Είναι πράγματι το παιχνίδι που αρχίζει με τον 61ο γύρο των ελληνοτουρκικών διερευνητικών επαφών τόσο όσο λέγεται προβλέψιμο ώστε να καταντάει αδιάφορο;
Είναι σίγουρα ένα παιχνίδι χαμηλών προσδοκιών. Κανείς δεν περιμένει να υπάρξουν εκπλήξεις. Ούτε να παραχθούν ανατροπές των υφιστάμενων γεωπολιτικών ισορροπιών. Ούτε και να δημιουργηθούν αμεσοπρόθεσμα νέα δεδομένα είτε στις σχέσεις της Τουρκίας με την χώρα είτε στις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πολύ δε περισσότερο που όλοι έχουν αντιληφθεί ότι οι κυρώσεις σε βάρος της γείτονος έχουν φύγει από το τραπέζι της Συνόδου Κορυφής του προσεχούς Μαρτίου και ότι στόχος του Ερντογάν είναι να τις αποφύγει οριστικά εν αναμονή των μηνυμάτων που θα λάβει άμα τη αποκαλύψει των γεωστρατηγικών προθέσεων της νέας αμερικανικής Διοίκησης.
Μέχρι τότε θα κρατήσει τους χαμηλότερους δυνατούς τόνους ώστε να μη κατηγορηθεί για κακή διαγωγή και χάσει το παιχνίδι της επίρριψης ευθυνών με ό,τι αυτό μπορεί να σημάνει για το μέλλον των σχέσεών του με τη Δύση.
Το ότι τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και οι ΗΠΑ θα θελήσουν να εξαντλήσουν κάθε περιθώριο παραμονής της Τουρκίας εντός βορειοατλαντικής συμμαχίας είναι πλέον πέραν πάσης αμφιβολίας.
Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι επειδή οι σύμμαχοί της το θέλουν, θα το πετύχουν κιόλας.
Άλλωστε στο σύγχρονο πολυπολικό κόσμο είναι πιο εύκολο για μια περιφερειακή δύναμη σαν την Τουρκία να έχει και τον σκύλο χορτάτο και την πίτα ολάκερη. Αρκεί να έχει την κατάλληλα σχεδιασμένη στρατηγική διαχείρισης αντικρουόμενων διεθνών συμφερόντων και τον χρόνο να την εφαρμόσει αξιοποιώντας το γεγονός ότι κανένας από τους γεωπολιτικούς παίχτες δεν θα διακινδυνεύσει να την σπρώξει στην αγκαλιά των αντιπάλων του.
Δυο είναι κατά συνέπεια τα κρίσιμα ερωτήματα:
Το πρώτο είναι ποιος είναι ο απώτερος στόχος της στρατηγικής Ερντογάν;
Το δεύτερο είναι πόσο εφικτή μπορεί να είναι η επίτευξή του δεδομένου ότι θα πρέπει να παραμείνει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συμβατός με τους στόχους όλων των άλλων βασικών παιχτών.
Με τα σημερινά δεδομένα τίποτα, βέβαια, δεν προοιωνίζεται μεταβολή των στρατηγικών στοχεύσεων της Άγκυρας. Η τελευταία θα παραμείνει προσηλωμένη πρώτον στην κύρια επιδίωξη που είναι η επιβολή της επικυριαρχίας της στην ευρύτερη περιοχή-στόχο που έχει περιγράψει προ πολλού (Καύκασος-Δυτικά Βαλκάνια-Μεσοποταμία-Ανατολική Μεσόγειος-Βόρεια και υποσαχάρια Αφρική) και δεύτερον στην συμπληρωματική επιδίωξη που είναι η άσκηση θρησκευτικής ηγεμονίας εντός του μουσουλμανικού κόσμου ώστε να τον δορυφοροποιήσει, σε δεύτερη φάση, και γεωπολιτικά.
Και θα εμμείνει σε αυτή την στρατηγική πολύ περισσότερο τώρα που οι προνομιακές σχέσεις του ερντογανικού καθεστώτος με το Ισλάμ μπορούν να χρησιμοποιηθούν ταυτόχρονα και ως μέσο ενίσχυσης της θέσης του απέναντι στην εντεινόμενη κεμαλική αντιπολίτευση εντός Τουρκίας και ως όπλο που, σε συνδυασμό με το αντίστοιχο του μεταναστευτικού, προσφέρεται για την ενίσχυση της διεθνούς διαπραγματευτικής του ισχύος.
