Η εξέλιξη των πραγμάτων φαίνεται να μην αφήνει πια την παραμικρή αμφιβολία ότι η τύχη της κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη θα κριθεί πρωτίστως στο πεδίο της αναμέτρησής της με την υγειονομική και την συνακόλουθη οικονομική κρίση.
Αμφότερες παρατείνονται μέχρι νεότερων ειδήσεων από το μέτωπο των μαζικών εμβολιασμών. Τα χρονοδιαγράμματά τους, όμως, έχουν στο μεταξύ ανατραπεί μαζί με τις προβλέψεις για σύντομη επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Ακόμα κι αν η διεθνής επιταχυνθεί οψέποτε τιθασευθεί η εξάπλωση του COVID 19, η θετική επενέργειά της επί της ελληνικής οικονομίας θα καθυστερήσει. Η εκταμίευση των σωτήριων για την τελευταία πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης θα έχει να υπερβεί αρκετά ακόμα γραφειοκρατικά, και όχι μόνον, εμπόδια. Τα δε αναμενόμενα τονωτικά της ψυχολογίας της αγοράς έσοδα από τον τουρισμό κινδυνεύουν να είναι για δεύτερη συνεχή χρονιά περιορισμένα και πάντως όχι αρκετά για να ισοσκελίσουν τις καταγραφόμενες απώλειες του συνολικού εθνικού εισοδήματος.
Το πολιτικό ταμείο των εξελίξεων δεν θα μπορεί, βέβαια, να γίνει πριν από το προσεχές φθινόπωρο οπότε και αρχίζει το νέο πολιτικό έτος με την έκθεση της Θεσσαλονίκης και θα ορίζεται το επόμενο ραντεβού της κυβέρνησης με την κοινή γνώμη.
Αν δεν μεσολαβήσουν άλλες εξελίξεις - κυρίως στα ανοιχτά μέτωπα της εξωτερικής πολιτικής, της ασφάλειας, των εθνικών θεμάτων γενικότερα, των ελληνοτουρκικών σχέσεων ειδικότερα - εκείνο που θα διαμορφώσει το πολιτικό κλίμα θα είναι η γενικότερη αίσθηση που θα έχει ενδιαμέσως δημιουργηθεί με τον επιμερισμό των πολιτικών ευθυνών για την προεξοφλούμενη δυσπραγία των νοικοκυριών και τη δυσλειτουργία των αγορών.
Ακόμα και εάν ο τουρισμός θα έχει πάει τελικά σχετικά καλά, οι μεν εισοδηματικές απώλειες δεν θα έχουν αναπληρωθεί, οι δε υποχρεώσεις των νοικοκυριών, κυρίως αυτών που συνδέονται με την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, θα έχουν αυξηθεί εξ αιτίας, μεταξύ άλλων, της συσσώρευσης χρεών είτε προς τις τράπεζες είτε προς το Δημόσιο.
Εκτός εάν αποφασισθεί… "σεισάχθεια" που, όμως, με τον Σόλωνα να έχει αποδημήσει από αρχαιοτάτων χρόνων και τον Αλέξη Μητρόπουλο να μην μετέχει σε κέντρα λήψης αποφάσεων είναι μάλλον απίθανο για οποιονδήποτε άλλον να διανοηθεί ότι υπό τις κρατούσες μεταμνημονιακές δημοσιονομικές συνθήκες θα μπορούσε να είναι μια προς υιοθέτηση ιδέα.
Πολλώ δε μάλλον που τώρα από το δημόσιο ταμείο θα πρέπει να εξοικονομηθούν οι επιπλέον δαπάνες όχι μόνον για τα εξοπλιστικά προγράμματα των ενόπλων δυνάμεων, αλλά και αυτές που θα απαιτηθούν τόσο για την στήριξη των επιχειρήσεων όσο και για την επιδότηση των ανέργων, που κατά πάσα βεβαιότητα θα αυξηθούν ιδιαίτερα μετά το πέρας της τουριστικής περιόδου.
Με την κυβερνώσα παράταξη να υφίσταται αναποφεύκτως την αναλογούσα υπό τις περιστάσεις φθορά το ερώτημα είναι αν αυτή περιορισθεί εντός των ορίων του φυσιολογικού ή αν μπορεί να προσλάβει διαστάσεις δυνάμει ανατρεπτικές των υφιστάμενων σήμερα κομματικών συσχετισμών.
Εκ πρώτης όψεως δεν διαφαίνεται τέτοιο ενδεχόμενο.
Πρώτον, γιατί η κοινή γνώμη στην πραγματικότητα είναι προετοιμασμένη για τα χειρότερα. Από οποιαδήποτε λιγότερο κακή των αρνητικών προσδοκιών της εξέλιξη η κυβέρνηση μάλλον θα αποκομίσει περισσότερα οφέλη παρά θα υποστεί ζημιές μεγαλύτερες από αυτές που μπορεί να απορροφήσει αβλαβώς. Πολλώ δε μάλλον αν οι εξελίξεις είναι τελικά ευμενέστερες των αναμενομένων, οπότε τα οφέλη για την κυβέρνηση θα πολλαπλασιασθούν.
