Του Γιώργου Κακλίκη*
Πέρα από τα προσχήματα, η Εκκλησία της Μόσχας αντιδρώντας με νευρικότητα αποφάσισε να στραφεί κατά της πρωτόθρονης Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως για την απόφασή της να χορηγήσει το αυτοκέφαλο στην Ουκρανική Εκκλησία ύστερα από αίτημα της τελευταίας.
Ασφαλώς κομίζει γλαύκα στην Αθήνα όποιος υπενθυμίζει ότι η Ρωσική εκκλησία στοχεύει την πρωτοκαθεδρία της Ορθοδοξίας. Αυτός είναι ο λόγος που, με ποικίλες ευκαιρίες, καταβάλλει συστηματικές προσπάθειες μείωσης του κύρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Δεν διαγράφεται εύκολα από τη μνήμη η πεισματική άρνηση του Πατριαρχείου Μόσχας στην προσπάθεια του Οικουμενικού Πατριάρχη να αποστείλει, το 1999, μαζί με τον προκαθήμενο της Καθολικής Εκκλησίας, ενωτικό μήνυμα προς τους απανταχού χριστιανούς. Όπως επίσης δεν ξεχνιέται η τήρηση απόλυτα αρνητικής και διασπαστικής τάσης του Μόσχας Κυρίλλου απέναντι στην πρόσφατη πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου να οργανώσει την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο στην Κρήτη (2016), αρνούμενος να παραστεί σε αυτήν και ασκώντας αρνητική επιρροή σε μερικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, που είτε υποτάσσονται είτε κατ' έθος είναι πρόθυμες για διάφορους λόγους να υπακούουν στις βουλές και τα κελεύσματα της Μόσχας.
Το «Ουκρανικό» είναι το πιο πρόσφατο δείγμα της έλλειψης μέτρου από την Ρωσική Εκκλησία που ασφυκτιά στο ρόλο που της υπαγορεύουν Σύνοδοι και κανόνες. Από τη μέθη της ισχύος - πληθυσμιακής, οικονομικής και πολιτικής- κραταιώνεται σε πολλούς Ρώσους Ιεράρχες η μεγάλη ιδέα της Εκκλησίας της Μόσχας που έχει ως όραμα το πρωτείον και τον παραγκωνισμό της Πρωτόθρονης Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Τόσο ο Πατριάρχης Κύριλλος - πρώην Μητροπολίτης Σμολένσκ και Καλίνινγκραντ και κύριος μοχλός για την ματαίωση της πρωτοβουλίας του Οικουμενικού Πατριάρχη και του Πάπα για αποστολή μηνύματος ενωτικού σε όλους τους χριστιανούς- όσο και ο επικεφαλής του Τμήματος Εξωτερικών Σχέσεων της Ρωσικής Εκκλησίας, Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίων, ενοχλημένοι από τη σημασία της κίνησης του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την εκχώρηση του αυτοκεφάλου στην Εκκλησία της Ουκρανίας, αποδύονται σε ένα άμετρο αγώνα κατά της Κωνσταντινούπολης. Με τον κ. Ιλαρίωνα να μιλάει ουσιαστικά για εκκλησιαστικό Casus Belli, επισημαίνοντας ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης «πάτησε το μονοπάτι του πολέμου».
Σε όσα πράττει η Εκκλησία της Μόσχας προστέθηκαν πολιτικές διαστάσεις, με τον εκπρόσωπό της να κάνει λόγο για ανάμειξη της Ουάσιγκτον και της Ελληνικής ομογένειας στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Και σαν να μην αρκούσαν αυτό, το Ρωσικό Πατριαρχείο, «συγχέον την ταπείνωση της πίστεως με την υπεροψίαν της εξουσίας», πλαισίωσε τα περί «μονοπατιού πολέμου» με την υβριστική για το Φανάρι δήλωση ότι το τελευταίο «μόνο του παρουσιάζεται ως επικεφαλής Εκκλησιών των ανά την υφήλιο τριακοσίων εκατομμυρίων Ορθοδόξων» με την προσθήκη ότι «ο εμφανιζόμενος ως sui generis Πατριάρχης της Ορθοδοξίας κ. Βαρθολομαίος, με την παραχώρηση της αυτοκεφαλίας στη Ουκρανική Εκκλησία, θα χάσει τους μισούς πιστούς όπως και την αναγνώρισή του από αυτούς ως πρώτου μεταξύ ίσων της Ορθοδοξίας».
