Η σημερινή επέτειος προσφέρεται για εύκολους συνειρμούς. Τις πρωινές ώρες της 21ης Απριλίου 1967 επιβλήθηκε απαγόρευση κυκλοφορίας, διακόπηκαν τα μαθήματα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και ανεστάλη, μεταξύ πολλών άλλων, το συνταγματικό δικαίωμα του συνέρχεσθαι.
Το νέο καθεστώς θα διαρκούσε έως ότου αντιμετωπιζόταν η «έκδηλος απειλή» που επικαλέστηκαν οι πρωτεργάτες του. Εκεί κάπου σταματούν οι όποιες αναλογίες με την κατάσταση που βιώνουμε εν μέσω της συνεχιζόμενης απειλής μιας πανδημίας.
Όσοι σήμερα επικαλούνται τις αναλογίες αυτές για να προβούν σε «πιασάρικους» παραλληλισμούς είναι περίπου οι ίδιοι, οι οποίοι την εποχή του πρώτου και του δεύτερου μνημονίου (2010-14) δήλωναν «αγανακτισμένοι» και υιοθετούσαν το πολλαπλώς ανιστόρητο σύνθημα «Η Χούντα δεν τελείωσε το ’73»!
Όσοι τότε και τώρα κάνουν λόγο για «χούντα» ξεχνούν ή αγνοούν τα πραγματικά περιστατικά που βίωσε η Ελλάδα την περίοδο 1967-74, καθώς και όσα είχαν προηγηθεί του πραξικοπήματος.
Οι περισσότεροι, από όσους καταφεύγουν στην εν λόγω ιστορική αναλογία, πιθανότατα θα απέδιδαν τη δικτατορία του 1967 στον πανταχού παρόντα ξένο δάκτυλο. Άλλωστε, δεν είναι λίγοι αυτοί που και σήμερα είναι πρόθυμοι να δείξουν τους Αμερικανούς ως υπεύθυνους για την πανδημία που μας έκλεισε στα σπίτια μας.
Για τα πραγματικά αίτια της σημερινής κατάστασης – αν οφείλεται σε τυχαίο γεγονός, σε ανθρώπινο σφάλμα ή ακόμα και σε εσκεμμένη ενέργεια – δεν μπορούμε να είμαστε ακόμα απολύτως βέβαιοι, πόσο μάλλον που η πανδημία ξεκίνησε σε μια χώρα υπό μονοκομματικό καθεστώς, το οποίο δεν λογοδοτεί σε αιρετούς και ανεξάρτητους θεσμούς, ελέγχει δε ασφυκτικά τη ροή των πληροφοριών.
Για τη διολίσθηση, όμως, της δικής μας χώρας σε μια επταετή δικτατορία διαθέτουμε ήδη πλούσιο αρχειακό υλικό και αρκετές έγκυρες μελέτες, ώστε να γνωρίζουμε τι συνέβη και να αποφεύγουμε τους άτοπους παραλληλισμούς.
Τον Απρίλιο του 1967, μια ομάδα μεσαίων αξιωματικών του Στρατού κινήθηκαν για να αποτρέψουν τη διεξαγωγή εκλογών που είχε προγραμματιστεί για τις 28 Μαΐου. Κατέλαβαν τα νευραλγικά κέντρα του κρατικού μηχανισμού και υποχρέωσαν τον βασιλιά να ορκίσει κυβέρνηση, στην οποία οι ίδιοι ανέλαβαν τα κρίσιμα υπουργεία.
Οι πρωτεργάτες του πραξικοπήματος κινήθηκαν μόνοι τους. Αψήφησαν τον βασιλιά και τους στρατηγούς που επίσης κινούνταν προς την ίδια κατεύθυνση, χωρίς όμως την ίδια αποφασιστικότητα.
Οι συνταγματάρχες αψήφησαν τους Αμερικανούς. Με μια μικρή επιφύλαξη για τη στάση των μεσαίων στελεχών της CIA στην Ελλάδα, με τα οποία ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και άλλοι συνωμότες γνωρίζονταν από την εποχή που υπηρετούσαν στην ΚΥΠ, οι Αμερικανοί διέθεταν πληροφορίες για τους συνωμότες αλλά αγνοούσαν τις κινήσεις τους.