Δεύτερον, γιατί ακόμα κι αν ισχύσουν τα δυσμενέστερα για την πορεία της πανδημίας και της οικονομίας σενάρια, τα περιθώρια που έχει η κυβέρνηση να αποσβέσει τους κοινωνικούς κραδασμούς θα είναι, όπως το έχουμε ξαναπεί σε αυτή τη στήλη, για καιρό και καταρχήν πολύ μεγάλα.
Η μεγάλη στροφή που η ελληνική κοινωνία έκανε προς την κεντροδεξιά, μετά την σχεδόν πενταετή εμπειρία της από την διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και την ανάδειξη του κατεξοχήν εκφραστή της Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ, λειτουργεί ως ιδεολογικός αερόσακος της κυβέρνησης δίνοντάς της το στρατηγικό πλεονέκτημα της πολιτικής ηγεμονίας, που ίσως δεν είχε καμμιά προηγούμενη της συντηρητικής παράταξης, και τη δυνατότητα να διαχειρίζεται την κοινωνική δυσφορία χωρίς να εξαντλεί την κοινωνική ανοχή. Όχι διότι έχει την μαγική ικανότητα να καθιστά την τελευταία ανεξάντλητη. Αλλά γιατί επαυξάνεται από το γεγονός ότι δεν εμφανίζεται στον ορίζοντα ρεαλιστική εναλλακτική επιλογή.
Από εδώ και πέρα, όμως, αρχίζουν πιο δύσκολες ασκήσεις πιο λεπτών ισορροπιών.
Στις ημέρες μας οι ιδεολογικές ταυτίσεις με τις κυβερνήσεις δεν έχουν διάρκεια, σημασία και αντοχή μεγαλύτερη από αυτήν που τους επιτρέπουν οι τριβές με την καθημερινότητα των πολιτών και τις ζωτικές ανάγκες τους. Δεν παύει με άλλα λόγια η στρατηγική υπεροχή οποιασδήποτε κυβέρνησης να τελεί πάντα υπό την αίρεση της στρατηγικής των πολιτών με την οποία οι τελευταίοι καθορίζουν τις σχέσεις τους μαζί της.
Οι κρισιμότερες μάζες τους τοποθετούνται και μετακινούνται κατά πώς τους υπαγορεύουν τα συμφέροντά τους. Όταν τα συμφέροντά τους πλήττονται, οι ιδεολογικές αναστολές τους αίρονται. Αρκεί, για να επιβεβαιώσει κανείς του λόγου αυτού το αληθές, να θυμηθεί τα ποσοστά των δεξιών που από γινάτι για τον ΕΝΦΙΑ αποφάσισαν να τιμωρήσουν την παράταξή τους ψηφίζοντας στις εκλογές του 2015 για "πρώτη φορά Αριστερά", και δη 'ριζοσπαστική'.
Όταν κάτι έχει πάει στραβά, η κοινή γνώμη που έχει πληρώσει τα σπασμένα, την "ώρα της κρίσης" αναρωτιέται συνήθως "τις πταίει;" Ακολουθεί ο καταλογισμός των ευθυνών και η έκδοση της ετυμηγορίας. Δίκαιης ή άδικης.
Ο καταλογισμός είναι κατά κανόνα αναδρομικός. Η εκάστοτε κυβέρνηση εγκαλείται επί του συνόλου των πεπραγμένων της. Οι ψηφοφόροι ανασύρουν στη μνήμη τους τις πράξεις ή τις παραλείψεις της, τα λάθη ή τις αστοχίες της, τις ασυνέπειες ή τις αντιφάσεις της. Τι όφειλε να σχεδιάσει, τι δεν θα μπορούσε να προβλέψει.
Για όσο χρόνο η πλειοψηφία των πολιτών θα θεωρεί ότι η παρούσα κυβέρνηση έκανε ό,τι μπορούσε να κάνει, ίσως και με το παραπάνω, για να περιορίσει την μετάδοση του κοροναϊού και να μειώσει το οικονομικό τίμημα και το κοινωνικό κόστος της πανδημίας, ακόμα κι αν δεν βγει εντελώς αλώβητη από την όλη δοκιμασία, η όποια φθορά της θα παραμένει διαχειρίσιμη και η κυριαρχία της αναμφισβήτητη.
Εκτός κι αν ξανακάνει το λάθος να καλλιεργήσει προσδοκίες μεγαλύτερες των όσων θα μπορούσαν να επιβεβαιωθούν στην πράξη, όπως το έκανε εξαγγέλλοντας για το τέλος της προηγούμενης χρονιάς την έναρξη του υπερφιλόδοξου προγράμματος των μαζικών εμβολιασμών και μάλιστα πριν καν εξασφαλίσει την προμήθεια των εμβολίων.
