Αν κάτι δεν πάει δραματικά στραβά τις επόμενες ώρες, οι Διερευνητικές Επαφές θα ξεκινήσουν εκ νέου στην Κωνσταντινούπολη. Το περιβάλλον είναι δύσκολο, η Άγκυρα επιχειρεί κάθε μέρα να επιβεβαιώνει ότι η ένταση και η προοπτική μιας κρίσης αποτελεί επιλογή της και οι –συχνά απροκάλυπτες– απειλές δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια συνεχής υπενθύμιση της αντίληψής της ότι η Ελλάδα είναι το αδύνατο μέρος σε αυτή τη διαπραγμάτευση και η «φινλανδοποίηση» της εξωτερικής της πολιτικής είναι μία «συνετή» στρατηγική. Την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι προοπτικές δεν φαντάζουν καλές. Όμως, η απόφαση της Αθήνας να αποδεχθεί την επανεκκίνηση για πολλούς λόγους είναι σωστή.
Οι διερευνητικές επαφές είναι στρατηγική επιλογή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εδώ και δύο δεκαετίες. Αυτή η επιλογή δεν έχει αμφισβητηθεί σοβαρά από κανέναν και καμία που έχει βρεθεί σε θέση ευθύνης και λογοδοσίας όλα αυτά τα χρόνια. Και σωστά! Το υπόδειγμα των διερευνητικών επελέγη στις αρχές της δεκαετίας του 2000 μετά από δύο μείζονες κρίσεις (Ίμια και υπόθεση Οτσαλάν) περισσότερο ως ένα μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Είναι ένα πλαίσιο που επιτρέπει την συζήτηση (όχι διαπραγμάτευση!) χωρίς να τηρούνται πρακτικά, με ρήτρα εμπιστευτικότητας και χωρίς οι πολιτικές ηγεσίες να δεσμεύονται εκ των προτέρων. Για την Ελλάδα και με δεδομένη την έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στο αναθεωρητικό αφήγημα της Άγκυρας, οι διερευνητικές είναι ένα ελκυστικό πλαίσιο συζήτησης και επί της διαδικασίας και επί της ουσίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Αθήνα προτιμά τις διερευνητικές επαφές για παρελκυστικούς λόγους. Το αντίθετο συμβαίνει. Οι διερευνητικές είναι ένα μοντέλο επίλυσης διαφορών που επιτρέπει -με προσπάθεια είναι η αλήθεια– ένα λιγότερο τοξικό κλίμα στην αρχή και περισσότερο γόνιμο στην συνέχεια.
Την ίδια στιγμή, οι προσδοκίες δεν μπορεί παρά να είναι μικρές. Η συμπεριφορά της Τουρκίας δεν επιτρέπει αισιοδοξία. Ήταν η Άγκυρα που διέκοψε την διαδικασία το 2016 και –ακόμη πιο σημαντικό– είναι η Άγκυρα που δύο φορές τορπίλισε την επανέναρξη της διαδικασίας τους τελευταίους έξι μήνες με διάφορα προσχήματα (τον Αύγουστο «θυμωμένη» εξαιτίας της Ελληνο-Αιγυπτιακής συμφωνίας μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ). Το εύλογο συμπέρασμα είναι ότι το Τουρκικό καθεστώς δεν επιθυμεί το πλαίσιο των διερευνητικών. Θέλει ένα πολύ πιο πολιτικό πλαίσιο σε υψηλό επίπεδο όπου η απαίτηση για διαπραγμάτευση «χωρίς προϋποθέσεις θα είναι δυσκολότερο πολιτικά για την Αθήνα να την απορρίψει και ο δρόμος για να κατηγορηθεί για αδιαλλαξία θα έχει ανοίξει. Γι’ αυτό έχει σημασία, αν ο σκοπός της Άγκυρας είναι μια προσχηματική παρουσία, η Αθήνα να είναι προετοιμασμένη να αποφύγει τις παγίδες. Η προσπάθεια να «φορτωθεί» η ατζέντα με τις γνωστές τουρκικές αιτιάσεις δεν θα αποτελέσει έκπληξη. Η ελληνική πλευρά μπορεί να εξουδετερώσει την τουρκική τακτική αφήνοντας στην άλλη πλευρά το δίλημμα της αποχώρησης.
Κατά πάσα πιθανότητα η Τουρκία δεν θα προχωρήσει αμέσως σε μία συζήτηση που θα ναρκοθετεί την διαδικασία. Όπως φαίνεται, παράλληλα θα τρέχουν άλλες δύο διαδικασίες που είναι σημαντικές για την Τουρκία (και για την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία). Η πρώτη θα αφορά στο Κυπριακό. Ο ΓΓ του ΟΗΕ ετοιμάζεται να δοκιμάσει και πάλι να αναστήσει την διαδικασία. Πιθανότατα θα έχουμε προσκλήσεις για μια νέα πενταμερή διάσκεψη. Αυτή την στιγμή το μόνο δεδομένο είναι η σαφής επιδίωξη της Άγκυρας για μια λύση περισσότερο διχοτομική από ποτέ. Η δεύτερη είναι μία διαπραγμάτευση για το μέλλον των ευρω-τουρκικών σχέσεων. Η Άγκυρα θεωρεί ότι η αδυναμία της ΕΕ να της επιβάλει κυρώσεις της και η στρατηγική «αναπηρία» κάποιων κρατών μελών, της επιτρέπουν να χειραγωγεί την ενδοευρωπαϊκή συζήτηση. Βεβαίως ξέρει ότι η θετική ατζέντα που τόσο πολύ θέλει η Τουρκία περνά από την συναίνεση αυτή τη φορά της Αθήνας και της Λευκωσίας. Και αυτό είναι ένα όπλο που η ελληνική πλευρά οφείλει να υπενθυμίζει χωρίς φωνές στους ευρωπαίους εταίρους της.
Τέλος, για πρώτη φορά η Ελλάδα προσέρχεται σε μία συζήτηση με την Τουρκία έχοντας αφήσει πίσω της δεκαετίες αδράνειας. ΑΟΖ και 12 ναυτικά μίλια χωρικά ύδατα στο Ιόνιο μέχρι το Ταίναρο, ΑΟΖ με την Αίγυπτο και απονεύρωση του Τουρκο-Λιβυκού μνημονίου, συμφωνία για προσφυγή στην Χάγη με την Αλβανία, μια αλυσίδα με στρατηγικού χαρακτήρα συνεργασίες που ξεκινά από την Αίγυπτο και φτάνει μέχρι τον Κόλπο και σύντομα στην Νότια Ασία. Το ελληνικό χαρτοφυλάκιο είναι πιο ισχυρό από ποτέ.
* Ο Κώστας Υφαντής είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.