Του Λυκούργου Λιαρόπουλου
Κατά την πενθήμερη παραμονή μου σε μεγάλο Ιδιωτικό Νοσοκομείο για τοποθέτηση αορτικής βαλβίδας, ήρθα σε επαφή με γιατρούς πολλών ειδικοτήτων, νοσηλευτές, διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό. Μου έκανε εντύπωση ο επαγγελματισμός, η κατάρτιση, αλλά και το «χαμόγελο», η όρεξη με την οποία εργάζονταν. Μίλησα μαζί τους, κράτησα σημειώσεις και μετά από πέντε ημέρες, κατέληξα σε συμπεράσματα σχετικά με τη σύγκριση με τον αντίστοιχο Κρατικό νοσοκομειακό τομέα. Ομολογώ πως δεν με εξέπληξαν.
Οι συγκρίσεις αφορούν σε δύο επίπεδα, δύο «οπτικές γωνίες». Η μία είναι αυτή που αποκομίζει ο πολίτης, η ποιότητα των υπηρεσιών, η ασφάλεια, η αποτελεσματικότητα και, φυσικά, ο βαθμός στον οποίο νοιώθει πως «μετράει», πως το νοσοκομείο τον νοιάζεται και τον σέβεται ως άνθρωπο και ως πολίτη. Η δεύτερη διάσταση είναι το οικονομικό «αποτύπωμα» στην «τσέπη» του Πολίτη, αλλά και της Κοινωνίας. Αυτό συχνά, αλλά κακώς, παρουσιάζεται και ως «πολιτικό» ερώτημα ή ζήτημα.
Καλή τύχη με προφύλαξε από το να ζήσω το κρατικό νοσοκομείο, ως ασθενής. Όταν το 2004 έσπασα το πόδι μου και χειρουργήθηκα στο ΚΑΤ, ήμουν «επώνυμος» και είχα μεταχείριση … VIP. Γνώρισα, όμως, καλά τη λειτουργία του ως Ιδρυτικός Πρόεδρος επί 3ετία του Α' ΠΕΣΥ Αττικής με τα 16 Νοσοκομεία, μερικά εμβληματικά, όπως τον «Ευαγγελισμό», το Ιπποκράτειο και το «Λαϊκό». Άλλωστε, στενοί μου φίλοι ακόμη υπηρετούν εκεί, σε Διευθυντικές Θέσεις. Και, βέβαια, στα τρία αυτά χρόνια, γνώρισα καλά τους εργαζόμενους, συνδικαλιστές, διοικητές και υπουργούς, όλα, όσα, δηλαδή, αποτελούν τον Κρατικό Νοσοκομειακό Τομέα.
Η επαφή μου με ιδιωτικό νοσοκομείο περιορίζεται σε μία επείγουσα σκωληκοειδεκτομή, προ 4ετίας, που παρά λίγο να με «στείλει» στον άλλο κόσμο. Ευλογώ ακόμη την τύχη μου, ή μάλλον το γιατρό μου που εργάζονταν εκεί και, έτσι, δεν προτίμησα τα λεγόμενα «επείγοντα» κάποιου Κρατικού νοσοκομείου. Έτσι μπορώ σήμερα να απαντήσω στο πρώτο ερώτημα, δηλαδή τις διαφορές που θα γνωρίσει ο άρρωστος στο Ιδιωτικό και στο Κρατικό νοσοκομείο
Είχα μία, συγκλονιστική για μένα, συνομιλία με μία Νοσηλεύτρια στη ΜΕΘ το βράδυ μετά την εμφύτευση της Αορτικής Βαλβίδας. Σοφά ποιώντας, είχα αρνηθεί χειρουργική επέμβαση και επέλεξα διαδερμική εμφύτευση. Καθώς ο ύπνος δεν ήταν δυνατός, παρακολουθούσα την κίνηση στον μεγάλο θάλαμο που ήταν, ταυτόχρονα, απομόνωση αλλά και ενιαίος, χωρισμένος σε ατομικούς χώρους. Με επισκέφθηκαν διάφορες νοσηλεύτριες στο διάστημα της νύκτας, καθώς ήταν πολλά αυτά που πρέπει να … υποστείς σε εκείνο το μετεπεμβατικό στάδιο που θες να ξεχάσεις, αλλά αξίζει να καταγραφεί.
Αυτό που κυρίως με ενδιέφερε να καταλάβω είναι το λόγο πίσω από τον επαγγελματισμό, την αφοσίωση στο έργο, και τη θετική διάθεση που διέκρινα σε όλους όσοι με πλησίαζαν σε όλη τη διάρκεια της νοσηλείας μου. Έκανα ερωτήσεις, στη νοσηλεύτρια που… «ανέχτηκε» το σχετικό βομβαρδισμό μου εκείνο το βράδυ. Το συμπέρασμα ήταν πως στη ΜΕΘ και γενικά στο Νοσοκομείο, υπήρχε η επαγγελματική ικανοποίηση, που οφειλόταν στις καλές συνθήκες δουλειάς, την επιμόρφωση, τις προοπτικές και δυνατότητες εξέλιξης, παρά τα φαινόμενα «φαβοριτισμού» που υπήρχαν και εκεί, όπως, άλλωστε και στο Δημόσιο.
Συνθήκες δουλειάς όπως η καθαριότητα, η αφθονία των υλικών, φαίνεται πως ταίριαζαν σε όσους είχαν την ανάλογη διάθεση και τους αποζημίωναν για το ίσως χαμηλότερο επίπεδο αποδοχών και την «ασφάλεια» του Δημόσιου. Γενικά, η εικόνα που αποκόμισα ήταν πως εργαζόμενοι στο μεγάλο ιδιωτικό νοσοκομείο δεν θα αντάλλασσαν την εργασία εκεί με αντίστοιχη στο Δημόσιο.
Ως προς το δεύτερο ερώτημα για το οικονομικό «αποτύπωμα», της Ιδιωτικής περίθαλψης, στην κοινωνία και στο ατομικό εισόδημα, συχνά, αλλά κακώς, αυτό παρουσιάζεται ως «πολιτικό» ερώτημα. Η λειτουργία του Δημόσιου νοσοκομείου θεωρείται υποχρέωση και προνόμιο του Κράτους, ενώ του Ιδιωτικού νοσοκομείου απλώς κερδοσκοπική δραστηριότητα. Αυτή η άποψη, όμως, αγνοεί το κύριο ερώτημα, δηλαδή αν το δημόσιο ή το ιδιωτικό νοσοκομείο είναι πιο αποδοτικό και αποτελεσματικό σε σχέση με το κόστος στην Κοινωνία.
Η σύγχυση γίνεται ακόμη χειρότερη όταν συνδυάζεται με το ζήτημα της Κοινωνικής και της Ιδιωτικής Ασφάλισης Υγείας, αλλά και της έννοιας του «κέρδους».
Αν η νοσηλεία στο Κρατικό νοσοκομείο κοστίζει σε Εργασία και υλικά περισσότερο από ότι στο Ιδιωτικό, λόγω κακής διαχείρισης, η διαφορά θα «βαρύνει» την Κοινωνική Ασφάλιση, την Ιδιωτική δαπάνη, και τους φόρους, δηλαδή, πάλι τα Νοικοκυριά. Αυτό, δηλαδή, που έχει σημασία είναι το πραγματικό κόστος της νοσηλείας, συμπεριλαμβανομένου του Κέρδους, στο Ιδιωτικό νοσοκομείο. Το κόστος αυτό, στο Δημόσιο, όσο και στον Ιδιωτικό τομέα, προφανώς, εξαρτάται από την παραγωγικότητα του ανθρώπινου δυναμικού και της τεχνολογίας, αλλά και τη Διοίκηση και Διαχείριση των πόρων.
Δεν νομίζω ότι κανείς πιστεύει πως η διαχείριση των πόρων στο δημόσιο νοσοκομειακό τομέα, συνολικά, είναι καλύτερη από ότι στον ιδιωτικό. Η ιδεοληπτική, κρατικιστική, κομματική και αδιαφανής οργάνωση του ΕΣΥ δεν μας επιτρέπει να γνωρίζουμε, όχι πόσο χρεώνεται, αλλά πόσο, πραγματικά, «κοστίζει», μία επέμβαση Καρδιάς ή μία Σκωληκοειδεκτομή, στον Ευαγγελισμό, και πόσο στο ΥΓΕΙΑ. Η διαφορά που «επιμελώς» αποκρύπτεται, είναι πως μεγάλο μέρος του κόστους στον Ευαγγελισμό βαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό, ίσως και πολλών ετών, τις δημόσιες επενδύσεις και το δημόσιο χρέος προς ιδιώτες. Αντίθετα, το αντίστοιχο κόστος του «ΥΓΕΙΑ» χρεώνεται και εξοφλείται στη χρήση του έτους στο οποίο πραγματοποιείται.
Η λειτουργία του Κρατικού νοσοκομείου συχνά παράγει νοσηλεία πρώτης γραμμής. Όμως συχνά, επίσης, συνοδεύεται από οικονομική και πολιτική διαφθορά, χρέη και σπατάλη πόρων. Ο λόγος είναι ότι το Κρατικό νοσοκομείο λειτουργεί κυρίως για το συμφέρον των πολιτικών και των εργαζομένων και λιγότερο των ασθενών. Γι' αυτό υπάρχει η «Εφημερία» για «άγρα πελατείας», οι Γιατροί, «πλήρους και αποκλειστικής» (αλλά όχι αναγκαίας, π.χ. στα Νοσοκομεία Άργους, Ναυπλίου), απασχόλησης, οι οποίοι, κατά τον αείμνηστο Γ. Γεννηματά, «δικαιούνται» (αμοιβές για εφημερίες) αλλά «δεν υποχρεούνται» και να τις πραγματοποιούν.
Αντίθετα, το ιδιωτικό νοσοκομείο, που, θυμίζω, λειτουργεί με γνώμονα το «κέρδος» απασχολεί όσους γιατρούς, νοσηλευτές, τεχνικούς κλπ. χρειάζεται, και τους αξιοποιεί στο βαθμό που είναι απαραίτητοι, με ελαστικά ωράρια, τακτική αξιολόγηση, και συνεχή επιμόρφωση. Και αυτό μας φέρνει πίσω στη συζήτηση που είχα με τη νοσηλεύτρια στη ΜΕΘ. Όπως είπα, τη βρήκα ικανοποιημένη με ότι έκανε. Η αντίστοιχη συζήτηση στη ΜΕΘ του Ευαγγελισμού, απλώς δεν θα μπορούσε να γίνει (και ας είναι η … «καλύτερη» ΜΕΘ σε Κρατικό νοσοκομείο στην Ελλάδα).