Και να που η Ευρώπη στραβοπάτησε και το ζήτημα της προμήθειας των εμβολίων εξελίχθηκε σε αίτιο πολέμου μεταξύ ενδοευρωπαϊκών και όχι μόνον εθνικισμών.
Το ζήτημα εφεξής θα είναι κατά πόσο θα μετεξελιχθεί σε ποιητικό αίτιο πολιτικών μεταβολών, αναζωπύρωσης του μηδέποτε κατασβεσθέντος ευρωσκεπτικισμού και ανατροφοδότησης ενός γενικευμένου αντιευρωπαϊσμού σαν κι αυτόν που έρπει σε χώρες όπως η Ουγγαρία, που έκανε ήδη την κίνηση να σπάσει την γραμμή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να παραγγείλει κινέζικα εμβόλια κηρύσσοντας την "εμβολιαστική ανεξαρτησία". Το παράδειγμα της σίγουρα θα χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα αναφοράς των επικριτών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και των κριτικών προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις γιατί έδωσαν την εξουσία στις Βρυξέλλες, και κατ' επέκταση στους ισχυρούς της Ένωσης, να διαπραγματευτούν για λογαριασμό τους με τις φαρμακοβιομηχανίες.
Αν οι ευθύνες διαχυθούν σε εξωγενείς και ανεξάρτητους από την ελληνική κυβέρνηση παράγοντες, στην τελευταία δεν θα μπορεί να καταλογισθεί κάτι περισσότερο από στη χειρότερη περίπτωση υπερβολική αισιοδοξία, αφελή καλοπιστία ή, ίσως, πέραν της δέουσας συμμόρφωση προς τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αν αντιστρόφως το πάθημά της παρερμηνευθεί ως απρονοησία υπεύθυνη που για τις καθυστερήσεις του εμβολιαστικού προγράμματος και την ανατροπή των χρονοδιαγραμμάτων του με ό,τι αυτό θα σημάνει για την παράταση της διπλής υγειονομικής και οικονομικής κρίσης, στην αξιολόγησή της θα πέσουν σκιές χωρίς αυτό να επιφέρει μεταστροφή του κλίματος υπέρ της αντιπολίτευσης.
Μπορεί όμως να σημάνει κάτι άλλο όχι εντελώς ανώδυνο: μετατόπιση υπέρ του … "κανένα" στις κρίσεις της κοινής γνώμης για την "καταλληλότητα" των πολιτικών αρχηγών. Σε προηγούμενο άρθρο είχε επισημανθεί ο κίνδυνος. Και από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, που βρίσκουν τον "κανέναν" να "τσιμπάει" κανά-δυό μονάδες, μοιάζει ο κίνδυνος να γίνεται πιο ορατός.
Γιατί πρόκειται περί κινδύνου;
Γιατί απλούστατα σε αυτά τα ποσοστά δεν κρύβεται μια δυνάμει "αρνητική ψήφος", στην οποία ευλόγως μπορεί να προσβλέπει η όποια θεσμική αντιπολίτευση. Κρύβεται η απαξία μιας δυνάμει "αντισυστημικής ψήφου". Από αυτήν κατά τεκμήριο τρέφεται ο ακροδεξιός λαϊκισμός, ιδιαίτερα όταν συντρέξουν και άλλοι "εθνικοί λόγοι".
Το ζήτημα είναι εξόχως επικοινωνιακό. Όχι γιατί δεν θα παίζουν το ρόλο τους τα πραγματικά γεγονότα. Αλλά γιατί εκείνο που μετράει σε τελική ανάλυση είναι οι εντυπώσεις που σχηματίζονται από την ερμηνεία των γεγονότων. Και οι εντυπώσεις είναι συνήθως στο υποσυνείδητο που σχηματίζονται. Το λεγόμενο εν προκειμένω συλλογικό υποσυνείδητο. Και είναι από εδώ που τα πράγματα μπορεί να αρχίσουν να παίρνουν άλλες διαστάσεις. Στην Ευρώπη όπως και στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα θα κριθούν εν πολλοίς από τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση εφεξής θα τοποθετείται. Ιδιαίτερα απέναντι στα τεκταινόμενα μεταξύ των ευρωπαίων εταίρων αλλά και μεταξύ αυτών και των τρίτων χωρών.
Η ελληνική κοινή γνώμη τους έχει ήδη φυλαγμένα πολλά. στους ευρωπαίους εταίρους. Και εξ αιτίας των παλιών λογαριασμών με τα μνημόνια. Και εξ αιτίας της στάσης τους στα θέματα των σχέσεών μας με τους γείτονές και ειδικότερα των εξ ανατολών.
Δεν θέλει πολύ για να αρχίσει ένα τμήμα της να θαυμάζει τον Όρμπαν. Σήμερα είναι μειοψηφικό. Αύριο όμως μπορεί να γίνει κρίσιμο και ανατρεπτικό.