Του Τάσου Ι. Αβραντίνη
Η Χούντα των Συνταγματαρχών ήταν η πρώτη που τόλμησε το μακρινό 1968 την απαγόρευση λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων. Τις ολέθριες συνέπειες εκείνης της τραγικής απόφασης βιώνει η χώρα μέχρι σήμερα και θα συνεχίσει να βιώνει για πολλά ακόμη χρόνια καθώς η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ φρόντισε να προχωρήσει στην αναθεώρηση του Συντάγματος με αποκλειστικό σκοπό να εμποδίσει θεσμικά την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος.
Βεβαίως οι σημερινοί πολέμιοι της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων είτε αγνοούν –οι περισσότεροι- είτε συνειδητά αποκρύπτουν, ότι η αναχρονιστική διάταξη του άρθρου 16 αποτελεί τη βεβαρημένη «κληρονομιά» της Χούντας στην Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία. Η τελευταία έχασε, τόσο το 1975 κατά την ψήφιση του νέου Συντάγματος όσο και στις διαδοχικές αναθεωρήσεις που ακολούθησαν από τότε, την ευκαιρία να αποποιηθεί το δυσβάστακτο αυτό βάρος της δικτατορίας. Τι συνέβη όμως πενήντα ένα χρόνια πριν; Με το άρθρο 17 παρ. 4 του Χουντικού Συντάγματος του 1968 όλα τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα μετατράπηκαν υποχρεωτικά σε «αυτοδιοικούμενα» νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Με την υποχρεωτική μετατροπή των πανεπιστημίων σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου το Κράτος αποκτούσε πλέον το μονοπώλιο της ανώτατης εκπαίδευσης.
Ένας σημαντικός λόγος που η Δικτατορία προχώρησε στην απαγόρευση λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, προκύπτει από τα πρακτικά της Επιτροπής για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Οι Συνταγματάρχες ανησυχούσαν ιδιαιτέρως με το ενδεχόμενο δημιουργίας ξένων ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα, στα οποία ο έλεγχος του ολοκληρωτικού καθεστώτος θα ήταν εκ των πραγμάτων αρκετά περιορισμένος. Αλλά ο κύριος λόγος που οδήγησε τη Χούντα να θεσμοθετήσει τη συνταγματική απαγόρευση ήταν ιδεολογικός.
Ο ίδιος ο αρχηγός της Χούντας Γεώργιος Παπαδόπουλος, υπεραμυνόμενος του κρατικού μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση, διατεινόταν ότι, εάν επιτραπεί η ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση, «Άδειαν λειτουργίας ανωτάτων ιδιωτικών σχολών την απαγορεύομεν. (...) Το Κράτος έχει την ευχέρειαν να σχεδιάζη την ανάπτυξιν (...) εάν ανοίξωμεν τους ασκούς του Αιόλου προς την ιδιωτικήν εκπαίδευσιν με την υφισταμένην έντονον τάση όλων να λάβουν ένα δίπλωμα, θα δημιουργηθεί ένα πολυπληθές επιστημονικόν προλεταριάτον (...)». Ακόμη πιο φανατικός της απαγόρευσης ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων υπήρξε ο τότε υπουργός Παιδείας της Χούντας (ο κομμουνιστής στα νιάτα του) Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου, ο οποίος μεταξύ άλλων υποστήριζε, «Πρέπει να αποκλεισθή. Διότι θα έλθουν ιδιώται, οι οποίοι θα ιδρύσουν εν Πανεπιστήμιον, θα εισπράττουν δίδακτρα και όσονδήποτε και εάν υπόκεινται εις τον έλεγχον της πολιτείας, η στάθμη της εκπαιδεύσεως την οποίαν θα παρέχουν θα είναι οπωσδήποτε κατωτέρα (…) Θα είναι κρίμα να εμπιστευθώμεν την ανώτατην εκπαίδευσιν εις χείρας ιδιωτών, οι οποίοι ως επί το πλείστον κινούνται από το κίνητρον του κέρδους (…)».
Εάν οι προηγούμενες προτάσεις μεταφερθούν από την καθαρεύουσα στη δημοτική, κάλλιστα θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν σε κάποια σχετική ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ ή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Το περισσότερο θλιβερό είναι, ότι η μεταπολίτευση «λησμόνησε» να αποκαταστήσει την ελεύθερη επιλογή στην ανώτατη εκπαίδευση. Στην πραγματικότητα οι συντάκτες του Συντάγματος του 1975 στο νέο άρθρο 16 φρόντισαν να κατοχυρώσουν περισσότερο αποτελεσματικά το κρατικό μονοπώλιο στην ανώτατη εκπαίδευση. Όποιος διαβάσει τα πρακτικά της αναθεωρητικής Βουλής του 1975 θα ανακαλύψει, ότι δεν υπήρξε ούτε ένας βουλευτής που να καταδίκασε αυτό το χουντικό «έγκλημα».
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο που κυκλοφορεί σήμερα.