Ανάπτυξη 3% φέτος και 4% του χρόνου προβλέπει για την ελληνική οικονομία ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης Moody's. Η χώρα μας έχει επιτύχει σημαντική ανάπτυξη, ωστόσο βρίσκεται αντιμέτωπη με αρκετές προκλήσεις. Η μεγαλύτερη εξ' αυτών είναι το χρέος, η μείωση του οποίου θα απαιτήσει μια συνετή δημοσιονομική πολιτική. Τα παραπάνω αναφέρει μεταξύ άλλων, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Liberal ο Colin Ellis, Chief Credit Officer της Moody's. Πώς αξιολογεί την πιθανότητα ύφεσης στην ευρωζώνη και το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Συνέντευξη στον Νικόλα Ταμπακόπουλο
Η ελληνική οικονομία πρόσφατα βγήκε από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας. Ποιες είναι οι προβλέψεις σας σχετικά με τους ρυθμούς ανάπτυξης το 2022 και το 2023;
Σε αυτή τη φάση αναμένουμε ανάπτυξη του ΑΕΠ 3% στην Ελλάδα την τρέχουσα χρονιά, ενώ το 2023 η ανάπτυξη θα φτάσει το 4%. Παρατηρούμε πως η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται, καθώς η κυβέρνηση προσπαθεί να προχωρήσει σε δομική αναδιάρθρωσή της. Ωστόσο, ο δρόμος για την αναμόρφωση της οικονομίας είναι μακρύς.
Πιστεύετε πως η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και ο αυξημένος πληθωρισμός «παγώνουν» την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας;
Επί του παρόντος, αξιολογούμε το ελληνικό αξιόχρεο με Ba3 με σταθερή προοπτική, πράγμα που σημαίνει ότι βλέπουμε τους κινδύνους γύρω από την αξιολόγηση να είναι γενικά ισορροπημένοι. Από αυτό το σημείο εκκίνησης, θα ήταν πολύ ασυνήθιστο για οποιαδήποτε αξιολόγηση να αναβαθμίσει την οικονομία κατά τρεις βαθμίδες μέσα σε ένα έτος, δηλαδή σε επενδυτική βαθμίδα. Ένα πιο πιθανό σενάριο είναι να συνεχίσουμε να βλέπουμε πρόοδο στην ανοικοδόμηση της πιστοληπτικής ικανότητας για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, κάτι που θα αντικατοπτρίζαμε στις αξιολογήσεις μας.
Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την ελληνική οικονομία προκειμένου να κατακτήσει την επενδυτική βαθμίδα;
Η μεθοδολογία μας για την αξιολόγηση του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας περιλαμβάνει τέσσερις βασικούς παράγοντες, δηλαδή την οικονομική ανάπτυξη, τους θεσμούς και τη διακυβέρνηση, τη δημοσιονομική ισορροπία και την ετοιμότητα της χώρας να αντιμετωπίζει κρίσεις, δηλαδή έκτακτες περιπτώσεις.
Ενώ και οι τέσσερις αυτοί παράγοντες θα μπορούσαν να βελτιωθούν με την πάροδο του χρόνου, η δημοσιονομική ισορροπία παραμένει σχετικά ασθενής μεταξύ αυτών, αντανακλώντας τη φύση των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Η μείωση του πολύ υψηλού επιπέδου χρέους/ΑΕΠ της Ελλάδας θα απαιτήσει μια συνετή δημοσιονομική πολιτική για πολλά ακόμη χρόνια, η οποία θα πρέπει να στηρίζεται σε πολιτική και κοινωνική αποδοχή.
Περνώντας στις ελληνικές τράπεζες, πώς αξιολογείτε το εγχώριο τραπεζικό σύστημα και τα αποτελέσματα που ανακοίνωσαν οι συστημικές;
Αυτή τη στιγμή διατηρούμε θετικές προοπτικές για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, αντανακλώντας ένα βελτιωμένο λειτουργικό περιβάλλον -παρά τις τρέχουσες πληθωριστικές πιέσεις – και αναμένουμε περαιτέρω πτώση των NPEs και βελτίωση στην κερδοφορία των τραπεζών. Οι μειώσεις των NPEs τα τελευταία χρόνια ήταν πολύ μεγάλες, αλλά τα NPEs παραμένουν από τα υψηλότερα στη ζώνη του ευρώ.
Τέλος, πιστεύετε πως η ευρωζώνη θα μπορέσει να αποφύγει την ύφεση και κάτω υπό ποιες συνθήκες;
Η ζώνη του ευρώ έχει πληγεί ανεπανόρθωτα από τις συνέπειες της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένων των κινήσεων περιορισμού του ενεργειακού εφοδιασμού μέσω των συνηθισμένων καναλιών και βεβαίως την παγκόσμια πρόκληση του υψηλού πληθωρισμού. Η τρέχουσα πρόβλεψή μας είναι ότι η ζώνη του ευρώ θα δει αύξηση του ΑΕΠ 2,2% φέτος, ακολουθούμενη από αναιμική ανάπτυξη μόλις 0,9% το 2023. Δεδομένων των αβεβαιοτήτων γύρω από αυτές τις προβλέψεις, αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει δύο τρίμηνα αρνητικής ανάπτυξης, το οποίο όμως συχνά λαμβάνεται ως ορισμός της ύφεσης.
Ωστόσο, η κατάσταση θα ήταν πολύ χειρότερη σε περίπτωση οριστικής διακοπής της παροχής ρωσικού φυσικού αερίου. Σε αυτό το σενάριο, θα μπορούσαμε να περιμένουμε το ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ να μειωθεί μεταξύ 2,5 και 3,5% το επόμενο έτος, αντιπροσωπεύοντας μια σαφή και σημαντική ύφεση. Τα ΑΕΠ της Γερμανίας και της Ιταλίας θα πληγούν ιδιαίτερα, εάν αυτός ο κίνδυνος γίνει πράξη.