Όσο περισσότερο αποδυναμώνεται εσωτερικά, εξ αιτίας κυρίως της οικονομικής κρίσης, τόσο περισσότερη ανάγκη θα έχει ο Τούρκος Πρόεδρος να σταθεροποιήσει την θρησκευτικό-πολιτική συμμαχία του με τους εθνικιστές κυβερνητικούς του εταίρους. Και όσο περισσότερο φοβάται την απομόνωσή του από τα αραβικά κράτη, που έχουν πλέον βρει ένα modus vivendi το Ισραήλ, τόσο περισσότερο θα προσπαθεί να αυξήσει το κόστος μιας ρήξης με τους δυτικούς συμμάχους τους ώστε να αποφύγει την περικύκλωσή του σε περίπτωση που τελικώς τα συμφέροντα της Τουρκίας αποδειχθούν ασύμβατα με τα ευρωατλαντικά.
Εδώ όμως έγκειται και το μείζον πρόβλημα που μόνον ο χρόνος και τα όσα φέρνει μπορεί να λύσει. Και ο χρόνος αυτός θα είναι πολύς.
Θα είναι ο χρόνος που θα χρειαστεί στους επιτελείς του Μπάιντεν να κατασταλάξουν στο πώς θα ρυθμίσουν τις σχέσεις τους με την Τουρκία και το νεο-οθωμανικό αναθεωρητισμό της.
Θα είναι ο χρόνος που θα χρειαστεί στον ίδιο τον Μπάιντεν να πάρει τις γεωστρατηγικές αποφάσεις του σε μια περίοδο που ο εσωτερικός διχασμός του αμερικανικού λαού του επιβάλει άλλες προτεραιότητες.
Θα είναι ο χρόνος που θα χρειαστεί για να διευκρινισθεί ο ρόλος που θα θελήσουν οι ΗΠΑ να παίξουν στον Πλανήτη γενικότερα, στην περιοχή ειδικότερα.
Θα είναι ο χρόνος που θα χρειαστεί για να επανέλθουν οι αμερικανό-ευρωπαϊκες σχέσεις στην προ-Τραμπ "κανονικότητα".
Θα είναι ο χρόνος που θα χρειαστεί στην αργοκίνητη Ευρωπαϊκή Ένωση να κάνει στα θέματα εξωτερικής πολιτικής τα βήματα που μόλις πολύ πρόσφατα και ελέω κορονοϊού έκανε στα θέματα δημοσιονομικής πολιτικής.
Θα είναι ο χρόνος που θα χρειαστεί στους γαλλογερμανούς να συγχρονίσουν (αν μπορέσουν/θελήσουν να το κάνουν) τον βηματισμό της πορείας τους στο νέο πολυμερές διεθνές περιβάλλον.
Θα είναι ο χρόνος που θα χρειαστεί για να φανεί αν μπορούν να συμβιβαστούν τα προσώρας όχι πάντα κοινά ενδοευρωπαϊκά συμφέροντά στη Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική.
Θα είναι τελικά ο χρόνος που θα χρειαστεί για να αποδειχθεί αν η Τουρκία μπορεί να τύχει αμοιβαία επωφελούς αντιμετώπισης ή αν αντιθέτως εξελιχθεί σε καταλύτη που θα τινάξει στον αέρα το ιστορικά πρωτοφανές ευρωπαϊκό εγχείρημα της δημιουργίας μιας παγκόσμιας οντότητας χωρίς εθνική ταυτότητα.
Μέχρι να έρθει το πλήρωμα αυτών των χρόνων -γιατί δεν είναι ένας χρόνος αλλά πολλοί και διαφορετικοί- η ερντογανική Τουρκία θα έχει με πολλούς ανταγωνισμούς να παίζει προωθώντας τις δικές της μεγαλομανείς φιλοδοξίες. Εκτός και αν εν τω μεταξύ πάψει να είναι ερντογανική ή υποχρεωθεί να αποδεχθεί συμβιβασμούς προκειμένου να μη διακινδυνεύσει την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της.
Ίσως σε αυτό να μπορεί να την βοηθήσει και η Ελλάδα αυξάνοντας το κόστος της επιθετικότητας και της προκλητικότητάς της ή, αντιστρόφως, διευκολύνοντάς την να αντιληφθεί τα οφέλη που μπορεί να αποκομίσει από τη μείωση του κόστους που θα έχει γι' αυτήν η συμμόρφωσή της με το Διεθνές Δίκαιο και τους κανόνες της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών.