Ως επιστέγασμα όλων αυτών ήλθε η επιστολή του Πατριάρχη Μόσχας προς τους προκαθήμενους δώδεκα Ορθοδόξων Εκκλησιών με την οποία τους καλεί σε διάσκεψη πανορθόδοξου χαρακτήρα προκειμένου να κριθεί η συγκεκριμένη απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη.
Αρωγός στις πολυάριθμες μεθοδεύσεις του Πατριαρχείου Μόσχας εμφανίστηκε η ρωσική πολιτική ηγεσία η οποία έσπευσε να ρίξει το βάρος της και στα εκκλησιαστικά. Ο Υπουργός Εξωτερικών κ. Λαβρόφ δήλωσε ότι «η Ουκρανική Εκκλησία δεν δέχεται τις προκλήσεις του Οικουμενικού Πατριάρχη τον οποίο υποστηρίζει ευθέως η Ουάσιγκτον»! Σε αγαστή μάλιστα σύμπνοια ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου κ. Βλαντίμιρ Λεγκούντα δήλωσε ότι η χώρα του «θα προβεί σε ό,τι επιβάλλεται αν απειληθούν Ρώσοι ή ρωσόφωνοι στην Ουκρανία».
Χαρακτηριστική έκφραση της κρατικής αλαζονείας η ανάμειξη στα αμιγώς εκκλησιαστικά του Ρώσου Υπουργού Εξωτερικών ο οποίος μεμφόμενος το Οικουμενικό Πατριαρχείο για «τήρηση οδηγιών της Ουάσιγκτον» τη στιγμή που ο ίδιος παρεμβαίνει απροσχημάτιστα στα της Ουκρανίας. Ακριβώς όπως ο Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ που έκανε λόγο για «ύπουλες και δόλιες σχέσεις εις βάρος του ουκρανικού λαού». Κι αυτό, προφανώς στη συνέχεια όσων, πριν λίγα χρόνια, έπραξε η κυβέρνηση της Μόσχας «υπέρ της Ουκρανίας» κατά παράβαση κάθε κανόνα διεθνούς δικαίου και πολιτικής ηθικής. Και Ασφαλώς, η Μόσχα, στην ίδια γραμμή πλεύσης με την όψιμη σύμμαχό της Άγκυρα, στοχεύει αταλάντευτα στη μείωση του ειδικού βάρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου καθιστώντας έτσι ακόμα πιο διαφανή την επιθυμία της Εκκλησίας της να πάρει τα πρωτεία από την Κωνσταντινούπολη. Αν αυτό λέγεται χριστιανική εκκλησία, αν οι κινήσεις αυτές θεωρούνται χριστιανική ηθική, η φυσική κατάληξη θα είναι μόλυνση μιας επικίνδυνης πληγής που θα οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στη φιλοδοξία της Εκκλησίας της Μόσχας η οποία, με τη στενή συνεργασία της με την ρωσική πολιτική ηγεσία, εννοεί να παραμένει παρωπιδισμένη πιστεύοντας ότι ήρθε η στιγμή για την υλοποίηση του μεγαλοιδεατικού οράματός της.
Είναι ενδιαφέρον να δούμε ποια θα είναι η έκβαση αυτών των πρωτοβουλιών όπως και ποια θα είναι στάση των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών σε αυτή τη δίνη των άνομων βλέψεων της ρωσικής Εκκλησίας που θα δώσουν την ευκαιρία να κριθούν πολλοί. Εκτός και εντός Ελλάδος. Σήμερα βρισκόμαστε στο αποκορύφωμα της κρίσης. Οι πιστοί προσδοκούν την καταλλαγή και τη συμμόρφωση όλων με τους κανόνες της Εκκλησίας. Χωρίς υστερόβουλες ερμηνείες και χωρίς δευτεροβάθμιες σκέψεις.
* Ο κ. Γιώργος Κακλίκης είναι πρέσβης επί τιμή