Η Ουάσιγκτον γνώριζε επίσης τις προθέσεις του βασιλιά και της ηγεσίας του στρατεύματος αλλά δεν έδινε το πράσινο φως για την εκτροπή. Η στάση της ήταν «βλέποντας και κάνοντας», ανάλογα με την απειλή που ενδεχομένως θα ανέκυπτε στην πορεία προς τις εκλογές.
Η απειλή είχε όνομα: Ανδρέας Παπανδρέου. Επί δύο και πλέον χρόνια, η ρητορεία του τρόμαζε το παλάτι, τη Δεξιά, τους Αμερικανούς (με εξαιρέσεις), και μεγάλη μερίδα στελεχών του στρατεύματος. Ο φόβος τους ήταν ότι οι εκλογές θα άνοιγαν τον δρόμο στον Ανδρέα ώστε να αμφισβητήσει το μετεμφυλιακό πλέγμα εξουσίας, είτε με τις δικές του δυνάμεις είτε, το πλέον επικίνδυνο, με τη σύμπραξη της αποσυνάγωγης Αριστεράς.
Το ότι στρατιωτικοί, το παλάτι αλλά και μια κατηγορία πολιτικών της Δεξιάς απεργάζονταν συνταγματική εκτροπή είχε καταστεί κοινό μυστικό στην Ελλάδα των αρχών του 1967. Εφόσον δεν έλεγχε τα δυναμικά ερείσματα της εξουσίας, η πολιτική τάξη της χώρας, ιδίως τα μετριοπαθέστερα στοιχεία Κέντρου και Δεξιάς, είχε μόνο μία επιλογή, να γεφυρώσει τις διαφορές της προκειμένου να αποκατασταθεί στοιχειώδης πολιτική ομαλότητα.
Ωστόσο, όσες απόπειρες συνδιαλλαγής έγιναν αποδείχθηκαν too little, too late. Την πορεία προς τη δικτατορία δεν κατόρθωσαν να ανακόψουν ούτε οι δολιχοδρομίες του παλατιού, ούτε η επίδειξη πυγμής της «καθαρόαιμης» Δεξιάς (κυβέρνηση Κανελλόπουλου), ούτε βέβαια η διακηρυγμένη πεποίθηση των Παπανδρέου, πατρός και υιού, ότι ο «Λαός» θα περιφρουρούσε τη Δημοκρατία.
Αν σήμερα αξίζει να αντλήσουμε κάποια διδάγματα από την εμπειρία της 21ης Απριλίου 1967, πολύ συνοπτικά μπορούν να αναφερθούν τα ακόλουθα:
Σε συνθήκες κρίσης, και μάλιστα εξωγενούς όπως η σημερινή, η συνεννόηση των κυριότερων πολιτικών δυνάμεων είναι οπωσδήποτε ωφέλιμη. Ακόμα, όμως, και αν η συνεννόηση αυτή προσκρούσει σε υποκειμενικά εμπόδια, τότε επιβάλλεται η ύπαρξη εκτελεστικής εξουσίας πρόθυμης να λάβει τα αναγκαία μέτρα, χωρίς να φοβάται την – αναπόφευκτη – λογοδοσία.
Τέλος, εκτός από διδάγματα, η ιστορική εμπειρία μάς δίνει ένα μέτρο σύγκρισης εξόχως παρηγορητικό στη σημερινή συγκυρία: Σε αντίθεση με άλλες εποχές και άλλες χώρες (Βλ. Ουγγαρία), στην Ελλάδα έχουμε κατακτήσει ένα επίπεδο δημοκρατίας που δεν ανέχεται εκτροπές, με πρόσχημα πανδημίες (σήμερα), μνημόνια ή αντιμνημόνια (χθες), πολύ δε λιγότερο ανεπιθύμητα εκλογικά αποτελέσματα, όπως το μακρινό 1967.