Και στις δυο περιπτώσεις τα κόστη και τα οφέλη μοιράζονται.
Στην πρώτη περίπτωση η μεν ελληνική πλευρά θα έχει να καταβάλει το καθόλου αμελητέο κόστος της αναβάθμισης της αμυντικής της ισχύος. Η δε πλευρά Ερντογάν θα έχει να καταβάλει το όχι τόσο εύκολα διαχειρίσιμο πολιτικό κόστος της εγκατάλειψης του ανθελληνικού φανατισμού με τον οποίο γαλβάνιζε επί δεκαοχτώ και πλέον μήνες την τουρκική κοινή γνώμη και έδενε στο άρμα του τον Μπατζελί και τους ομοϊδεάτες του.
Στην δεύτερη περίπτωση τα άμεσα οφέλη και για τις δυο πλευρές συνδέονται με την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και των κοινωνικών επιπτώσεων της καθώς και με τα οφέλη που μπορεί να προκύψουν από την μεταξύ τους συνεργασία. Τα δε μεσομακροπρόθεσμα αμοιβαία οφέλη συνδέονται με τα πλεονεκτήματα που έχει η εφαρμογή της εντολής "κάντε δουλειές και όχι πόλεμο".
Το κακό με τους Τούρκους ισλαμιστές είναι ότι πιστεύουν πως πεθαίνοντας στον πόλεμο γίνονται μάρτυρες και σώζουν την ψυχή τους. Καθόλου τυχαία ο Ακάρ μας το θύμισε λίγες μόλις ώρες πριν από την έναρξη των ελληνοτουρκικών διερευνητικών επαφών.
Αλλά σε λίγες επίσης ώρες θα ξέρουμε και τι είναι αυτό στο οποίο προσβλέπει η Τουρκία. Θα επιμείνει σε μια άνευ όρων και ορίων ατζέντα συνομιλιών ή θα κάνει ένα ακόμα ανατολίτικο παζάρι ελισσόμενη αλλά δίνοντας συνέχεια στα ανοίγματά της προς την Ευρωπαϊκή Ένωση σεβόμενη τελικά τις αποφάσεις που η τελευταία έλαβε τον περασμένο Δεκέμβριο προκειμένου να στείλει μήνυμα στην Ουάσιγκτον και να μη προκαλέσει τις αντιδράσεις όσων εταίρων δεν θα είχαν καμία αντίρρηση να ανακινηθεί το ζήτημα των ευρωπαϊκών κυρώσεων και να διακοπεί η συζήτηση περί ενταξιακών διαδικασιών.
Σε κάθε περίπτωση, έστω και αν είναι χαμηλών προσδοκιών, το παιχνίδι των διερευνητικών ελληνοτουρκικών επαφών είναι λιγότερο προβλέψιμο από όσο παρουσιάζεται και μπορεί να γίνει προοπτικά πολύ πιο ενδιαφέρον ενόψει των αναμενόμενων εξελίξεων στο μέτωπο του κυπριακού το οποίο τον ερχόμενο μήνα θα είναι αντικείμενο της προγραμματισμένης πενταμερούς συνδιάσκεψης στην έδρα του ΟΗΕ.
Ούτως ή άλλως το παιχνίδι που αρχίζει με τις διμερείς διερευνητικές επαφές Ελλάδας - Τουρκίας θα έχει πολλά ημίχρονα και μόνον αδιάφορο δεν προβλέπεται να είναι.
Πρώτον, γιατί η έκβασή του σε μεγάλο βαθμό θα κριθεί από τη διαιτησία.
Δεύτερον, γιατί άλλη τροπή θα πάρει αν η διαιτησία αφεθεί στην Γερμανία και άλλη αν την αναλάβει επιστρέφουσα στην περιοχή η Αμερική με επόπτες γραμμών τους ισραηλινούς.
Τρίτον και σπουδαιότερον, γιατί ισχύει πάντα "η αρχή της ετερογονίας των σκοπών". Τουτ' εστί μεθερμηνευόμενον ότι το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι ποτέ προβλέψιμο γιατί ουδέποτε συμπίπτει με το επιδιωκόμενο από τους εμπλεκόμενους παίχτες. Τοσούτω μάλλον όταν οι παίχτες είναι πολλοί περισσότεροι αυτών που εμφανίζονται στο γήπεδο.
* Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής