Του Αλέξανδρου Σκούρα
Τον τελευταίο καιρό στο Μεταξουργείο, όπου έχει την έδρα του το ΚΕΦίΜ, παρατηρείται μία ραγδαία αύξηση των χρηστών ουσιών και ενδεχομένως της εμπορίας ναρκωτικών. Χθες το πρωί, και ενώ η εκτελεστική ομάδα του ΚΕΦίΜ συνεδρίαζε στη Στέγη Μάρκου Δραγούμη, η συνεδρίασή μας διακόπηκε από τις φωνές αστυνομικών και μίας προφανώς εξαρτημένης γυναίκας.
Μαθημένος από τα χρόνια που πέρασα στις ΗΠΑ, στην υποψία και μόνο ότι ένας αστυνομικός μπορεί να ασκήσει υπερβολική βία ή να μην σεβαστεί τα δικαιώματα του πολίτη που αντιμετωπίζει στη δύσκολη ομολογουμένως δουλειά του, έβγαλα αμέσως την κάμερα του κινητού μου και άρχισα να καταγράφω τα δρώμενα. Η κατάσταση ήταν δύσκολη καθώς η χρήστρια ήταν ψυχολογικά φορτισμένη και προσπαθούσε να φύγει από τον έλεγχο των αστυνομικών. Οι τρεις αστυνομικοί που ήταν παρόντες, εντέλει εκτέλεσαν υποδειγματικά τα καθήκοντά τους δείχνοντας κατανόηση για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η χρήστρια. Όμως, με το που με είδε ο αστυνομικός να καταγράφω το όλο σκηνικό, με προσέγγισε και μου ζήτησε την ταυτότητά μου. Αφού του ζήτησα να μου εξηγήσει τον λόγο που μου έκανε αυτό το αίτημα και αφού οι συνεργάτες μου με διαβεβαίωσαν ότι ο αστυνομικός είχε το δικαίωμα αυτό, συνεργάστηκα χωρίς κανένα πρόβλημα και μάλιστα στο τέλος τον συνεχάρηκα για τη δουλειά του.
Η αξία αυτής της σύντομης ιστορίας δεν έχει να κάνει με κάποια μαρτυρία άσκησης βίας από την αστυνομία. Έχει να κάνει, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, με τον τρόπο που μας αντιμετωπίζει το κράτος. Σύμφωνα με έγκριτο δικηγόρο που συμβουλεύτηκα, ο αστυνομικός όντως έχει το δικαίωμα να ζητήσει τα στοιχεία κάποιου που τον καταγράφει, ακόμα και αν η καταγραφή γίνεται σε δημόσιο χώρο. Αυτό το δικαίωμα, από μόνο του, αποτελεί ένα ισχυρό αντικίνητρο για κάθε πολίτη που (σε αντίθεση με εμένα) θα τύχει να παρακολουθήσει μία πραγματική παραβίαση καθήκοντος ή άσκηση υπερβολικής βίας από την αστυνομία. Ο λόγος είναι αυτονόητος: Αν δει κάποιος έναν αστυνομικό να παραβιάζει το καθήκον του, το τελευταίο πράγμα που θέλει είναι να υποχρεωθεί να του αποκαλύψει το όνομά του και τη διεύθυνση κατοικίας του. Η πολιτεία, αν θέλει με σοβαρότητα να σεβαστεί την ιδιωτικότητα των πολιτών, θα πρέπει να περιορίσει δραστικά τους λόγους για τους οποίους μπορεί ένα όργανο της τάξης να ζητά από τους πολίτες τα στοιχεία τους.
Στις ΗΠΑ για παράδειγμα, ο αστυνομικός είναι υποχρεωμένος να μπορεί να αποδείξει ότι κάνει έλεγχο σε κάποιον πολίτη επειδή θεωρεί ότι είναι ύποπτος για την τέλεση κάποιου αδικήματος. Οι αστυνομικοί της Αμερικής δεν έχουν το δικαίωμα να σταματούν όποιον και όποτε θέλουν προκειμένου να τον ελέγξουν χωρίς προφανή λόγο. Βέβαια, στην ίδια χώρα παρατηρείται πολύ συχνά το φαινόμενο της υπερβολικής (έως και δολοφονικής) άσκησης βίας από αστυνομικούς, η οποία μάλιστα συχνά περνά ατιμώρητη.
Στον πυρήνα του, το θέμα της ταυτοποίησης στοιχείων είναι θέμα ελευθερίας. Αν ο εκάστοτε αστυνομικός μπορεί να σταματήσει οποιονδήποτε θέλει χωρίς προφανή λόγο, στην πραγματικότητα όλοι οι πολίτες θα μπορούσαν να υποστούν αχρείαστους ελέγχους επειδή απλά κάνουν κάτι που δεν αρέσει (κι ας είναι νόμιμο) στους αστυνομικούς. Έτσι, η άσκηση της ελευθερίας της μετακίνησης, του συναθροίζεσθαι, ακόμα και της έκφρασης, μπαίνουν σε ένα αυστηρό και αυθαίρετο πλαίσιο που βασίζεται στην ατομική κρίση κάθε αστυνομικού.
Νομίζω πως εν έτει 2019, μπορούμε και καλύτερα.