάδα είδα την πινακίδα του σταθμού που έγραφε με λατινικά γράμματα «PERM» (την εποχή εκείνη η Περμ ήταν πρωτεύουσα της δημοκρατίας της Ζιριάνσκ). Ύστερα από λίγο κάλεσα τους φρουρούς και τους είπε πως είμαστε όντως στην Περμ. «Αχ, κι εμείς απορούσαμε γιατί το γράμμα Я ήταν ανάποδο», είπαν και έτρεξαν να φέρουν νερό.
[...] Το στρατόπεδο Ουσόλσκι ιδρύθηκε για να εξασφαλίζει εργατικά χέρια για την κατασκευή μιας σειράς εργοστασίων στα Ουράλια, κυρίως όμως το μεγάλο εργοστάσιο σόδας (αυτή ήταν η «οικοδόμηση του σοσιαλισμού» όπως μου έλεγε ο ανακριτής μου). Οι κρατούμενοι που μεταφερθήκαμε εκεί, βρεθήκαμε στην πιο ευνοϊκή στιγμή, όταν ύστερα από επιθεώρηση, απέταξαν τον σκληρό διοικητή του στρατοπέδου Στουκολόφ. Είχε διατάξει να κρεμούν τους ακατάλληλους προς εργασία κρατούμενους μπροστά στις πόρτες των παραπηγμάτων και τα πτώματα αυτών των δυστυχισμένων έμειναν έτσι για πολλές ημέρες. Μία άλλη αγαπημένη του διασκέδαση ήταν το «παλούκι». Έπαιρναν τον δυστυχή τον χειμώνα, με θερμοκρασίες τριάντα βαθμών υπό το μηδέν, γυμνό και τον υποχρέωναν να καθίσει σε ένα παλούκι, στερεωμένο ανάμεσα στους τοίχους μιας παγωμένης αποθήκης όλη τη νύχτα. Η φρουρά πρόσεχε μη σηκωθεί ή πέσει. Φυσικά, πέθαινε. Ακόμη θυμούνταν τον θάνατο μιας διανοούμενης από τη Μόσχα, η οποία τιμωρήθηκε γιατί κατά τη διάρκεια μιας παράστασης στο θέατρο του στρατοπέδου δεν έκατσε καλά και από τη θέση του υποβολέα φαινόταν η άκρη της ξανθιάς της κοτσίδας. Έλεγαν πολλές ιστορίες με τις θηριωδίες του Στουκολόφ. Τελικά, διορίστηκε μια επιτροπή ερευνών και τον έδιωξαν.
Φτάνοντας στο στρατόπεδο αμέσως μας πήραν όλα τα πράγματα για να τα απολυμάνουν και μας έστειλαν στα λουτρά. Αντί για τα ρούχα μας μάς έδωσαν κάποιες πουκαμίσες και φούστες σαν τσουβάλια, τις οποίες έπρεπε να τις κρατάμε για να μην πέσουν.
Δεν μπορώ να ξεχάσω το θλιμμένο πρόσωπο του ιερέα από το Μπομπρουίσκ, όπου ζούσαν τότε οι γονείς μου, του πατέρα Συμεών Μπιριουκόβιτς, ο οποίος με αναγνώρισε και με πλησίασε. Με θλίψη μου έδειξε το ξυρισμένο πρόσωπο και κεφάλι του. Δεν τον ξαναείδα ποτέ. Με έστειλαν αμέσως στο νοσοκομείο, ενώ αυτός, προφανώς, μαζί με άλλους κρατούμενους έφυγε για το στρατόπεδο Βισέρσκι. Χειμώνα καιρό, με παγωνιά, έπρεπε να περπατήσουν 60 χιλιόμετρα. Εκεί χάθηκε.
Οι γυναίκες με τις οποίες συνταξίδεψα, μου είπαν στη συνέχεια πως αρκετές ημέρες πριν να φύγει, ρωτούσε για μένα, αλλά εκείνες τον απέφευγαν, επειδή η επικοινωνία των αντρών με τις γυναίκες απαγορευόταν στα στρατόπεδα.
Ύστερα από το λουτρό με έχωσαν σε κάποιο δωμάτιο όπου υπήρχε ένα τραπέζι και ένα σκαμνί μπροστά του. Κάθισα, ακούμπησα το κεφάλι μου στο τραπέζι κι αποκοιμήθηκα αμέσως. Όταν ξύπνησα, ανακάλυψα πως είχε ένα μαντίλι στο κεφάλι μου· πάνω από αυτό μερικές γυναίκες, έξυναν τα κεφάλια τους και έπεφταν πάνω μου διάφορα έντομα. Το κεφάλι μου βρέθηκε κάτω από μία λάμπα, γι’ αυτό και με επέλεξαν. Τρομαγμένη, έβαλα τις φωνές: «Τι κάνετε εδώ;» Μου απάντησαν ήρεμα: «Μην ανησυχείς, δεν θα έρθουν σ' εσένα, αναγνωρίζουν τους δικούς τους». Όντως, δεν ανακάλυψα στη συνέχεια κανένα εισβολέα. Μετά, βρέθηκα σε ένα παράπηγμα, όπου υπήρχαν δύο σειρές με διώροφα ξυλοκρέβατα. Μου υπέδειξαν μία θέση στην μπροστινή γωνιά, ψηλά-ψηλά.
