Τις τελευταίες ημέρες, εξαιτίας κάποιων πρόσφατων δηλώσεων του Υπουργού Εργασίας κ. Χατζηδάκη για το από πολλού χρόνου κυοφορούμενο εργασιακό νομοσχέδιο, θρήνοι, κλαυθμοί και οδυρμοί ακούγονται από διάφορες πλευρές για τα δεινά που θα φέρουν οι νέες ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις και ιδιαίτερα για την καταστροφή που θα επέλθει από την επιβολή ενός, υποτίθεται, νέου αντεργατικού θεσμού: αυτού της «διευθέτησης» του χρόνου εργασίας.
Κατασκευάζεται λοιπόν άλλο ένα παραμύθι, με το οποίο οι Ηρακλείδες της συντήρησης και της αιώνιας καθήλωσης προκειμένου για άλλη μια φορά να τρομοκρατηθούν οι εργαζόμενοι και να συρθούν σε μια στείρα αντίδραση.
Τέρατα του παραμυθιού βγαίνουν από το σκοτάδι: «απορρύθμιση της εργασίας», «απλήρωτη υπερωρία», «κατάργηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης» κ.ο.κ. Θα σας πω, λοιπόν, μια σύντομη ιστορία, που δεν είναι παραμύθι.
Μια φορά και έναν καιρό, εκεί στην Ουάσιγκτον, στα τέλη της δεκαετίας του 1920, με την πρώτη Διεθνή Συνδιάσκεψη Εργασίας θεσπίστηκε η 1η Διεθνής Σύμβαση Εργασίας, που ίσχυσε και εξακολουθεί να ισχύει σε όλο τον κόσμο εδώ και μια 100ετία. Με το διεθνές αυτό νομοθέτημα προβλέφθηκε το 8ωρο ημερήσιο και το 48ωρο εβδομαδιαίο ωράριο.
Στη χώρα μας, τη διεθνή αυτή σύμβαση την έκανε ο Βενιζέλος νόμο του κράτους, λίγο πριν χάσει την εξουσία, το σχετικό δε νόμο, σημειωτέον, συνεχίζουμε να τον εφαρμόζουμε μέχρι σήμερα.
Αυτό, λοιπόν, που δεν λένε τα παραμύθια που ακούγονται τις ημέρες αυτές για το υποτιθέμενο «τέρας» της διευθέτησης είναι ότι ήδη από το 1920, η διεθνής σύμβαση στην οποία αναφερθήκαμε προέβλεπε δυνατότητες «διευθέτησης» του χρόνου εργασίας. Όσοι δεν θέλουν να μιλούν με κραυγές ας ρίξουν μια ματιά στα άρθρα 4 και 5 του νομοθετήματος αυτού.
Ας κάνουν όμως και έναν ακόμα κόπο να ξεφυλλίσουν τις διατάξεις του πλέον εμβληματικού περί του χρόνου εργασίας διατάγματος του 1932, που εκδόθηκε πάλι επί πρωθυπουργίας Βενιζέλου.
Στο διάταγμα αυτό, θέλει δεν θέλει κανείς, θα πέσει επάνω σε διατάξεις (για να βοηθήσω κυρίως στα άρθρα 7 και 8) με τις οποίες προβλέπονται διάφοροι τρόποι διευθέτησης του χρόνου εργασίας.
Επίσης, τα μετέπειτα χρόνια δεν έπαψαν να θεσπίζονται διάφορες ειδικές διατάξεις περί διευθέτησης του χρόνου εργασίας (π.χ. για τους οδηγούς τουριστικών λεωφορείων το 1975), ενώ το έτος 1990, δηλαδή πριν 30 γεμάτα χρόνια από σήμερα, ψηφίστηκε διάταξη γενικής εφαρμογής περί διευθέτησης του χρόνου εργασίας, που, μετά από πέντε αλλεπάλληλες τροποποιήσεις, εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα.
Ποιος, λοιπόν, ξαφνιάζεται όταν το 2021 έρχεται από την παρούσα κυβέρνηση η έκτη στη σειρά τροποποίηση μιας διάταξης που ισχύει εδώ και 30 χρόνια και ενός θεσμού, αυτού της «διευθέτησης», που κρατεί, τόσο διεθνώς και στη χώρα μας, 100 γεμάτα χρόνια;
Και γιατί, η προηγούμενη κυβέρνηση δεν κατάργησε τις υφιστάμενες περί διευθέτησης ρυθμίσεις, αφού είναι τόσο αντεργατικές;
Άλλωστε, τι είναι η «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας; Συνοπτικά, είναι η δυνατότητα (όχι η υποχρέωση !) να αυξάνεται κάποιες ημέρες το ημερήσιο ωράριο εργασίας κατά δύο το πολύ ώρες και να μειώνεται αντίστοιχα το ωράριο κάποιες άλλες ημέρες ή, εναλλακτικά, να χορηγείται ως αντιστάθμισμα στον εργαζόμενο ανάλογος χρόνος ημερησίας ανάπαυσης (πρόσθετο ρεπό ή πρόσθετη άδεια).
Έτσι, στην περίπτωση της διευθέτησης ούτε ο συνολικός χρόνος απασχόλησης εντός μιας περιόδου αναφοράς μεταβάλλεται, ούτε μειώνονται οι αποδοχές των εργαζομένων, ούτε, εξάλλου, επηρεάζεται το δικαίωμα της εβδομαδιαίας ανάπαυσης ή της ετήσιας άδειας με αποδοχές των μισθωτών.
Επίσης, εάν ο μέσος όρος της εβδομαδιαίας εργασίας κατά την περίοδο αναφοράς υπερβεί το κανονικό 40ωρο (και με ανώτατο πλαφόν τις 48 ώρες), τότε ο εργαζόμενος δικαιούται πρόσθετη αμοιβή για την εργασία αυτή (υπερεργασία ή υπερωρία), όπως σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.
Και κάτι επίσης σημαντικό. Η «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας δεν μπορεί να επιβληθεί μονομερώς από τον εργοδότη στους μισθωτούς, αλλά θα πρέπει να αποφασίζεται με συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλη συμφωνία με τους εκπροσώπους των εργαζομένων της επιχείρησης (με την συνδικαλιστική οργάνωση ή, εάν δεν υπάρχει τέτοια, με επιχειρησιακή ένωση προσώπων).
Άλλωστε, και στην περίπτωση που συμφωνηθεί από το συνδικάτο ένα σύστημα διευθέτησης, μπορεί κάθε μεμονωμένος εργαζόμενος να αρνηθεί να ενταχθεί σ’ αυτήν εάν προβάλλει βάσιμους λόγους.
Τέλος, η πατερναλιστική περί συνδικαλισμού αντίληψη ενοχλείται από τη δυνατότητα που προσφέρει το νομοσχέδιο να μπορούν οι εργαζόμενοι να συμφωνούν ελευθέρα με τον εργοδότη τους την εφαρμογή της μεθόδου της διευθέτησης που ορίζει ο νόμος.
Μιλούν για μονομερή επιβολή ενώ πρόκειται για ελεύθερη συλλογική συμφωνία, που, μάλιστα, προβλέπεται μόνο στην περίπτωση που δεν είναι δυνατό να καταρτιστεί συλλογική σύμβαση εργασίας με το συνδικάτο και μόνο υπό ειδικές προϋποθέσεις αυστηρού ελέγχου των επιχειρήσεων από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εργασίας.
*Ο Ιωάννης Ληξουριώτης είναι Ομότιμος καθηγητής εργατικού δικαίου