Της Δέσποινας Λιμνιωτάκη*
Για τις ανάγκες αυτής της συζήτησης, ας συμφωνήσουμε καταρχάς ότι δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις, κι ακόμα, ότι δεν υπάρχουν γνωστές ή δοκιμασμένες λύσεις για το προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα, που ξεδιπλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις, πανευρωπαϊκά με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Υπάρχουν γενικές οδηγίες, πολιτικές γραμμές και νομικό πλαίσιο για την διαχείρισή του αλλά αυτό που απουσιάζει τουλάχιστον στη χώρα μας, είναι η χάραξη ενός σχεδίου που θα αντιμετωπίζει ολόπλευρα ένα ζήτημα εν εξελίξει και θα απαντά στις ανάγκες του πληθυσμού που δεχόμαστε και φιλοξενούμε, με τρόπο που να αποδεικνύει ότι έχουμε τον έλεγχο της κατάστασης.
Όταν λοιπόν κάνουμε λόγο για ανήλικα παιδιά, η ανάγκη της γρήγορης και έγκυρης παρέμβασης γίνεται επιτακτικότερη. Γι' αυτό το λόγο, καμία συζήτηση που δεν εστιάζει στο πολιτικό περιεχόμενο αλλά στοχεύει στην αισθητικοποίηση του θέματος, δεν θα έπρεπε να μας απασχολεί. Ούτε εμάς, ούτε βεβαίως τον πρωθυπουργό που κάνει τηλεοπτικές ανακοινώσεις προσώπων αλλά ουδέποτε οργανώνει μια συζήτηση για να εκπαιδεύσει τον τηλεθεατή να σκέφτεται την ουσία και όχι τον φορέα υλοποίησης ενός προγράμματος: ουδόλως μας ενδιαφέρει πώς ονομάζεται ένα project ή ποιοι θα το τρέξουν, θέλουμε να μάθουμε τα συγκεκριμένα βήματα για το πώς η κυβέρνηση σκέφτεται να το προσεγγίσει.
Μελετώντας το θέμα με τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα επιβεβαιώνω ότι αυτό είναι πολυπλοκότερο από όσες λειψές προσπάθειες έχουμε κάνει μέχρι σήμερα, αφού τα παιδιά χρειάζονται περιβάλλοντα αγάπης, ασφάλειας και αποδοχής, έχουν κοινωνικοσυναισθηματικές ανάγκες περισσότερες από αυτό που έχουμε δημιουργήσει μέσα στις ανθρώπινες κοινότητές μας και η εμπειρία τους πρέπει να έχει θετικό πρόσημο, τη στιγμή που ούτε κατά διάνοια γνωρίζουμε τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στις δομές φιλοξενίας αλλά υποψιαζόμαστε τα χειρότερα. Οι δήμοι και οι περιφέρειες της χώρας καλούνται να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο ενώ στελεχώνονται από ανεκπαίδευτο προσωπικό με διάθεση εκτελεστικής μόνο εξουσίας (δηλαδή περιμένουν οδηγίες, δεν κάνουν μια προεργασία για τη συνδιαμόρφωση του τοπίου, πράγμα που θα απαιτούσε την αγαστή συνεργασία κοινωνικών και επιστημονικών φορέων, εκπαιδευτικού προσωπικού και επαγγελματιών ψυχικής υγείας). Το θέμα δεν είναι τόσο απλό, όσο το «να βρεις που θα μείνουν» τα παιδιά. Είναι καιρός να περάσουμε και σε ένα επόμενο στάδιο, αυτό των προσπαθειών ενσωμάτωσής τους στις τοπικές κοινωνίες.
Εδώ και χρόνια το Συμβούλιο της Ευρώπης και άλλοι ευρωπαϊκοί και διεθνείς οργανισμοί έχουν δώσει κατευθυντήριες γραμμές για το πώς οι απλοί πολίτες και οι κυβερνήσεις μπορούν να επιτύχουν το παραπάνω, μέσα από σκληρή δουλειά που εμπεριέχει (επαν)εκπαίδευση προσωπικού, καταγραφή των διαθέσιμων πόρων και υλικών σε κάθε κοινότητα, επαγγελματική εξειδίκευση και δημιουργία κέντρων βοήθειας (διαμεσολάβηση, ανάθεση παιδιών σε προσωπικό που γνωρίζει το πώς να τα φροντίσει, παρουσία περισσότερων μεταφραστών, αναβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών κ.λ.π).
Σαφώς έχουν γίνει οργανωμένες προσπάθειες (βλέπε το παράδειγμα της Κρήτης) αλλά καθώς οι αριθμοί αυξάνονται ή οι ανάγκες πληθαίνουν, απαιτείται αυτοματοποίηση διαδικασιών - να γίνουν η πρόληψη και η πρόνοια δεύτερη φύση μας.
Φοβάμαι ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να μπει μέσα στην κουλτούρα λειτουργίας και δράσης μας σύντομα, αφενός επειδή το ακροατήριο αφήνεται στο να βουλιάξει μέσα σε ένα ωκεανό παραπληροφόρησης και δεισιδαιμονιών, αφετέρου επειδή τα κεντρικά μηνύματα που φτάνουν στα αυτιά μας περιγράφουν μια top-down κατάσταση, μια «λύση» που θα εφαρμοστεί από πάνω προς τα κάτω. Μια τέτοια προσέγγιση δεν είναι μόνο λάθος αλλά και ψέμα: η διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού είναι υπόθεση όλων μας. Η πρώτη προτεραιότητα είναι να μάθουμε λοιπόν όλοι το σχέδιο, να μιλήσουμε ανοιχτά γι αυτό, να υπάρξουν πολλοί μικρότεροι «συντονιστές» του. Ας περπατήσουμε το επόμενο βήμα μαζί, αρκετά με τις παραπολιτικές ανακοινώσεις που μας κρατάνε καρφωμένους σε μια ατέλειωτη αφετηρία.
* Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας