Του Γιάννη Στεφανίδη*
Συχνά, η ιστορία δείχνει να επαναλαμβάνεται, την πρώτη φορά ως τραγωδία, την επόμενη ως φάρσα, όπως εύστοχα είχε παρατηρήσει ο Karl Marx στο έργο του «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου-Ναπολέοντα». Η απόφαση για τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής, η οποία θα διερευνήσει τυχόν ποινικές ευθύνες του πρώην αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλου από τον χειρισμό της υπόθεσης Novartis ενδεχομένως να αποδειχθεί δευτερεύουσας σημασίας για τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας.
Συνειρμικά, πάντως, το πρόσφατο περιστατικό παραπέμπει σε μια άλλη περίπτωση διαρροής ψήφων που αμαύρωσε την εικόνα μιας κυβέρνησης με νωπή και τρανταχτή λαϊκή εντολή. Αναφέρομαι στην κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου της Ενώσεως Κέντρου που αναδείχτηκε με την καταπληκτική πλειοψηφία του 53% τον Φεβρουάριο του 1964. Τότε, η επιλογή προσώπου από τον επικεφαλής του κόμματος και πρωθυπουργό για τη θέση του Προέδρου της Βουλής δεν υπερψηφίστηκε, καθώς 33 από τους παρόντες 166 βουλευτές της πλειοψηφίας έριξαν αρνητική ή άκυρη ψήφο.
Με αφορμή το αποτέλεσμα εκείνο, ο Παπανδρέου είχε δηλώσει το αμίμητο: «Οι θριαμβευταί [των εκλογών] της 16ης Φεβρουαρίου εγίναμεν η χλεύη των ηττημένων». Η τραγωδία για τον ίδιο και την παράταξή του υπήρξε διπλή: Ο εκλεκτός του για την προεδρία της Βουλής, ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, θα ορκιζόταν επικεφαλής μιας θνησιγενούς κυβέρνησης, κατά τα Ιουλιανά του 1965, ενώ η κοινοβουλευτική ομάδα της Ενώσεως Κέντρου θα φυλλορροούσε έπειτα από διαδοχικές αποστασίες.
Σήμερα, ακόμα και αν υποτεθεί ότι έξι, πάνω-κάτω, βουλευτές της συμπολιτεύσεως δεν συντάχθηκαν με την κομματική γραμμή υπέρ της παραπομπής του κυρίου Παπαγγελόπουλου, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης, όσο τουλάχιστον δεν διαφαίνεται κάποια μείζων κρίση στον ορίζοντα, ικανή να κλονίσει τη συνοχή της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Σε βάθος χρόνου, όμως;
Η Νέα Δημοκρατία δεν είναι Ένωση Κέντρου. Έχει ιστορία σχεδόν μισού αιώνα και έχει προ πολλού αποβάλει τον προσωποπαγή της χαρακτήρα. Σε επίπεδο εκλογικής βάσης, διατήρησε τον πολυσυλλεκτικό της χαρακτήρα, βασικό στοιχείο της επιβίωσής της σε δύσκολες συγκυρίες, όπως το 2009 και, ιδίως, το 2012. Η επικράτησή της στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις οφείλεται στο γεγονός ότι συγκράτησε μεγάλο μέρος των προ μνημονίου δυνάμεών της – σε χτυπητή αντίθεση με το ΠΑΣΟΚ – και κατόρθωσε να κερδίσει νέους ψηφοφόρους (ίσως σε ποσοστό 1:2 προς τους παλαιούς «παραμένοντες»), τόσο επί Αντώνη Σαμαρά όσο, ιδίως, επί Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ταυτοχρόνως, η Νέα Δημοκρατία παραμένει κόμμα πολλών τάσεων, με σημαντικότερες δύο: πρώτον, τη λεγόμενη «Λαϊκή Δεξιά» – που, μεταξύ άλλων, έχει συμβάλει στην εμπέδωση του πελατειακού, παρεμβατικού, επεκτεινόμενου και σπάταλου κράτους, διακρίνεται από δυσανεξία στις μεταρρυθμίσεις, και, ενώ αρέσκεται στη ρητορεία της «επιστροφής στις ρίζες», ταυτόχρονα έχει αμβλύνει μέχρις εξαφανίσεως τους τόνους της ιδεολογικής αντιπαράθεσης με την Αριστερά? δεύτερον, τη φιλελεύθερη τάση – θιασώτη ενός μικρότερου και πιο ευέλικτου κράτους, υπέρμαχο λιγότερο ή περισσότερο δραστικών μεταρρυθμίσεων στην οικονομία και τους θεσμούς, και διατεθειμένη να αμφισβητήσει, λόγω και έργω, την ιδεολογική κυριαρχία που ασκεί η Αριστερά τα τελευταία 45 έτη.
Είναι κοινό μυστικό ότι η «Λαϊκή Δεξιά», ταυτισμένη εν πολλοίς με την καραμανλική διακυβέρνηση της περιόδου 2004-2009, δεν στήριξε την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία του κόμματος. Αντίθετα, η φιλελεύθερη τάση, με τη συνδρομή χιλιάδων νέων ψηφοφόρων της ΝΔ, συνέβαλε καθοριστικά στην εξέλιξη αυτή που, σε διάστημα τριάμισι ετών, έθεσε τέρμα στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι επίσης κοινό μυστικό ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ φρόντισε να ρίξει γέφυρες και να διατηρήσει σχέσεις αβρότητας (για να το θέσω κομψά) με εκπροσώπους της «Λαϊκής Δεξιάς», από τους ΑΝΕΛ του κυρίου Καμμένου, τον σημερινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον αναπληρωτή υπουργό Παπαγγελόπουλο, κάποια «ορφανά» της περιόδου Καραμανλή, μέχρι το συγκρότημα που εκδίδει τις εφημερίδες Δημοκρατία και Εστία. Τα εκφραστικά όργανα αυτής της τάσης αρέσκονται μάλιστα να αυτοπροσδιορίζονται ως «η ψυχή της παράταξης» – προκαλώντας συνειρμούς με τον θεατρικό χαρακτήρα του Φάουστ.
Η εκλεκτική αυτή σχέση μερίδας της «Λαϊκής Δεξιάς» και της κυβερνώσας Αριστεράς της περιόδου 2015-2019 αποτυπώθηκε στην ιδιότυπη ασυλία της οποίας απήλαυσε η καραμανλική διακυβέρνηση τόσο στον δημόσιο λόγο όσο και σε πρωτοβουλίες επίρριψης ευθυνών για τα αίτια της οικονομικής μας κατάρρευσης, εν οις και η υπόθεση Novartis.
Την ίδια σχέση απηχεί η αποστροφή της ομιλίας του κυρίου Παπαγγελόπουλου στη Βουλή περί «προδοτών της παράταξης» στη «ΝΔ με αρχηγό τον Μητσοτάκη», οι οποίοι απεργάστηκαν τη δίωξη του. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η εκδοχή αυτή δεν συγκίνησε τους βουλευτές της ΝΔ, ούτε εκείνους που ενδεχομένως δεν υπερψήφισαν τη σύσταση προανακριτικής, το πρόβλημα προσανατολισμού της κυβερνητικής πλειοψηφίας παραμένει.
Για να το θέσουμε απερίφραστα: Αν η κυβέρνηση έχει αμφιβολίες για τη στάση της κοινοβουλευτικής της πλειοψηφίας σε ένα ζήτημα που, όπως η υπόθεση Novartis, θίγει βαρύτατα την τιμή και την υπόληψη κορυφαίων στελεχών (και) της ΝΔ, τότε πώς θα προωθήσει μια ατζέντα μεταρρυθμίσεων που θίγουν πολλά και ποικίλα συμφέροντα, ταυτισμένα με αυτόκλητους εκφραστές της «(λαϊκής) ψυχής της παράταξης»;
Αν η ΝΔ αποδειχτεί διχασμένο κόμμα μπροστά στα προβλήματα που επί μία δεκαετία παραμένουν επείγοντα και ζωτικής σημασίας, η Ιστορία μας κινδυνεύει να επαναληφθεί ως τραγωδία. Ας το έχουν υπόψη τους οι θριαμβευτές της 7ης Ιουλίου.
* Ο Γιάννης Στεφανίδης διδάσκει Διπλωματική Ιστορία στη Νομική του ΑΠΘ.