Του Παύλου Ελευθεριάδη *
O λαϊκισμός έχει μια απλή λύση για την διαφθορά: συντρίβει τους «κακούς» και φέρνει τους «καλούς». Οι δικοί μας θα τα κάνουν όλα σωστά. Όπως το λέει και το σύνθημα του Σύριζα: «Ή θα τους τελειώσουμε, ή θα μας τελειώσουν», ή «ή εμείς ή αυτοί». Δυστυχώς όμως, ο κόσμος μας είναι λίγο πιο πολύπλοκος από τα παραμύθια για τον κακό λύκο και την κοκκινοσκουφίτσα.
Στις χώρες με ανεπτυγμένο κράτος δικαίου, η διαφθορά δεν είναι μόνο ζήτημα προσωπικού χαρακτήρα. Είναι και θέμα θεσμικής αρχιτεκτονικής. Η προστασία από την διαφθορά χρειάζεται ανεξάρτητους θεσμούς με θεσμικά αντίβαρα και διαρκή έλεγχο, εκτός κάθε υποψίας προσωπικής ή πολιτικής εύνοιας ή ιδιοτέλειας. Η δημοκρατία απαιτεί από όλα τα δημόσια πρόσωπα ανιδιοτέλεια. Έτσι μόνο προστατεύεται η δημοκρατική ισότητα μεταξύ ελεύθερων πολιτών. Η τήρηση των αρχών αυτών είναι ζήτημα όχι μόνο σεβασμού τυπικών κανόνων αλλά και δημοκρατικού ήθους.
Για παράδειγμα, όταν ένας υπουργός καλείται να πάρει μια απόφαση που θα επηρεάσει την εκλογική περιφέρεια στην οποία εκλέγεται, πρέπει να αρνείται να πάρει την απόφαση και εξουσιοδοτεί τους υφιστάμενούς του να την πάρουν, χωρίς να ρωτήσουν την γνώμη του.
Όταν η εκτελεστική εξουσία αποφασίζει να ξοδέψει τα χρήματα των φορολογουμένων για δημόσια έργα ή δημόσιες συμβάσεις, πρέπει να το κάνει χωρίς την παραμικρή ανάμειξη πολιτικών προσώπων, μόνο με την κρίση υπηρεσιακών παραγόντων, των οποίων το καθήκον είναι να φροντίζουν για την πιο αποδοτική συμφωνία για το δημόσιο συμφέρον. Όταν διορίζεται ένα πρόσωπο σε θέση ευθύνης, πρέπει να είναι το πιο κατάλληλο πρόσωπο για την συγκεκριμένη θέση, κάτι που θα αποδεικνύεται από τις ανοικτές διαδικασίες διορισμού του ή τουλάχιστον από το βιογραφικό του.
Όλοι αυτοί οι δημοκρατικοί κανόνες, γνωστοί στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και το διοικητικό και συνταγματικό δίκαιο των πιο μεγάλων κρατών της Ευρώπης, σκοπό έχουν την άσκηση της εξουσίας με διαφάνεια και λογοδοσία. Σκοπός τους δεν είναι μόνο να είναι οι αποφάσεις τίμιες και ανιδιοτελείς αλλά και να φαίνονται σε όλους τους πολίτες τίμιες και ανιδιοτελείς. Η εντύπωση ευνοιοκρατίας είναι σχεδόν πάντοτε περισσότερο επιβλαβής από την ίδια την πράξη ευνοιοκρατίας.
Δυστυχώς η κυβέρνηση των Σύριζα και ΑΝΕΛ έχει αγνοήσει πλήρως τα ζητήματα αυτά. Το χειρότερο παράδειγμα είναι η άνοδος της κυρίας Βασιλικής Θάνου. Η κ. Θάνου ευτύχησε να υπηρετήσει την χώρα μας ως υπηρεσιακή πρωθυπουργός και πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Αυτά θα ήταν ίσως αρκετά για κάθε δημόσιο λειτουργό. Και όμως, μετά την αποχώρησή της από το δικαστικό σώμα η κ. Θάνου επεδίωξε μια νέα καριέρα στην πολιτική.
Αυτό είναι κάτι που κανείς προκάτοχός της δεν επεδίωξε με τόσο άμεσο τρόπο. Όπως είναι γνωστό, η κ. Θάνου τοποθετήθηκε στην θέση της νομικής συμβούλου του πρωθυπουργού την επομένη της συνταξιοδότησής της από την δικαιοσύνη. Πρόσφατα η κυβέρνηση την πρότεινε για την θέση του Προέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Ο διορισμός της εγκρίθηκε από την βουλή με τις κυβερνητικές ψήφους, μαζί με τις ψήφους της Χρυσής Αυγής.
