Παρόμοια μηνύματα έστειλαν τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και Σύριζα, μετά την απόφαση του G7, σχετικά με το ελάχιστο παγκόσμιο ποσοστό φορολόγησης του 15% και την φορολόγηση των πολυεθνικών ψηφιακών υπηρεσιών στις χώρες που παρέχονται αυτές οι υπηρεσίες.
Αμφότερα τα κόμματα, χαιρέτισαν τη νέα παγκόσμια συντονισμένη φορολογική πολιτική. Η λατρεία των φόρων, στα καλύτερα της.
Είμαστε τόσο άτυχοι, που κατοικούμε και δραστηριοποιούμαστε επαγγελματικά στην Ελλάδα. Σε μια χώρα, που η λέξη «φόρος» αποτελεί το «Ιερό Τοτέμ», του συνόλου του πολιτικού φάσματος.
Είμαστε στη χώρα, στην οποία οι πολίτες εργάζονται πάνω από 7 μήνες το χρόνο, μόνο για να πληρώνουν από τον κόπο τους, τους φόρους και τις εισφορές που απομυζά το κράτος. Δηλαδή, τα έσοδα των πολιτών για τους 7 πρώτους μήνες κατευθύνονται στο κράτος και μόλις τα έσοδα των υπόλοιπων 5 μηνών καταλήγουν στην τσέπη των πολιτών, που αποφασίζουν το τι θα τα κάνουν.
Έχει αναλυθεί κατά κόρον ότι η υψηλή φορολογία αποτελεί αντικίνητρο για τη παραγωγή, τη δημιουργικότητα, την καινοτομία, την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα. Όλοι γνωρίζουν ότι χρειαζόμαστε χαμηλότερους φόρους και λιγότερη παρέμβαση του κράτους στην τσέπη μας.
Και πως θα έχουμε χαμηλότερους φόρους; Με την περιστολή της κρατικής σπατάλης και την παραχώρηση σημαντικού μέρους των υπηρεσιών του κράτους, στο ιδιωτικό τομέα. Επομένως οι φόροι δεν αποτελούν αυτοσκοπό.
Ίσα - ίσα. Αποτελούν το αναγκαίο κακό, για τη λειτουργία του κράτους.
Χαμηλοί φόροι, σημαίνουν μικρότερο κράτος. Οπότε το πολιτικό προσωπικό, που ζει και λειτουργεί από το μέγεθος του κράτους, είναι φυσικό να επιθυμεί ένα μεγάλο κράτος, που μεταφράζεται σε υψηλή φορολογία.
Έτσι οι πολίτες αντί να αποφασίζουν οι ίδιοι, για το τι θα κάνουν με τα χρήματα που αποκομίζουν από την επαγγελματική τους δραστηριότητα, προσφέρουν πάνω από το 60% στο κράτος, ώστε να αποφασίσει εκείνο γι’ αυτούς.
Τα νέα είναι ανησυχητικά. Ο κόσμος στην μετά – Covid εποχή, δεν αποτελεί ένα φιλόξενο χώρο για τις φιλελεύθερες ιδέες και την οικονομική ελευθερία.
Η προστασία της ιδιωτικότητας, η υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων βλήθηκαν σε σημαντικό βαθμό στο όνομα του γενικού κοινωνικού συμφέροντος. Η ισχυροποίηση του κράτους, που ήρθε μέσα από τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης και την πρωτοφανή παρέμβαση στην οικονομική κρίση που ακολούθησε, λειτουργεί προσωρινά ως ανάχωμα στις φιλελεύθερες πολιτικές. Έτσι η κρατική παρέμβαση, αποτέλεσε μια αναγκαιότητα, που πιθανότατα ήρθε για να μείνει.
Επομένως, η υιοθέτηση εκτάκτων οικονομικών μέτρων και πολιτικών, ίσως να δείχνει τη νέα κατεύθυνση που παίρνουν οι καταστάσεις. Ειδικά στη χώρα μας, θα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο, αν η φορολαγνεία καταφέρει να επιστρέψει στην ημερήσια διάταξη.
Είναι γνωστό ότι η χαμηλή φορολογία, δεν οδηγεί από μόνη της στην ανάπτυξη. Αν ήταν έτσι, η Ελβετία δεν θα ήταν στη κορυφή της προσέλκυσης επενδύσεων και η Βουλγαρία θα ήταν ατμομηχανή ανάπτυξης.
