Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Δεν είμαι ο μόνος που στοιβάζει βιβλία, όπως έλεγα χθες. Είμαστε πολλοί. Λεγεών. Είμαστε αυτοί που δεν καταλαβαίνουν πώς τα σπίτια έχουν μεν εντοιχισμένες ντουλάπες αλλά όχι και εντοιχισμένες βιβλιοθήκες. Το θεωρούμε παράλογο. Αν μη τι άλλο, όταν πηγαίνουμε για πρώτη φορά σε ένα ξένο σπίτι, αυτό που βλέπουμε πρώτα-πρώτα είναι η βιβλιοθήκη του, όχι η ντουλάπα ή το WC — ακόμα κι αν επείγει μία επίσκεψη στο δεύτερο. Παρά ταύτα, λύνουμε το πρόβλημα της μη ύπαρξης εντοιχισμένων, σταθερών βιβλιοθηκών, φτιάχνοντας τις δικές μας — όταν, κατά δυστυχίαν μας, μετακομίσουμε. Γιατί, όταν στοιβάζεις βιβλία, η μετακόμιση είναι δύσκολο πράγμα: θυμίζει μετακίνηση πληθυσμών, ή μετανάστευση ζώων από το Πάρκο Σερενγκέτι όταν πιάνουν οι ξηρασίες και σώνεται το νερό και κινδυνεύουν τα μικρά.
Αν και, κατά βάθος, δεν μας πειράζει και τόσο πολύ. Γιατί η μετακόμιση είναι ένας τρόπος, μια ευκαιρία, για να ξαναδούμε ένα-ένα τα βιβλία που έχουμε στοιβάξει: αυτό το ταξίδι στον χρόνο, αυτόν τον προσωπικό μας χάρτη του πλανήτη και της ιστορίας του (ή του σύμπαντος, και των πάντων), αυτή την πορεία της ζωής μας, με όλους τους σταθμούς της, μικρούς, ασήμαντους και σπουδαίους? αυτό τον σταθερό, βαρύ, σίγουρο, χάρτινο και πνευματικό κόσμο με τα βαθιά και ακλόνητα θεμέλια — ακλόνητα σε σχέση με οτιδήποτε άλλο: φέρ' ειπείν, την οικονομία οποιασδήποτε χώρας, ή και όλου του κόσμου.
Μετακομίζοντας με τα βιβλία σου —ή απλώς ξεσκονίζοντάς τα μια στο τόσο—, ξανασυναντάς τον εαυτό σου σε όλες του τις φάσεις. Και θυμάσαι. Και τον εαυτό σου, και τα βιβλία τα ίδια.
Γιατί μη νομίζετε ότι τα θυμόμαστε όλα. Ίσα-ίσα. Το παν είναι να έχεις στοιβαγμένα τόσα βιβλία, που να μην είσαι ποτέ σίγουρος αν αυτός ή εκείνος ο τίτλος υπάρχει στο σπίτι σου, και, αν τυχόν ναι, αν βρίσκεται σε αυτό ή εκείνο το ράφι, στη δεύτερη (την πίσω) σειρά τού πάνω-πάνω ραφιού, ή στην τάδε στοίβα δίπλα στο κομοδίνο ή πάνω στη νησίδα της κουζίνας, ή όπου αλλού υπάρχουν αυτές οι ντάνες με τα βιβλία.
Που, θυμίζω, είναι κατά μέγα ποσοστό αδιάβαστα βιβλία.
Δεν στοιβάζουμε μόνο τα βιβλία —ξαναλέμε— που έχουμε διαβάσει, αγαπήσει κλπ., αλλά οποιοδήποτε βιβλίο πέσει στα χέρια μας, οποιοδήποτε βιβλίο μάς χαρίσουν, οποιοδήποτε βιβλίο έτυχε να βρούμε ένοχα ριγμένο σε έναν κάδο ανακύκλωσης —σαν ζωντανό κουτάβι που το πέταξαν στα σκουπίδια—, οποιοδήποτε βιβλίο αγοράσουμε για οποιονδήποτε λόγο: βιβλία στη γλώσσα μας, σε άλλες γλώσσες που ξέρουμε, ή σε γλώσσες που δεν προτιθέμεθα να προσπελάσουμε ποτέ.
Τα αδιάβαστα βιβλία, λένε αυτοί που ξέρουν, είναι έτσι κι αλλιώς πιο σημαντικά από τα διαβασμένα. Τα διαβασμένα ζουν ούτως ή άλλως μέσα μας, παίζουν καιρό τώρα τον ρόλο τους στη ζωή μας, μας διαμόρφωσαν και εξακολουθούν να μας διαμορφώνουν — να μας κατευθύνουν — να μας κάνουν να παίρνουμε αποφάσεις. «Έχω διαβάσει Κόνραντ. Τι θα ψήφιζε στις εκλογές ο Κόνραντ; Αυτό. Άρα κι εγώ αυτό θα ψηφίσω». Σωστά; Σωστά.
Αλλά τα αδιάβαστα είναι ο πραγματικός θησαυρός, γιατί μέσα τους κρύβουν Άπειρες Δυνατότητες. Κρυμμένους Θησαυρούς. Όλες τις Μεγάλες Απαντήσεις — ή έστω μία, αυτήν που κυνηγάμε. Γιατί το ξέρουμε ότι τα βιβλία δίνουν απαντήσεις: το ξέρουμε, ακόμη και όταν τα ίδια, ή οι συγγραφείς τους, διατείνονται ότι το μόνο που κάνουν είναι δήθεν να θέτουν τις (κατάλληλες) ερωτήσεις.
Δεν ισχύει.
Τα βιβλία απαντούν. Με μεγάλη φωνή — τη φωνή του αναγνώστη, τη δική μας.
Και απαντούν σχεδόν όλα. Και όλες οι απαντήσεις τους είναι χρήσιμες. Τόσο οι μεγάλες, όσο και οι μικρές. Είναι όλες χρήσιμες, και όλες απαραίτητες. Και όλες μαζί συνιστούν ένα πλήρες σεμινάριο για τη ζωή.
Είναι λίγο όπως οι τυχαίες, συναρπαστικές γειτνιάσεις των βιβλίων μας στα ράφια, όταν τα τοποθετούμε καθ' ύψος, κατά όγκο και κατά χρώμα, όπως άλλωστε πρέπει. (Τουλάχιστον κατ' εμέ. Και κατά τον Μπόρχες όμως). Γιατί είναι αυτοί οι απίθανοι συνδυασμοί που σε συναρπάζουν όποτε πέφτει το μάτι σου κατά κει. Ένα κλασικό, κατά τεκμήριο «καλό» βιβλίο, αγκαλιασμένο με ένα σύγχρονο, εύπεπτο, γρήγορο: ένα page-turner. (Όχι ότι τα κλασικά δεν ήταν και δεν εξακολουθούν να είναι page-turner: παραείναι — αλλά κάνουμε ότι το ξεχνάμε γιατί υποτίθεται πως «τότε» η λογοτεχνία είχε άλλη αξία, είχε πιο πολύ spleen από τη συγκαιρινή μας). Ή δύο συγγραφείς-ορκισμένοι εχθροί, που τώρα στηρίζουν ο ένας την πλάτη του στην πλάτη του άλλου, κοιτώντας συνοφρυωμένοι προς αντίθετες μεριές. Ή βιβλία για την ανθρώπινη καλοσύνη δίπλα σε μια βιογραφία του Χίτλερ. Α, χίλια δυο τέτοια. Χίλια δυο.