Η κ. Θάνου μπορεί να είναι σύμμαχος του πρωθυπουργού, είναι όμως εντελώς ακατάλληλη για τη θέση αυτή. Πρώτον, διότι δεν έχει ποτέ ασχοληθεί με το δίκαιο του ανταγωνισμού. Δεύτερον, λόγω της στενής της σχέσης με την κυβερνητική πλειοψηφία, που δεν εγγυάται αμεροληψία όταν θα έλθει να λάβει κρίσιμες αποφάσεις για την τήρηση του δικαίου ανταγωνισμού από μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις.
Τρίτον, επειδή έχει ήδη αποδείξει ότι δεν κατανοεί ή δεν σέβεται τους θεσμούς και το Σύνταγμα. Υπάρχουν δύο σημαντικότητα παραδείγματα ελλιπούς κρίσης από μέρους της. Το πρώτο επεισόδιο είναι η απεργία των δικαστών. Η κ. Θάνου ως πρόεδρος της ένωσης δικαστών και εισαγγελέων οργάνωσε απεργία των δικαστών το 2012, στα πλαίσια του «αντι-μνημονιακού» της αγώνα. Και όμως το σύνταγμα ρητά απαγορεύει στο άρθρο 23 την απεργία στους δικαστές. Η παραβίαση του συνταγματικού τους καθήκοντος δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρη.
Το δεύτερο επεισόδιο, είναι εξίσου σημαντικό. Μόλις ανέλαβε την ηγεσία του Αρείου Πάγου η κ. Θάνου έστειλε μια επιστολή σε ομολόγους της σε άλλα ευρωπαϊκά δικαστήρια με την οποία τους ζητούσε να παρέμβουν στην πολιτική των χωρών τους υπέρ της Ελλάδος και εναντίον των «μνημονίων». Επρόκειτο για θεσμικό ατόπημα, που όμοιό του δεν έχει ξαναδει η ελληνική δικαιοσύνη. Δεν νοείται δικαστής να κάνει πολιτική, πόσο μάλλον να ζητά επισήμως από δικαστές άλλων χωρών να κάνουν πολιτική.
Πολύ σωστά τότε ο αείμνηστος Σταύρος Τσακυράκης, διαπρεπής καθηγητής συνταγματικού δικαίου στο πανεπιστήμιο Αθηνών, έγραψε ότι η κ. Θάνου «όχι μόνο δεν κατανοεί την επιταγή της αποχής της ιδίας από πολιτικές κρίσεις αλλά είναι τόσο αφελής ώστε δεν υποψιάζεται καν ότι οι δικαστές των άλλων χωρών θα τραβούν τα μαλλιά τους διαπιστώνοντας ότι ανώτατος δικαστικός λειτουργός μιλά ως πολιτικάντης», ενώ τόνισε, πολύ σωστά κατά την γνώμη μου, ότι «εκθέτει την χώρα μας» και «δεν μπορεί να παραμένει στη θέση της».
Το σφάλμα της κ. Θάνου ήταν εξόφθαλμο και ασυγχώρητο. Δείχνοντας όμως τότε εξωφρενική αλαζονεία, η κ. Θάνου του απάντησε κάνοντας μήνυση για «συκοφαντική δυσφήμιση». Η κυβέρνηση Σύριζα έσωσε την κ. Θάνου από την ταπείνωση στο δικαστήριο, όπου με βεβαιότητα θα δικαιωνόταν ο Σταύρος Τσακυράκης, ψηφίζοντας έναν νόμο που καταργούσε την δίκη αναδρομικά, με μια ύποπτη φωτογραφική διάταξη που «αμνήστευε» το αδίκημα της δυσφήμισης.
Η καριέρα της κ. Θάνου είναι συνεπώς το πιο εύγλωττο σύμβολο της αδιαφορίας για το δημοκρατικό ήθος των θεσμών μας. Ο κ. Τσίπρας μεταχειρίζεται τις κυβερνητικές θέσεις σαν προσωπική του ιδιοκτησία, επιβραβεύοντας την συνεργάτη του. Και όμως οι θεσμοί μας υπάρχουν για το δημόσιο συμφέρον, όχι για ιδιοτελείς σκοπούς.
Η μάχη κατά της διαφθοράς θα πρέπει να ξεκινήσει ξανά από την αρχή, όταν με το καλό αποχωρήσει αυτή η κυβέρνηση. Η δημοκρατία απαιτεί διαφάνεια και λογοδοσία παντού. Το μήνυμα αυτό δεν θα περάσει στον ελληνικό λαό όσο δεν υπάρχει κυβέρνηση που να επιδεικνύει σε κάθε της πράξη, μικρή ή μεγάλη, την αφοσίωσή της στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας. Χρειαζόμαστε επειγόντως κυβέρνηση με δημοκρατικό ήθος.
* Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής δημοσίου δικαίου στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και δικηγόρος στο Λονδίνο.