Προφανώς οι επενδύσεις απαιτούν συνθήκες οικονομικής ελευθερίας για να ανθίσουν. Δηλαδή, νομική προστασία των επενδύσεων, γρήγορες και ξεκάθαρες διαδικασίες αδειοδότησης, σταθερό φορολογικό καθεστώς, ταχεία απονομή δικαιοσύνης και όλα όσα έχουμε κατά καιρούς παρουσιάσει ως τους ακρογωνιαίους λίθους της οικονομικής ελευθερίας.
Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι φορές που οι φορολογικές πολιτικές που επιλέγουν να ακολουθήσουν διάφορες χώρες, εστιάζουν ακριβώς πάνω σε αυτήν την αδυναμία τους.
Η ενσωμάτωση της οικονομικής ελευθερίας στην επενδυτική καθημερινότητα, απαιτεί την υιοθέτηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων που αναστατώνουν τόσο τον παρεοκρατισμό όσο τη νοοτροπία του κράτους - πατερούλη που φροντίζει τους πάντες και τα πάντα.
Παράλληλα οι θετικές επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων, απαιτούν χρόνο για να φανούν. Επομένως, αρκετές χώρες χαμηλώνουν τους φορολογικούς συντελεστές για να προσελκύσουν επενδυτές και επιχειρήσεις, μέχρι να ολοκληρώσουν τον απαραίτητο και αναγκαίο μεταρρυθμιστικό κύκλο.
Άλλωστε κάτι τέτοιο προσπαθεί να κάνει η κυβέρνηση. Ή νομίζουμε, ότι προσπαθεί να κάνει. Μείωσε τους εταιρικούς φορολογικούς συντελεστές, τη φορολογία των μερισμάτων, τις εισφορές στη μισθωτή εργασία και άλλα.
Προσπαθεί να προσελκύσει επενδύσεις με καθαρά οικονομικούς όρους, μέχρι να μπορέσει να προσφέρει στους επενδυτές, ένα άρτιο και φιλοεπενδυτικό περιβάλλον, αφού καταφέρει να ολοκληρώσει με επιτυχία τον κύκλο των άθλων των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
Οπότε προς τι, ο ενθουσιασμός για τις αποφάσεις του G7; Όταν είναι γνωστό ότι οι μεγάλες οικονομίες του πλανήτη, έχουν άλλες προτεραιότητες. Ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, όπως αναφέραμε και στο χθεσινό άρθρο με τίτλο «Οι αποφάσεις του G7, οι κυβερνήσεις και τα χρηματιστήρια», δήλωσε ότι θα αγωνιστεί για να διασφαλίσει ότι ο ελάχιστος αυτός παγκόσμιος εταιρικός συντελεστής θα γίνει όσο το δυνατόν υψηλότερος.
Και είναι απολύτως λογικό. Όταν για παράδειγμα, ο εταιρικός φόρος στη Χ χώρα και στη Ελλάδα είναι ο ίδιος, σε ποια χώρα νομίζετε ότι θα επενδύσει κάποιος επενδυτής;
Στη χώρα που είναι πιο φιλική στις επενδύσεις, που διαθέτει καλύτερες υποδομές, που γνωρίζει τι του ξημερώνει αύριο. Και δυστυχώς η Ελλάδα δεν βρίσκεται ακόμα σε αυτό το στάδιο. Οπότε το εργαλείο των χαμηλών φορολογικών συντελεστών, δεν πρέπει να απουσιάζει από τον φαρέτρα των όπλων της.
Αλλά θα μου πείτε, εδώ είναι υπολογισμένο από το IOBE, ότι η κατάργηση του Συμπληρωματικού Φόρου στην ακίνητη περιουσία, θα συμβάλει στη αύξηση του ΑΕΠ και δεν κουνιέται φύλλο, για καθαρά λαϊκίστικους λόγους.
ΥΓ. Δεν περιμέναμε τίποτα καλύτερο από την τομεάρχη των οικονομικών του Σύριζα, που αδυνατεί να αποδράσει από τη λογική του «Δίκιου των Λαώνε» που την ακολουθεί. Περιμέναμε όμως πολύ περισσότερα από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.