Του Αντώνη Πανούτσου
Χθες στις 5.30 το πρωί στην Εθνική Οδό στο ύψος του ΙΚΕΑ μία νταλίκα έσπασε τις διαχωριστικές μπάρες, πέρασε στο αντίθετο διάζωμα και έπεσε σε δύο αυτοκίνητα, σκοτώνοντας τους δύο οδηγούς και τραυματίζοντας σοβαρά την συνοδηγό του ενός. Ο οδηγός της νταλίκας που συνελήφθη ήταν μεθυσμένος. Επιτρέψτε μου να αναφερθώ σε ένα θέμα ζωής και θανάτου. Κυριολεκτικά. Την μάχη επιβίωσης που ονομάζεται «οδήγηση στην Αθήνα».
Κατά πρώτον να πω ότι δεν ήταν πάντα έτσι. Μέχρι την μεταπολίτευση λόγω του μικρού αριθμού οχημάτων - που έκανε τον έλεγχο εύκολο - και την σκληρότητα της αστυνομίας - που έκανε τις παραβιάσεις επικίνδυνες – αδικήματα όπως η παραβίαση του κόκκινου σηματοδότη ήταν αδιανόητες. Πρώτη φορά που είδα οδηγό να περνάει με κόκκινο ήταν το 1975. Όταν ο φίλος μου ο Πάντσο, με ένα Pony, πέρασε στεγνά με κόκκινο. Ήταν τόσο αδιανόητο που νόμισα ότι δεν το είχε δει. «Έτσι οδηγάνε τώρα όλοι» μου είπε. Δεν είχα πρόβλημα να προσαρμοστώ. Μέσα σε ένα μήνα δεν άφηνα κόκκινο για κόκκινο. Όπως και δεν είχα πρόβλημα να ξαναγίνω όπως πριν.
Τον καλοκαίρι του 1997 όταν ο εισαγγελέας Αναστάσιος Κανελλόπουλος για ορισμένες παραβάσεις ζήτησε να ισχύσει η ποινή της κατάσχεσης του οχήματος. Αρχικά όταν ο οδηγός ήταν μεθυσμένος. Αργότερα περιέλαβε και το όριο ταχύτητας. Τελικά βλέποντας την αποδοχή του κοινού έβαλε στο μέτρο τα πάντα. Την επικίνδυνη οδήγηση, τις κόντρες, το οδήγημα χωρίς σιλανσιέ στην εξάτμιση. Κάθε τι που κάνει το οδήγημα στην Αθήνα κόλαση.
Την αφορμή είχε δώσει ένα δυστύχημα που προξένησε τον θάνατο μιας κοπέλας στην παραλιακή σε συνδυασμό με την συμπεριφορά του οδηγού που είχε εξοργίσει την κοινή γνώμη. Η απόφαση όμως του Κανελλόπουλου είχε ωριμάσει με τον χρόνο. «Έρχονταν στο γραφείο μου απλοί άνθρωποι που διαμαρτύρονταν για τις χαμηλές ποινές που επέβαλλε ο νόμος σε υπαίτιους τροχαίων ατυχημάτων λόγω μέθης. Ήταν διαμαρτυρίες πολιτών οι οποίοι είχαν χάσει τον άνθρωπό τους σε αυτοκινητικά δυστυχήματα, έφταναν στα δικαστήρια, οι ποινές ήταν μικρές και αγανακτισμένοι από την επιείκεια του νόμου και την αντιμετώπιση των δικαστηρίων χτυπούσαν την πόρτα μου». Και ο Αναστάσιος Κανελλόπουλος την μπουμπούνισε. Χωρίς να χρειαστεί δικτατορία, για να κοιμόμαστε με ανοιχτά παράθυρα και να φρενάρουμε στα κόκκινα, ένας απλός εισαγγελέας που είχε καταλάβει την επιθυμία του κόσμου παίρνοντας ένα μέτρο είχε λύσει το πρόβλημα των δυστυχημάτων και στην παραλιακή ακόμα και τα σαββατόβραδα οι Αθηναίοι οδηγούσαν σαν Παναγίες.
Οι επαναστάσεις όμως δεν κρατάνε πολύ. Τα μαγαζιά της παραλιακής βλέποντας ότι χάνουν δουλειά αντιδράσανε, η θητεία του Κανελλόπουλου στην εισαγγελία πλησίαζε στο τέλος της και σήμερα το 1997,με τις κατασχέσεις των αυτοκινήτων στην παραλιακή, είναι ξεχασμένη. Το δυστύχημα όμως με την νταλίκα στην Εθνική μπορεί να γίνει αφορμή ώστε το μέτρο να επανέλθει.
Πιθανό όχι από αυτή την κυβέρνηση, που το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να φέρνει νόμους που μπορούν να διχάσουν την αντιπολίτευση αλλά από κάποια μελλοντική και με την στήριξη των πολιτών. Ένας νόμος που θα θεωρεί την κάτω από την μέθη οδήγηση πράξη που θέτει σε κίνδυνο την ζωή των πολιτών. Και θα προβλέπει ότι το πρώτο πράγμα που κατάσχεται είναι το όπλο.
Είμαι σίγουρος ότι θα υπάρξουν χίλιοι λόγοι γιατί ένας τέτοιος νόμος δεν πρέπει να περάσει. Ότι ευνοεί τους πλούσιους που μπορούν να αγοράσουν άλλο αυτοκίνητο, ότι είναι αμφίβολο αν η πολιτεία μπορεί να κατασχέσει ένα όχημα που ανήκει σε άλλον, ότι το 76 του Π.Κ. προβλέπει δόλο. Το ερώτημα όμως δεν είναι αν υπάρχουν νομικοί για να το κρίνουν αλλά πολιτικοί. Πολιτικοί όχι που να έχουν την διάθεση να το ψηφίσουν αλλά τα cojones για να πάρουν το πολιτικό κόστος να εφαρμοστεί.