Αισιόδοξος ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν διδαχθεί από τα λάθη της προηγούμενης οικονομικής κρίσης και πως θα συνεχιστούν τα μέτρα στήριξης της οικονομίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να διευκολυνθεί η δημιουργία θέσεων εργασίας και να αποτραπεί μια νέα κρίση, δηλώσει ο Γιάκομπ Σουβάλσκι.
Ο επικεφαλής του γερμανικού οίκου αξιολόγησης Scope Ratings για τις κρατικές αξιολογήσεις μιλά στο Liberal για το αναπτυξιακό σχέδιο της κυβέρνησης, τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και την επόμενη ημέρα, εκτιμώντας ότι η σωστή χρήση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης θα συμβάλλει τα μέγιστα για να κλείσει το τεράστιο επενδυτικό κενό που εμφανίζει η ελληνική οικονομία και θεωρεί ρεαλιστικό το στόχο επίτευξης υψηλών ρυθμών ανάπτυξης.
Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Μαριόλη
Κύριε Σουβάλσκι, πιστεύετε ότι η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης είναι game changer για την ελληνική οικονομία, τόσο σε επίπεδο ανάπτυξης όσο και σε επίπεδο αξιολογήσεων;
Η αποτελεσματική χρήση των πόρων του Next Generation EU αποτελεί καταλύτη για χώρες όπως η Ελλάδα που εμφανίζουν υψηλό δημόσιο χρέος, παράγοντας που περιορίζει τη δημοσιονομική τους ευελιξία και την ικανότητα να ενισχύσουν την οικονομία τους.
Βασικά, οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης λειτουργούν ως εξωτερική δημοσιονομική στήριξη για την Ελλάδα.
Η βέλτιστη αξιοποίησή τους μπορεί να κλείσει σημαντικά το μεγάλο επενδυτικό κενό, προσελκύοντας Άμεσες Ξένες Επενδύσεις οι οποίες χρειάζονται για να συγχρηματοδοτηθούν projects, να υποστηριχθεί η δημιουργία θέσεων εργασίας και να μειωθεί η ανεργία που προκάλεσε η πανδημία του covid-19, ιδιαίτερα από τη στιγμή που θα αποσυρθούν τα μέσα στήριξης.
Επιπρόσθετα, η ελληνική κυβέρνηση έχει καταρτίσει ένα συνολικό επενδυτικό πλάνο μέσω της επιτάχυνσης των ιδιωτικοποιήσεων και του μεταρρυθμιστικού προγράμματος καθώς και της συνεχιζόμενης βελτίωσης της διαχείρισης των δημόσιων περιουσιακών στοιχείων.
Τόσο η κυβέρνηση όσο και η ΤτΕ εκτιμούν ότι η έγκαιρη και σωστή χρήση των ευρωπαϊκών πόρων σε συνδυασμό με την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μπορούν να δώσουν ώθηση στο ΑΕΠ έως και κατά 52 δισ. ευρώ έως το 2026. Πιστεύετε ότι αυτός ο στόχος είναι ρεαλιστικός;
Γενικότερα, μετά από σημαντική οικονομική συρρίκνωση τον περασμένο χρόνο, αναμένουμε μία αρκετά ισχυρή ανάκαμψη φέτος και του χρόνου στην Ελλάδα.
Κλειδί για να διατηρήσει η Ελλάδα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για μεγάλο χρονικό διάστημα θα είναι να αποφύγει τη διαρθρωτική αποδυνάμωση της οικονομίας και να αυξήσει τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές, οι οποίες ήταν ασθενείς πριν την πανδημία.
Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμίσεις του σχεδίου της κυβέρνησης, μπορούν να απελευθερώσουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για χρόνια, πρωτίστως μέσω της αύξησης των συνολικών επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της απασχόλησης. Το σενάριο είναι αισιόδοξο αλλά και ρεαλιστικό.
Σε πρόσφατη έκθεση της Scope Ratings, προβλέπεται ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας θα ξεπεράσει το επίπεδο του 2019 το 2023 και ότι το 2024 θα είναι μόλις 4 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το 2019. Ποιοι παράγοντες θα καθορίσουν την αναθεώρηση αυτής της πρόβλεψης;
Η συγκεκριμένη μελέτη στην ουσία συνέκρινε τις αναθεωρημένες προβλέψεις του ΔΝΤ για το 2024 με αυτές που δημοσιεύτηκαν τον Οκτώβριο του 2019, που ήταν η τελευταία πλήρης έκθεση του ΔΝΤ πριν ξεσπάσει η πανδημία. Οι προβλέψεις για την Ελλάδα δείχνουν ότι η πανδημία διέκοψε μία ανάκαμψη που δεν ήταν ιδιαίτερα ισχυρή λόγω των χαμηλών επενδύσεων και του μεγάλου όγκου κόκκινων δανείων.
