Του Αντώνη Πανούτσου
Η έκφραση «πήρανε το κουραδόκαστρο» δεν είναι και η πιο καλαίσθητη. Δεν μπορώ όμως να σκεφτώ κάποια περισσότερο ταιριαστή για να περιγράψει την επιδρομή του Ρουβίκωνα στο κτίριο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων. Μια επιδρομή που θα μπορούσε να γίνει ό,τι ώρα θέλανε και όχι να ξυπνάνε τα χαράματα άνευ λόγου και αιτίας.
Η επιδρομή έγινε στις έξι και τέταρτο το πρωί. Η οκταμελής ομάδα Ruby, κατά το ομάδα Delta, κατέβασε με βαριοπούλες τις τζαμαρίες του κτιρίου και αποχώρησε έχοντας καταγάγει ένα καίριο χτύπημα στον ταξικό εχθρό. Το λέει άλλωστε και η θριαμβευτική ανακοίνωση που μεταξύ άλλων αναφέρει «Με την κίνησή μας αυτή, επιστρέψαμε ένα ελάχιστο ποσοστό της βίας που καθημερινά δεχόμαστε όλοι μας προσπαθώντας να καλύψουμε τους φόρους που έχουν ορίσει για εμάς οι εξουσιαστές». Στην πράξη τώρα, πού βοηθάει το κατέβασμα μιας τζαμαρίας τους φορολογούμενους, που από τα λεφτά τους θα αγοραστεί καινούργια τζαμαρία, ανήκει στη λογική οπερατικής δημοκρατίας της Ελλάδας. Εκεί που και οι αντιεξουσιαστές είναι εναρμονισμένοι με τον Ρουβίκωνα να προσπαθεί να πείσει και να πειστεί ότι δρα συνωμοτικά. Ενώ τους έχουν συλλάβει μισή ντουζίνα φορές και τον Ιούλιο στη Βουλή αφού έβγαλαν φωτογραφίες, συνελήφθηκαν και μετά από εντολή του Νίκου Βούτση αφέθηκαν ελεύθεροι.
Σε νορμάλ χώρες μετά την επίθεση στην γ.γ. Πληροφοριακών Συστημάτων η αστυνομία θα ξεκινούσε μια έρευνα. Μετά θα γινόταν έρευνα για τους δράστες. Και η υπόθεση θα εξιχνιαζόταν ή όχι. Στην οπερατική όμως Ελλάδα του ΣΥΡΙΖΑ οι συνωμοτικές επιθέσεις καταλήγουν κωμωδίες.
Εντάξει τα παιδιά με τις βαριοπούλες έκαναν το καθήκον τους. Φορούσαν κράνη και κουκούλες, στο τέλος του βίντεο, ένας φωνάζει βιαστικά «Πάμε, πάμε» και στο τέλος του γυρίσματος κανένας δεν γυρνάει στην κάμερα να ρωτήσει αν πήρε το πλάνο, όπως έκανε η Ζωή όταν σήκωσε την μπάρα στα διόδια. Ελπίζω ότι και η αστυνομία έκανε το καθήκον της. Αν όχι να φτάσουν στο σημείο να πάρουν αποτυπώματα, τουλάχιστον να πάνε στο συμβάν σπινάροντας τα λάστιχα και με τις σειρήνες να κάνουν «πιραπί, πιραπί». Από όταν όμως ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κυβέρνηση και το παραμύθι δεκαετιών ότι πίσω από τις κουκούλες βρίσκονται αστυνομικοί τελείωσε, κάποιος τελικά πρέπει να το κάνει. Αποδείχτηκε ότι το κάνουν αυτοί που δεν πρέπει να ενοχλούνται. Αυτοί που τα στοιχεία τους «είναι σαφές ότι καταγράφονται πάντοτε και είναι προσβάσιμα στις υπηρεσίες ασφαλείας τα γεγονότα και τα ατομικά στοιχεία των υπαιτίων για τη “διατάραξη της τάξης”», όπως είπε ο Βούτσης μετά το ντου του Ρουβίκωνα στη Βουλή, αλλά που είναι οι ιερές αγελάδες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και δεν πρέπει να ενοχλούνται. Το ερώτημα είναι αν ο Νίκος Βούτσης που είχε χαρακτηρίσει το ντου στη Βουλή «απλή έκφραση διαμαρτυρίας» ένοιωσε λίγο υπεύθυνος για την επιδρομή στο Μοσχάτο. Και εάν, όπως είχε πάρει τηλέφωνο τον Τόσκα για να τους αφήσει, αυτή τη φορά πήρε για να ρωτήσει τι έγινε. Καθαρά ρητορικό ερώτημα αφού ο Βούτσης δημοσίως έκανε αυτό που αναμενόταν να κάνει. Την παλαβή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έβαλε τους ρουβίκωνες και το Εξαρχιστάν στην καθημερινότητα της πόλης. Κατόρθωσε τα ντου του Ρουβίκωνα και οι μολότοφ στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ στη Χαρ. Τρικούπη να μην γράφονται. Όχι επειδή κάποιος θέλει να κρύψει κάτι, αλλά γιατί κάτι που συμβαίνει συνεχώς παύει να είναι είδηση. Το χειρότερο, δημιούργησε μια αστυνομία που μένει μακριά από τέτοιες ιστορίες. Μετά από δύο προέδρους Βουλής, τον Βούτση και την Ζωή, να στέλνουν το μήνυμα ότι τα μέλη του Ρουβίκωνα δεν πειράζονται, ένας αστυνομικός θα πρέπει να είναι τρελός για να μπλεχτεί. Το μήνυμα έχει σταλεί. Μετά τις ΜΚΟ έχουμε και ΕΜΚΟ. Επαναστατικές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Μπορεί να μην είναι κρατικές αλλά λειτουργούν με την στοργή και την προστασία του κράτους.