Ξεκίνησε μία νέα περίοδος της ζωής μου. Από παλιότερα είχα αποφασίσει να διασχίσω όλη τη διαδρομή της Ρωσίδας κρατούμενης χωρίς εκπτώσεις για την ηλικία και την υγεία μου. Παρόλο που ένιωθα τελείως άρρωστη, ύστερα από όλες αυτές τις συγκινήσεις, αποκοιμήθηκα αμέσως. Στις 4 η ώρα το πρωί είχαμε εγερτήριο. Σηκώθηκα, έτοιμη να ξεκινήσω την πορεία μου μέσα στο στρατόπεδο, κοιτάζοντας από το ξυλοκρέβατό μου όλα όσα συνέβαιναν στο παράπηγμα. Μέσα σε φασαρία και φωνές, η επικεφαλής της μπριγάδας Κάτια προσπαθούσε να οργανώσεις τις ομάδες των ενοίκων του παραπήγματος, για να τις στείλει στις οικοδομικές εργασίες του εργοστασίου, το οποίο βρισκόταν σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από το στρατόπεδο.
«Α, καινούργια είναι», φώναξε η Κάτια μόλις με είδε, «σήκω να πας στη δουλειά», είπε πλησιάζοντας το ξυλοκρέβατό μου. «Τι έχεις στο λαιμό σου;» ρώτησε. «Σταυρό», απάντησα. «Δείξε μου». Της έδειξα. Η Κάτια δεν είπε τίποτα, ενώ άρχισα να κατεβαίνω από το ξυλοκρέβατο για να πάω στη δουλειά. Η Κάτια βρήκε κάτι καλές τσόχινες μπότες και μου τις έδωσε, αλλά αμέσως τις άρπαξε κάποιος, πριν προλάβω καν να τις αγγίξω. Η Κάτια κούνησε το κεφάλι της, αλλά χωρίς να πει τίποτα μου έφερε άλλες, παλιές και μεγάλες. Κατέβηκα από το ξυλοκρέβατο και αμέσως με έπιασε δυνατός βήχας. «Είσαι άρρωστη, είπε η Κάτια. «Δεν θα σε στείλω στη δουλειά. Πήγαινε στον γιατρό». Ο γιατρός, κρατούμενος κι αυτός, ήταν κάπου εκεί κοντά, επιβεβαίωσε την πνευμονία και με έστειλε στο νοσοκομείο.
Δύο ηλικιωμένες ένοικοι του παραπήγματος μου είπαν στη συνέχεια: «Τι ανόητη που είσαι και έδειξες τον σταυρό σου. Έπρεπε να τον κρύψεις». Πιθανόν, να ήμουν ανόητη τότε, αλλά, αν τον έκρυβα, θα μου τον έκλεβαν έτσι κι αλλιώς τη νύχτα ή θα μου τον άρπαζαν, ενώ έτσι σαν να αναγνώριζαν οι γύρω μου πως έχω το δικαίωμα να φοράω σταυρό. Στη συνέχεια, όταν με λυπήθηκαν, σαν «γραμματιζούμενη», θέλησαν να με βολέψουν σε μία πιο ελαφριά, «πολιτιστική-διαφωτιστική» δουλειά, πάντα βρισκόταν κάποιος που έλεγε: «Μα αυτή φοράει σταυρό;» Κανείς όμως ποτέ δεν ζήτησε να τον βγάλω. Μόνο μία ηλικιωμένη διανοούμενη Μοσχοβίτισσα ποιήτρια απήγγειλε κατά τη διάρκεια της πρωτοχρονιάτικης γιορτής το ποίημα «Οικονομολόγος με σταυρό». Το ποίημα όμως δεν προκάλεσε μεγάλη εντύπωση. Ύστερα, η ποιήτρια έπαθε μία συμφορά κι εγώ τη βοήθησα. Έτσι γίναμε φίλες, αλλά δεν αναφέραμε ποτέ το ποίημα.
