Η διαδικασία branding των κρατών έχει ως ένα σημαντικό της άξονα την ασφάλεια. Οι επενδύσεις, η τουριστική κίνηση και γενικότερα η εικόνα ενός κράτους επηρεάζεται σε ουσιαστικό βαθμό από την αίσθηση που υπάρχει, κυρίως στα ΜΜΕ, για το πόσο ασφαλής είναι μία χώρα ή όχι.
Το 1999, λίγα χρόνια μετά την κρίση στα Ίμια και την υπόθεση Οτσαλάν, ο τότε Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης αποφάσισε να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στον τομέα της ασφάλειας. Η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 ήταν μία ακόμη παράμετρος που μεγιστοποιούσε την πίεση στην τότε Κυβέρνηση, με σημαντικότερη απειλή, αυτή της εγχώριας τρομοκρατίας. Η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 έβαλε στην εξίσωση και την απειλή από τη διεθνή τρομοκρατία. Η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα που έπρεπε να διοργανώσει Ολυμπιακούς Αγώνες υπό την απειλή της Al Qaeda.
Το δύσκολο έργο της αντιμετώπισης της εγχώριας τρομοκρατίας και παράλληλα του σχεδιασμού ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων ανέλαβε πολιτικά ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης Μιχάλης Χρυσοχοΐδης και από τον Αύγουστο του 2001, ο νέος Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας, Φώτης Νασιάκος. Η εξάρθρωση της 17 Νοέμβρη και του ΕΛΑ και ο σχεδιασμός και τελικά η διοργάνωση απολύτως ασφαλών Ολυμπιακών Αγώνων δημιούργησαν ένα παγκόσμιο brand ασφάλειας για την Ελλάδα.
Από το 2007 και τις φονικές πυρκαγιές στην Πελοπόννησο ξεκίνησε μία περίοδος που η Ελλάδα βρέθηκε στο επίκεντρο των διεθνών μέσων με αρνητική χροιά. Το 2008 και τα εκτεταμένα επεισόδια που ακολούθησαν το θάνατο του Γρηγορόπουλου όξυναν αυτή την αίσθηση ανασφάλειας. Η περίοδος των μνημονίων με τις συνεχόμενες διαδηλώσεις και τη βία που ξεσπούσε στο πλαίσιο αυτών, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση το θάνατο των ανθρώπων στη Μαρφίν, αλλά και την προσπάθεια βίαιης εισόδου στο Κοινοβούλιο, δημιούργησε μία αίσθηση κανονικότητας της βίας. Η προσφυγική- μεταναστευτική κρίση του 2015 έθεσε σοβαρά ερωτήματα για την ικανότητα της χώρας να ελέγξει τα σύνορα, ενώ οι φονικές φυσικές καταστροφές σε Μάνδρα και Μάτι σφράγισαν αυτή την περίοδο διαρκούς ανασφάλειας και αρνητικής προβολής.
Βασική πτυχή στην πολιτική agenda της Κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν η συνολική αλλαγή στην ασφάλεια και στη διαχείριση κρίσεων. Η επιλογή του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη σφράγισε αυτή την προτεραιότητα. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν και να κινούνται σε μία διαφορετική κατεύθυνση. Η εξαιρετική διαχείριση των πολλαπλάσιων, συγκριτικά με το 2018, πυρκαγιών ήταν το πρώτο χειροπιαστό δείγμα πως το κράτος επέστρεψε με αποτελεσματικό τρόπο στη διαχείριση των κρίσεων.
Η αποτροπή επεισοδίων στις 17 Νοεμβρίου και στις 6 Δεκεμβρίου ήταν άλλη μία κερδισμένη μάχη, στον πολύπαθο για τη χώρα τομέα των βίαιων διαδηλώσεων. Παράλληλα, η ενίσχυση της εμφανούς αστυνόμευσης δημιούργησε ένα έντονο αίσθημα ασφάλειας, το οποίο ενδυνάμωσε η παρουσία της Αστυνομίας και η αντιμετώπιση της εγκληματικότητας στα Εξάρχεια και σε άλλες περιοχές του κέντρου της Αθήνας που είχαν για χρόνια εγκαταλειφθεί.
Η εντυπωσιακότερη όμως αλλαγή στο brand ασφάλειας της Ελλάδας ήρθε ως αποτέλεσμα της επιτυχούς διαχείρισης δύο δύσκολων και περίπλοκων κρίσεων: α) της συνοριακής κρίσης στον Έβρο και β) της πανδημίας. Η Ελλάδα κατάφερε να αποτελέσει σημείο αναφοράς στα διεθνή ΜΜΕ, τόσο για την προστασία των ευρωπαϊκών συνόρων, σηματοδοτώντας μία αλλαγή αντίληψης, αλλά και στην περίπτωση της δύσκολης και άνισης μάχης με την πανδημία. Η Ελλάδα, μετά από δεκαέξι χρόνια, είναι ξανά συνώνυμο της λέξης ασφάλειας, ένα εξαιρετικό brand που μπορεί να λειτουργήσει θετικά σε μία σειρά τομέων που σχετίζονται και με την ανάπτυξη και την οικονομία.
*Ο Τριαντάφυλλος Καρατράντος είναι Δρ. Ευρωπαϊκής Ασφάλειας και νέων απειλών, επιστημονικός συνεργάτης ΕΛΙΑΜΕΠ.