Η παρουσίαση των παρεμβάσεων για την οικονομία που θα έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ «αν ήταν (ακόμη) στην κυβέρνηση» υπήρξε απογοητευτική. Υπό την αίρεση της θετικής παρατήρησης ότι όλα τα μέτρα που πρότεινε βρίσκονται στη ίδια γραμμή με την κυβέρνηση. Με μια δόση χρυσόσκονης, βεβαίως. Γεγονός που προάγει μια κοινή αντίληψη κι ενισχύει τη διεθνή διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης. Καλύτερα προφανώς από τότε που η αντιπολίτευση έλεγε «άλλ' αντ’ άλλων», καλλιεργώντας κλίμα πολιτικής ανατροπής του καθεστώτος και διέλυε τα θετικά βήματα στην εθνική προσπάθεια.
Περίμενα πάντως κάτι καλύτερο, ύστερα από πενήντα τέσσερις μήνες διακυβέρνησης. Φαίνεται ότι το εμπόδιο είναι ο ίδιος ο Τσίπρας: όσα δεν κατανοεί, τα αποφεύγει. Ο,τι δεν μεταρσιώνεται σε απλοϊκό σύνθημα, το παραλείπει. Απόδειξη ότι αρχικώς είπε πως θα έβαζε στην οικονομία 26 δισ. «σε ορίζοντα εξαμήνου», για να υποστηρίξει, τηλεοπτικώς ότι υπάρχουν διαθέσιμα 50 δισ. που πρέπει να διατεθούν.
Γενικότερα, ο αδύναμος κρίκος στις προτάσεις «Μένουμε Όρθιοι» είναι ότι οδηγούν σε ανοιχτή δημοσιονομική κρίση μόλις βγει ο κόσμος από την κρίση του ιού. Για κάποιον που φορομαστίγωσε πολίτες και επιχειρήσεις, γι' αυτόν που διέλυσε την πρώτη ανάκαμψη του 2014, είναι τραγικό να μην κατανοεί, ακόμη σήμερα, πως όσα μοιράζει με το ένα χέρι, πρέπει προηγουμένως να τα πάρει με το άλλο και, το δυσκολότερο, πρέπει ο επιχειρηματικός τομέας να τα έχει δημιουργήσει.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η επανεκκίνηση της οικονομίας, όταν με το καλό γυρίσουμε στις δουλειές μας, δεν θα απαιτήσει μια τεράστια προσπάθεια. Ήδη, με τα κυβερνητικά μέτρα, η Ελλάδα αναμένεται να εμφανίσει μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα, αντί του πλεονάσματος που περιμέναμε. Η χρηματοδότηση του απροσδόκητου αυτού «δημοσιονομικού στριμώγματος» αποτελεί σπουδαίο πρόβλημα, που θα το βρούμε μπροστά μας.
Αν οι αγορές δεν πειστούν ότι η Ελλάδα διαθέτει τις ικανότητες να δημιουργήσει ευκαιρίες, να προσθέσει παραγωγική ικανότητα σε εκείνη που είχαμε πριν από ένα μήνα και, κυρίως, αν δεν βελτιώσουμε με άλματα την παραγωγικότητα της εθνικής οικονομίας, τότε δεν θα είναι πρόθυμες να μας δανείσουν (κράτος, τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις) με συμφέρον επιτόκιο.
Όταν φτάσει εκείνη η στιγμή, θα φανεί η μεγαλύτερη και καθοριστική διαφορά ανάμεσα στις δύο πολιτικές παρατάξεις. Ο κ. Τσίπρας επιδιώκει το φωτογραφικό «πάγωμα» της οικονομίας και υπόσχεται να τη βάλει στα μικροκύματα για να ξεκινήσει ξανά. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι «από πάνω», τη συντηρεί μέρα προς μέρα, εβδομάδα προς εβδομάδα και περιμένει να ρίξει το «μεγάλο πακέτο» σε όφελος της απασχόλησης. Γιατί αυτό που θα χρειαστεί την επόμενη μέρα θα είναι εντατική κινητοποίηση της εργασίας και του κεφαλαίου, των μόνων δύο παραγόντων που δημιουργούν, συνεργατικά, νέο εισόδημα. Δεν είναι μια κάποια πολιτική «διαφορά». Είναι θέμα κοσμοθεωρίας.
*Ο Μπάμπης Παπαδημητρίου είναι δημοσιογράφος και βουλευτής (Ν.Δ.)
**Αναδημοσίευση από τη στήλη «Ελευθερόφρων» που κυκλοφορεί με τον «Φιλελεύθερο» του Σαββάτου