Του Αλέξανδρου Σκούρα
Ένας πολιτισμικός παράγοντας που ευνοεί το μεγάλο και σπάταλο κράτος είναι ότι στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες χώρες της Δύσης, όταν διαπραγματευόμαστε τους μισθούς μας ή μας ρωτούν πόσα χρήματα βγάζουμε, το μυαλό μας πηγαίνει κατευθείαν στις καθαρές αποδοχές. Στις ΗΠΑ και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, το ποσό αναφοράς είναι μικτές αποδοχές.
Αυτή η πολιτισμική διαφορά έχει διάφορες, ενδιαφέρουσες συνέπειες μεταξύ των οποίων είναι και η αποσύνδεση του κόστους της εργασίας από τον μικτό μισθό και του μικτού μισθού από τις καθαρές αποδοχές. Πολιτικά, η παρούσα διαρρύθμιση ευνοεί πολιτικές που αυξάνουν τις καθαρές αποδοχές ασχέτως του αντίκτυπου που έχουν στις μικτές και το συνολικό εργοδοτικό κόστος διότι η πλειοψηφία των πολιτών, πλην των λογιστών, των υπευθύνων ανθρωπίνου δυναμικού, των μάνατζερς και των επιχειρηματιών, ενδιαφέρεται πρωτίστως για το πόσα χρήματα θα έχουν στη διάθεσή τους κάθε μήνα. Έτσι, είναι απολύτως φυσιολογική η δημοφιλία μέτρων όπως ο κατώτατος μισθός που έχουν ως στόχο την αύξηση των καθαρών αποδοχών για τους χαμηλόμισθους.
Όμως, όσοι έχουν ασχοληθεί με κάποια από τις παραπάνω ειδικότητες, γνωρίζουν ότι όταν ένας εργαζόμενος προσλαμβάνεται, η εταιρεία που τον απασχολεί ενδιαφέρεται πρωτίστως για το εργοδοτικό κόστος, δηλαδή τις μικτές αποδοχές συν τις εργοδοτικές εισφορές. Για να γίνει αντιληπτό αυτό, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα της KPMG όπως καταγράφεται στη συγκριτική μελέτη των φόρων στην εργασία στην Ευρώπη (Employee taxes in Europe — 2018).
Σύμφωνα με την έγκριτη συμβουλευτική εταιρεία, ένας εργαζόμενος που βγάζει στην Ελλάδα το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 50.841 ευρώ το χρόνο, έχει μικτό μισθό τις 100.000 ευρώ. Όμως, το κόστος για την εταιρεία του είναι 120.913 ευρώ. Εσείς τι πιστεύετε; Όταν η εταιρεία προϋπολογίζει τις δαπάνες της, μετράει το κόστος του εργαζομένου στα 50.841, στα 100.000 ή στα 120.913; Η απάντηση, όταν έχουμε και τα τρία ποσά μπροστά μας είναι προφανής.
Πώς όμως θα μπορούσαμε να μεταβούμε από τη σημερινό καθεστώς, που το μεγαλύτερο μέρος του εργοδοτικού κόστους περνά απαρατήρητο από όλους πλην αυτών που το πληρώνουν, να περάσουμε σε ένα καθεστώς που οι εργαζόμενοι, οι εργοδότες και οι πολιτικοί έχουν πλήρη εικόνα του τι πραγματικά κοστίζει η εργασία στη χώρα μας;
Την απάντηση ενδεχομένως να την προσφέρουν οι Λιθουανοί. Από φέτος η πλειοψηφία των εργοδοτικών εισφορών, οι παρακρατήσεις φόρων εισοδήματος και οι όποιες έκτακτες εισφορές έχουν ενοποιηθεί και έχουν μεταφερθεί λογιστικά στην πλευρά του εισοδήματος των εργαζομένων. Η κίνηση αυτή έχει αλλάξει ριζικά το τοπίο στα εργασιακά της χώρας καθώς πλέον όλοι οι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονται ότι η αξία της εργασίας τους είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που νόμιζαν.
Η συνειδητοποίηση αυτή έχει πολύ θετικές συνέπειες για τη Λιθουανία σε διάφορους διεθνείς δείκτες, καθώς η χώρα έγινε πιο φιλική στην επιχειρηματικότητα χάρη στη μεγάλη απλοποίηση, αλλά και στις απολαβές των εργαζομένων. Βλέπετε, όταν η αναφορά μισθοδοσίας που λαμβάνει κάθε εργαζόμενος εμφανίζει όλες τις κρατήσεις, μαζί με τις εργοδοτικές εισφορές, ο καθένας μας αντιλαμβάνεται πόσο μεγάλο κομμάτι του μόχθου καταλήγει στο κράτος και απαιτεί να μειωθεί το ποσό αυτό. Σύμφωνα με το Lithuanian Free Market Institute, η μεταρρύθμιση αυτή επέφερε αύξηση της διαφάνειας στις απολαβές 1,3 εκατομμυρίων εργαζομένων και οδήγησε την κυβέρνηση στο να μειώσει τις εργοδοτικές εισφορές από 31,18% στο 1,47% και να αυξήσει τις κρατήσεις από 9% σε 19,5%.
Το αποτέλεσμα ήταν άκρως εντυπωσιακό. Οι χαμηλόμισθοι πήραν μία άμεση αύξηση των καθαρών αποδοχών τους της τάξης του 3% και η σχέση εισφορών και καθαρών αποδοχών πήγε από το 41,15% στο 37,76%.
Πλέον, οι Λιθουανοί ενδιαφέρονται περισσότερο για το πως θα μειωθούν οι κρατήσεις τους παρά για το πότε θα αυξηθεί ο κατώτατος μισθός. Τροφή για σκέψη.