Έπειτα από τόσα μνημόνια δεν έχουν εξαλειφθεί οι λόγοι για τους οποίους μπήκαμε σε αυτά. Επομένως, όσο δεν μας εμπιστεύονται οι ξένοι εταίροι μας, θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με την εποπτεία, λέει στο Liberal ο Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, σχολιάζοντας την παραδοχή Τσακαλώτου για συχνότερες αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας μετά το τέλος του προγράμματος.
Επισημαίνει ότι η έστω αυτή μικρή ανάπτυξη οφείλεται στο θετικό διεθνές περιβάλλον, ότι αν αυτό "γυρίσει", η ελληνική οικονομία δεν είναι επαρκώς θωρακισμένη για να ανταπεξέλθει, και πως κινδυνεύουμε να εγκλωβιστούμε σε μια μόνιμη παγίδα χαμηλών προσδοκιών, άποψη που εστερνίζονται ήδη οι δανειστές μας. Σημειώνει επίσης ότι αντιλαμβάνεται τις γερμανικές αμφιβολίες ως προς τη περίφημη γαλλική πρόταση για το χρέος. "Δεν μπορεί η Ελλάδα να επιβραβεύεται κάθε φορά που δεν πιάνει ισχυρή ανάπτυξη, και όχι ανάλογα με τις μεταρρυθμίσεις που επιτυγχάνει, άρα χρειάζεται ένα πιο σύνθετο εργαλείο", σημειώνει χαρακτηριστικά.
Με αφορμή τη δημοσίευση της τριμηνιαίας έκθεσης του ΙΟΒΕ, μιλά για τις ευκαιρίες που χάθηκαν μέσα από τα μνημόνια, και για το γεγονός ότι κυβέρνηση και δανειστές νοιάστηκαν
περισσότερο για τα δημοσιονομικά πλεονάσματα παρά για τις μεταρρυθμίσεις, προφανώς επειδή οι ξένοι δεν περιμένουν και πολλά από την Ελλάδα.
"Σε τέσσερις μήνες δεν θα έχει αλλάξει η εικόνα της χώρας, θα συζητάμε ακόμη για το πως θα μεταρρυθμιστεί η χώρα, και θα ευελπιστούμε να μην επιδεινωθεί το διεθνές περιβάλλον, προκειμένου να μην αυξηθούν τα επιτόκια. Ο μεγάλος κίνδυνος δεν αφορά τον Αύγουστο, αλλά σε ένα-δύο χρόνια από σήμερα, όταν και θα έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη πρόσβασης στις αγορές για χρηματοδότηση", σχολιάζει με νόημα ο κ. Βέττας.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Ο κ. Τσακαλώτος αποκάλυψε χθες ότι μετά τον Αύγουστο, οι αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας θα γίνονται ανά 3μηνο- 4μηνο αντί ανά 6μηνο, όπως συνέβαινε στο πλαίσιο του μνημονίου. Σε διευκρινιστική μάλιστα ανακοίνωση του υπ. Οικονομικών, αναφέρεται ότι "η μεταπρογραμματική παρακολούθηση θα είναι όπως εκείνη που έχουν η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Κύπρος "συν κάτι ακόμη". Τι μας δείχνει αυτή η πιο αυστηρή επιτήρηση;
- Μας δείχνει ότι μέχρι να ανακτηθεί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό η εμπιστοσύνη στην οικονομική πολιτική της χώρας, η απαραίτητη βοήθεια για την ελάφρυνση του χρέους θα εξαρτάται από την εποπτεία των εταίρων και δανειστών. Αυτό είναι αναμενόμενο και το να κερδηθεί η εμπιστοσύνη πρέπει να είναι κεντρικός στόχος τα επόμενα χρόνια. Έως τότε, πρέπει να μάθουμε να ζούμε με την εποπτεία, η οποία θα ελέγχει τη βελτίωση στις μεταρρυθμίσεις και στις δομικές αλλαγές που, σε μεγάλο βαθμό πρέπει έτσι και αλλιώς να κάνουμε ως χώρα. Η αξιοπιστία, ή μάλλον η έλλειψή της, ήταν πάντα το κεντρικό ζήτημα στα προγράμματα των τελευταίων ετών.
- Στην τριμηνιαία πάντως έκθεση του ΙΟΒΕ για την οικονομία, την οποία παρουσιάσατε χθες, βλέπετε μια απειλή πολυετούς αναιμικής ανάπτυξης αν δεν υλοποιηθούν μεταρρυθμίσεις. Τι σας ανησυχεί περισσότερο;
- Δίχως να αμφισβητεί κανείς ότι είναι θετική η επιστροφή σε ανάπτυξη και η έξοδος από το μνημόνιο, οι ανησυχίες μας έχουν κυρίως να κάνουν, με τις χαμένες ευκαιρίες της ελληνικής οικονομίας. Σήμερα οι οποίες επιδόσεις οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στο θετικό διεθνές περιβάλλον. Αν αυτό γυρίσει, η ελληνική οικονομία δεν είναι επαρκώς θωρακισμένη να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις, και η εικόνα μπορεί να μετατραπεί σε αρνητική.
Πάντα επισημαίναμε ότι η ελληνική οικονομία πρέπει να βγει από τα μνημόνια, ισχυρότερη απ'' ότι ήταν όταν μπήκε σε αυτά, και λιγότερο εξαρτημένη από ένα αναποτελεσματικό κράτος, κάτι που έχει επιτευχθεί μόνο σε πολύ μικρό βαθμό.
Επομένως, αν δεν αλλάξουν δομικά τα πράγματα στην οικονομία, μπορεί να εγκλωβιστούμε μεσοπρόθεσμα σε ένα ρυθμό ανάπτυξης το πολύ 1% για την επόμενη 10ετία. Εξέλιξη που εγκυμονεί κινδύνους σε πολλά επίπεδα.
-Με άλλα λόγια, οι λόγοι για τους οποίους εισήλθαμε στα μνημόνια, δεν έχουν εξαλειφθεί, αλλά παραμένουν σε ένα μεγάλο βαθμό και σήμερα οι ίδιοι;
Τα μνημόνια ήταν μια ευκαιρία, ώστε η ελληνική οικονομία να ενδυναμωθεί μέσα από μεταρρυθμίσεις. Πολλές όμως από τις τότε στρεβλώσεις, κυρίως τα ελλείμματα, διορθώθηκαν μέσω της ύφεσης. Επομένως υπάρχει ο κίνδυνος θα ξαναβγούν στην επιφάνεια μόλις η ύφεση υποχωρήσει. Γι'' αυτό ακριβώς λέμε, χρόνια τώρα, πόσο ανάγκη είναι να επιμείνουμε στις δομικές μεταρρυθμίσεις, στις αγορές και στη δημόσια διοίκηση, και όχι στα δημοσιονομικά, προκειμένου να γίνουμε επιτέλους μια ανοικτή και ανταγωνιστική οικονομία.
Ας έρθουμε σε μια δεύτερη ανησυχία. Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, από τον Αύγουστο και μετά, κολυμπάμε μόνοι μας. Η οικονομία κινείται έξω από τη χρηματοδοτική ασφάλεια του προγράμματος, το πολύ φθηνό δανεικό χρήμα πλέον δεν θα υπάρχει. Τώρα μέσα στους επόμενους δύο, το πολύ τρεις μήνες, έχουμε πλέον ένα πολύ μικρό χρονικό περιθώριο προκειμένου να διαμορφωθεί ένα συνολικό πακέτο με μέτρα σημαντικής μείωσης του βάρους του χρέους, υπό τον όρο όμως ότι η ελληνική πλευρά θα δεσμευτεί να φέρει σε πέρας μεταρρυθμίσεις σε αναπτυξιακή κατεύθυνση.
-Αυτό ακριβώς υποστηρίζει και η γερμανική πλευρά. Διαφωνείτε επομένως με το λεγόμενο "γαλλικό κλειδί" που αυτόματα θα απομειώνει το χρέος ανάλογα με την ανάπτυξη;
-Καταρχήν συμφωνώ ότι πρέπει να υπάρξει μια δικλείδα προστασίας της οικονομίας ως προς τις υποχρεώσεις εξυπηρέτησης του χρέους όταν η ανάπτυξη δεν είναι η αναμενόμενη. Αλλά δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό. Διότι σε αυτή τη περίπτωση, η Ελλάδα θα επιβραβεύεται στην ουσία για να μην πιάνουμε ισχυρή ανάπτυξη, αντί να μας επιβραβεύει, ανάλογα με τις μεταρρυθμίσεις που επιτυγχάνουμε σε κομβικούς τομείς. Η Ελλάδα θα παραμένει έτσι συστηματικά ο τελευταίος κρίκος στην Ευρωζώνη.
Πρέπει να ανέβει το επίπεδο των προσδοκιών για τη χώρα. Είναι αλήθεια πως κανείς δεν θα δώσει στην Ελλάδα μια σημαντική μείωση ονομαστικού χρέους, τουλάχιστον όταν δεν υπάρχει ακόμη εμπιστοσύνη. Από την άλλη βέβαια, αν οι αγορές δουν ότι η γερμανική πλευρά δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει για τη μείωση του χρέους, τότε προφανώς δεν θα μας χρηματοδοτήσουν και θα υπάρχει πρόβλημα.
Χρειάζεται επομένως να βρεθεί ένας πιο σύνθετος μηχανισμός, μια "χρυσή τομή" που θα απομειώνει το χρέος, όσο δεν υπάρχει οπισθοδρόμηση στις μεταρρυθμίσεις. Πολύ φοβάμαι ότι, αλλιώς, θα εγκλωβιστούμε σε μια "παγίδα" πολύ χαμηλών προσδοκιών για την ελληνική οικονομία. Να παγιωθεί μια εικόνα της Ελλάδας της κρίσης, ενώ η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν παραδείγματα άλλων οικονομιών που "έσπασαν" το κακό αυτό καλούπι της.
-Είμαστε σήμερα εγκλωβισμένοι σε αυτή την παγίδα;
-Κρίνοντας απ'' αυτά που πιστεύει ο κόσμος, ασφαλώς και είμαστε. Οι περισσότεροι συμπολίτες μας αυτό πιστεύουν. Δουλειά βέβαια των οικονομολόγων είναι να υποδείξουν αφενός λύσεις, αφετέρου παραδείγματα βέλτιστων πρακτικών και άλλων χωρών που πέτυχαν να αλλάξουν.
Φαίνεται ότι χαμηλές προσδοκίες για την Ελλάδα έχουν και οι ξένοι εταίροι και πιστωτές μας. Και αυτός είναι και ο λόγος που δεν δίνουν μεγάλο βάρος σε κομβικές παθογένειες, όπως η δημόσια διοίκηση, το εκπαιδευτικό μας σύστημα, και η αργή απονομή δικαιοσύνης, παρά νοιάζονται κυρίως να μη δημιουργούμε νέα ελλείμματα και δημοσιονομικούς πονοκεφάλους για τους ίδιους. Ενώ είναι απόλυτα σωστή η δημοσιονομική ισορροπία, παρά ταύτα, αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει σε βάρος της ανάπτυξης. To μείγμα πολιτικής που έχουν συμφωνήσει κυβέρνηση και πιστωτές εστιάζει πολύ περισσότερο στη δημιουργία δημοσιονομικών πλεονασμάτων παρά στο να τεθούν βάσεις για ανάπτυξη.
-Σε τέσσερις μήνες όμως από σήμερα η Ελλάδα εξέρχεται στις αγορές χωρίς "δίκτυ ασφαλείας" (προληπτική πιστοληπτική γραμμή, κ.ο.κ.) και το βασικό ερώτημα είναι ένα. Πως φαντάζεσθε τη χώρα μετά τον Αύγουστο, θα μπορεί να σταθεί στα πόδια της;
-Σε τέσσερις μήνες από σήμερα δεν θα έχει αλλάξει η σημερινή εικόνα της χώρας. Δημοσιονομικά δεν θα υπάρχει κάποια ιδιαίτερη πίεση, θα εξακολουθούμε να κάνουμε τη συζήτηση για το πώς μπορεί η χώρα να αναπτυχθεί, και θα ευελπιστούμε πως δεν θα επιδεινωθεί το διεθνές περιβάλλον, προκειμένου να μην έχουμε υψηλότερα επιτόκια.
Εξάλλου η εμπειρία της τελευταίας δεκαετίας δείχνει πως η Ελλάδα είναι μια οικονομία που δεν αλλάζει γρήγορα πορεία, τουλάχιστον όχι προς το καλύτερο. Έχουμε πάντως μπροστά μας μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί. Αν στείλουμε ένα αναπτυξιακό στίγμα και οι πιστωτές ανταποκριθούν στη δέσμευση για μείωση του χρέους, τότε θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς πως η Ελλάδα είναι μια χώρα, όπου αξίζει κανείς να επενδύσει. Ο μεγάλος σε κάθε περίπτωση κίνδυνος δεν αφορά τον Αύγουστο, όσο την εικόνα μας σε ένα με δύο χρόνια από σήμερα. Διότι τότε θα υπάρχει σχετικά μεγαλύτερη ανάγκη πρόσβασης στις αγορές για χρηματοδότηση, και ταυτόχρονα πιθανότατα θα υπάρχουν εκλογικές αναμετρήσεις και ανάλογες αβεβαιότητες.
Φωτογραφία: Shutterstock