Την ίδια ώρα, η πανδημία φέρνει μια νέα γενικά μη εξυπηρετούμενων δανείων, χαμηλές αποταμιεύσεις και διαρθρωτικά υψηλή ανεργία, παράγοντες που αποτελούν τους μεγαλύτερους κινδύνους για την επίτευξη ισχυρής ανάκαμψης.
Η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης μπορεί να λειτουργήσει αντισταθμιστικά στις χαμηλές αποταμιεύσεις και παράλληλα να προσελκύσει περισσότερες άμεσες ξένες επενδύσεις οι οποίες θα συμπληρώσουν τα ευρωπαϊκά κονδύλια. Έτσι θα καλυφθεί μέρος των διαρθρωτικών ελλείψεων της Ελλάδας που μέχρι σήμερα έχουν αποτρέψει την επίτευξη υψηλότερης ανάπτυξης.
Τα ελληνικά ομόλογα σήμερα είναι επιλέξιμα για το πρόγραμμα PEPP. Τι πιστεύετε ότι θα συμβεί όταν το έκτακτο QE ολοκληρωθεί το 2022; Είναι πιθανό να δούμε το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου να αυξάνεται ξανά και απότομα ή μπορεί η ΕΚΤ να συνεχίσει με κάποιο τρόπο να δέχεται τους ελληνικούς τίτλους έως ότου η Ελλάδα αναβαθμιστεί σε «investment grade»;
Η Ελλάδα ωφελείται από την καλή δημοσιονομική της επίδοση, όπως αποδεικνύεται από το ιστορικό των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων που είχε επιτύχει μπαίνοντας στην πανδημική κρίση.
Ωφελείται επίσης από το προφίλ του χρέους της και το σημαντικό κεφαλαιακό της μαξιλάρι. Όλοι αυτοί οι παράγοντες ενισχύουν την επενδυτική εμπιστοσύνη. Συνεπώς, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν και το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ λήξει, δεν νομίζω ότι η Ελλάδα θα βρεθεί αντιμέτωπη με μεγαλύτερη αποστροφή κινδύνου από πλευράς επενδυτών.
Τέλος, το γεγονός ότι προβλέπεται η παροχή πιστωτικής γραμμής στήριξης από τον ESM, αν και θεωρείται απίθανο να χρειαστεί δεδομένων των τρεχουσών συνθηκών στις αγορές, λειτουργεί ως παράγοντας που περιορίζει την πιθανότητα αύξησης των επιτοκίων δανεισμού της Ελλάδας.
Είστε αισιόδοξος ότι η ελληνική οικονομία, με τα δεδομένα διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, μπορεί να ξεπεράσει ομαλά την κρίση χωρίς να χρειαστεί να εφαρμόσει ξανά αυστηρά μέτρα λιτότητας;
Θέλω να πιστεύω ότι οι πολιτικοί έχουν διδαχθεί από την προηγούμενη οικονομική κρίση, όταν οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ακολούθησαν τη συμβουλή της λιτότητας. Αυτή τη στιγμή είναι σημαντικό να υποστηριχθεί η οικονομική ανάκαμψη με δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα στήριξης.
Μία ταχύτερη ανάκαμψη θα οδηγήσει σε μείωση της ανεργίας και αύξηση των επενδύσεων. Παρ’ όλα αυτά, με το πέρασμα του χρόνου η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ θα γίνει λιγότερο αποτελεσματική στην ενίσχυση της οικονομίας.
Αν δεν υπάρξει ομαλοποίηση των επιτοκίων τα επόμενα χρόνια, αυτό μπορεί να έχει μη βιώσιμες επιπτώσεις στο μέτωπο του πληθωρισμού, οι οποίες θα έχουν αντίκτυπο στην χρηματοπιστωτική σταθερότητα και θα πυροδοτήσουν την επόμενη κρίση.
Επομένως, είναι σημαντικό να συνεχιστούν τα μέτρα στήριξης της οικονομίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η δημιουργία θέσεων εργασίας η οποία με τη σειρά της θα επιτρέψει την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής και θα μειώσει τον κίνδυνο χρηματοπιστωτικής αποσταθεροποίησης.