Το νοσοκομείο είχε δύο θαλάμους, έναν για τους άντρες κι έναν για τις γυναίκες και βρισκόταν σε ένα ξεχωριστό παράπηγμα. Το ιατρικό προσωπικό αποτελούνταν από τον βοηθό φαρμακοποιού και δύο νοσηλεύτριες. Ο βοηθός φαρμακοποιού, όπως διαπίστωσα στη συνέχεια, δεν είχε ιατρική παιδεία, απλά ήταν πιο εύκολη η ζωή στο νοσοκομείο, παρά στις βαριές καθημερινές χειρωνακτικές εργασίες. Κάτι ήξερε όμως, όπως για παράδειγμα να βάζει βεντούζες και να βάζει ορούς, κυρίως όμως προσπαθούσε να βοηθήσει τους αρρώστους όταν τους έφερναν με κρυοπαγήματα, κάνοντάς τους ζεστά λουτρά και συντρέχοντάς τους όπως μπορούσε. Μου πρότεινε να μου βάλει ορό αρσφεναμίνης 84, λέγοντας πως θα με βοηθήσει αμέσως. Δεν είχα ιδέα περί τίνος πρόκειται εκείνη την εποχή και έτσι συμφώνησα.
Η κοπέλα που ήταν στο διπλανό κρεβάτι με ρώτησε: «Εδώ κάνεις θεραπεία;». Της απάντησα πως όχι και πως έχω πνευμονία. «Μα εδώ σου κάνουν θεραπεία», απάντησε χωρίς να καταλαβαίνει τι της λέω. Της είπα πως η ποινή μου είναι τρία χρόνια, πως είμαι από το Λένινγκραντ, αλλά εκείνη επέμενε να λέει για κάποια θεραπεία. Τελικά δεν άντεξε και είπε: «Πόσο ανόητη είσαι!» και μου μίλησε για μία συγκεκριμένη αρρώστια, για την οποία όλοι έκαναν θεραπεία εκεί. Την εποχή εκείνη δεν ήξερα ότι το μεγαλύτερο μέρος των κρατουμένων στα παραπήγματα των γυναικών ήταν πόρνες. Πριν από λίγο καιρό είχαν γίνει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στις πόλεις και τις είχαν στείλει όλες εδώ. Ανάμεσά τους ήταν και πολλές που υπέφεραν από την επαγγελματική τους ασθένεια. Μία άλλη δοκιμασία ήταν η νοσηλεύτρια, η οποία ήταν απατεώνισσα. Με πλησίασε κι άρχισε να με κοιτάζει επίμονα, αλλά ύστερα χτύπησε τα χέρια της: «Ω, εσύ είσαι τσαρικής γενιάς!» Άρχισα ξανά να της λέω πως είμαι από το Λένινγκραντ, πως είμαι κρατούμενη καταδικασμένη σε τρία χρόνια κάθειρξη. Εκείνη δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτα κι επέμενε: «Μην το λες, όποιος σε δει, αμέσως θα πει πως είσαι τσαρικής γενιάς». Στα Ουράλια, όπου βρισκόταν το στρατόπεδο, ήταν ακόμη ζωντανή η μνήμη για τον χαμό της τσαρικής οικογένειας και ο λαός δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την ιδέα της δολοφονίας αθώων παιδιών. Κυκλοφορούσαν πολλοί θρύλοι σχετικά με τη σωτηρία τους.
Ένας λεπτός τοίχος χώριζε τον θάλαμο των γυναικών από εκείνον των αντρών, από τον οποίο κατά διαστήματα ακούγονταν οιμωγές. Ο βοηθός φαρμακοποιού έλεγε πως φώναζε ένας κρατούμενος που έπασχε από μία βαριά νευρολογική ασθένεια, η οποία του προκαλούσε δυνατούς πόνους. Αυτόν τον κρατούμενο, με πνευμονία, σε θερμοκρασία 40 βαθμών υπό το μηδέν, τον υποχρέωσαν να παίξει στη θεατρική παράσταση με αποτέλεσμα να έχει επιπλοκές. Συνάμα, ακουγόταν μία άλλη, πολύ αδύναμη φωνή: «Ακούω ομιλίες μορφωμένων. Πείτε στους δικούς μου στη Μόσχα πως πέθανα εδώ». Δυστυχώς, δεν θυμάμαι το επίθετό του. Βέβαια, ούτε εγώ η ίδια πίστευα πως θα ξαναδώ τη Μόσχα. Θεωρούσα πως η ζωή μου είχε τελειώσει.
Η Βαλεντίνα Γιασνοπόλσκαγια γεννήθηκε το 1904. Εργάστηκε στο Λένινγκραντ ως οικονομολόγος στη Γενική Διεύθυνση Τηλεγραφείων. Την συνέλαβαν το 1930 για την υπόθεση του «αντισοβιετικού μοναρχικού κέντρου της Αληθινής Ορθόδοξης Εκκλησίας». Η απόφαση της τρόικας της Ο.ΓΚΕ.ΜΠΕ.ΟΥ ήταν: 3 χρόνια σε στρατόπεδο.