Μα ναι: τα αδιάβαστα βιβλία μας, αυτή η αενάως αναπτυσσόμενη βιβλιοθήκη δυνατοτήτων, αυτά τα ατρύπητα, αθεώρητα εισιτήρια που κόβουμε και ξανακόβουμε κάθε μέρα —ή τέλος πάντων όποτε μπορούμε, όποτε μας το επιτρέπουν τα οικονομικά μας…—, αυτές οι πόρτες που δεν ανοίχτηκαν ακόμη, βαλμένες στη σειρά σε ένα διάδρομο μακρύ όσο η λαχτάρα μας, αυτά είναι που κρατούν έναν αναγνώστη, έναν άνθρωπο, αιωνίως διανοητικά πεινασμένο. Σε κάνουν να ξέρεις πόσο λίγα ξέρεις. Πόσο λίγα έμαθες. Πόσο λίγο έζησες. Ναι: δείχνουν την ανεπάρκειά σου. Γιατί μπορείς κι άλλο. Μπορείς πολύ περισσότερο.
Ο σίγουρος για τον εαυτό του, αυτός που δεν γνωρίζει ότι δεν γνωρίζει —κι αυτό, που ακούγεται κάπως γλυκερό (και μάλλον είναι, αλλά τι να κάνουμε τώρα), είναι βέβαια ίδιον των ανθρώπων που δεν διαβάζουν—, αυτός ο τύπος το μόνο που καταφέρνει είναι να παραμένει στάσιμος. Τα αδιάβαστα της βιβλιοθήκης σου, και της χαώδους βιβλιοθήκης του κόσμου, αν κάνουν κάτι είναι να σου δείχνουν τον δρόμο προς την ταπεινοφροσύνη — δηλαδή τον μόνο που μπορεί να οδηγήσει στην επιτυχία. Μη σας πειράζει η λέξη. Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να κυνηγά την επιτυχία. Και την ευτυχία, θα πείτε. Ναι, σαφώς. Αλλά αυτή είναι μία έννοια κάπως —κάπως— θολή, είναι κομμάτι απόμακρη.
Γιατί, ας το ξαναπούμε, διαβάζουμε (και) για να επιτύχουμε. Και για να συγκινηθούμε, και για να τρομάξουμε, και για να μείνουμε με ανοιχτό το στόμα από θαυμασμό, ναι — ακόμα-ακόμα και για να μελαγχολήσουμε: δεν είναι κακό. (Αλλά σίγουρα όχι για να κόψουμε τις φλέβες μας. Πέρασαν κάτι σαν δυόμισι αιώνες από τις πρώτες εκδόσεις των «Παθών του νεαρού Βέρθερου», που για χάρη του τόσοι νέοι έδωσαν γλυκόπικρο τέλος στη ζωή τους. Ε, όχι. Το περάσαμε αυτό το στάδιο. Μεγαλώσαμε. Εξελιχθήκαμε). Πλέον διαβάζουμε (και) για να επιτύχουμε. Τι; Την ισορροπία μας καταρχάς. Την ισορροπία μας.
Σ' αυτό το καράβι που κουνάει σαν τρελό, μέσα σ' αυτή τη θάλασσα που δεν παύει λεπτό να είναι τρικυμισμένη, η ισορροπία μας είναι το μέγα ζητούμενο. Αυτή, και το γερό δέσιμό μας με γερά χάρτινα σχοινιά από τα άρμπουρα.
Αλλά, ακόμα κι αν δεν διαβάζουμε —όχι τόσο όσο θα θέλαμε, εννοώ, όχι τόσο όσο θα «έπρεπε» ίσως—, τα βιβλία γύρω μας, οι στοίβες με τα βιβλία, τα διαβασμένα και τα αδιάβαστα, το σωτήριο έρκος, η αιγίδα αυτή, τα κάστρα μας, μας λένε πως, «Κοίτα, μην τρελαίνεσαι: είμαστε εμείς εδώ. Ό,τι και να γίνει: είμαστε εμείς εδώ».
Μην έχετε ενοχές που οι στοίβες με τα αδιάβαστά σας συνεχώς υψώνονται σαν τον Πύργο της Βαβέλ. Το αντίθετο να σας τρομάζει.
[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]