Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Υπάρχει ένα παράδοξο με τα βιβλία. Γενικώς τα βιβλία είναι ο τόπος των Παράδοξων Πραγμάτων, και θα μπορούσαμε σήμερα να μιλήσουμε για οποιοδήποτε από αυτά, αλλά το πιο παράδοξο από όλα είναι ότι οι περισσότεροι βιβλιόφιλοι δεν θέλουν ποτέ —όχι πάντως σ' αυτή τη ζωή— να διαβάσουν όλα τους τα βιβλία. Και αυτό δεν έχει γίνει με κανένα άλλο κατασκεύασμα του ανθρώπου, με κανένα προϊόν της διανοίας ή της τέχνης του. Ούτε θα γίνει ποτέ, να 'στε σίγουροι.
Αγοράζουμε βιβλία, συγκεντρώνουμε βιβλία, φτάνουμε στο σημείο να περιστοιχιζόμαστε από βιβλία, αλλά διαβάζουμε ένα μόνο ποσοστό από αυτά. Ένα ποσοστό που μικραίνει όσο μεγαλώνει η βιβλιολαιμαργία ενός εκάστου από εμάς.
Και, στ' αλήθεια, αυτό συμβαίνει μόνο με τα βιβλία, και δεν μπορεί να συμβεί παρά μόνο με τα βιβλία. Κανείς δεν θα αγοράσει έναν δίσκο (αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που αγοράζουν δίσκους) χωρίς να τον ακούσει. Ακόμη και αν δεν του αρέσει το πρώτο κομμάτι, θα τον ακούσει όλο. Κανείς επίσης δεν αγοράζει παπούτσια που να μην τα φορέσει, και κανείς δεν θα αγοράσει διακόσια γραμμάρια τυρί για να μην το φάει.
Από τότε που σηκωθήκαμε στα δυο μας πόδια, οι άνθρωποι ζούμε για να καταναλώνουμε —φαγητό, κρασί, ομορφιά, συγκινήσεις—, αλλά και για να συγκεντρώνουμε. Κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες, γεωργοί και κτηνοτρόφοι, εργάτες και αγρότες, υπάλληλοι γραφείου και κούριερ, όλοι μας αγωνιούμε για να αποκτήσουμε κάτι ακόμη… και για να το καταναλώσουμε. Είτε αυτό είναι ένα ταξίδι, ή μια πλάκα σοκολάτα? είτε είναι το εισιτήριο για ένα μουσείο, ή ένα ακόμη ποτήρι ουίσκι στο μπαρ? είτε είναι ένα πακέτο μακαρόνια, ή πέντε διαφανείς φέτες προσούτο.
Αυτός ο κανόνας σπάει όταν μιλάμε για βιβλία. Ο κανόνας της κατανάλωσης. Εκεί, ο τζίτζικας αποσύρεται και παίρνει το πάνω χέρι ο μέρμηγκας. Ο βιβλιομέρμηγκας στην περίπτωσή μας. Ο βιβλιομέρμηγκας συλλέγει? συγκεντρώνει? αποθηκεύει. Και δεν καταναλώνει παρά όσο ακριβώς —άντε και λίγο παραπάνω— του αρκεί για να βγάλει την ημέρα. Όμως, σαν άλλος Θείος Σκρουτζ, ξέρει πως έχει ένα θησαυροφυλάκιο βιβλίων να τον περιμένει, για να πέσει μέσα του από τον πιο ψηλό βατήρα ανά πάσα στιγμή. Ακόμη και αν τελικά δεν βουτήξει, ξέρει ότι μπορεί να το κάνει. Ο θησαυρός του είναι εκεί. Με άκοπες σελίδες.
Δεν υπάρχει ικανοποιητική εξήγηση γι' αυτό. Η βουλιμία του βιβλιοφάγου, αν και έχει απασχολήσει πολλούς —και πολύ επαρκέστερους ημών—, δεν έχει ερμηνευτεί επαρκώς. Άλλοι λένε πως οι βιβλιόφιλοι έχουν κάνει μία συμφωνία με τον Μεφιστοφελή: δεν θα πεθάνουν, λέει, ποτέ αν δεν διαβάσουν πρώτα όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκης τους. Άλλοι πάλι λένε πως, απλούστατα, οι βιβλιόφιλοι θέλουν να έχουν τις περισσότερες δυνατές επιλογές ανά πάσα στιγμή μπροστά τους: ποτέ δεν ξέρουν τι θα θελήσουν να διαβάσουν το βράδυ, ή σε ένα μήνα, ή στα πενήντα έξι τους? οπότε, φροντίζουν να έχουν μία ποικιλία επιλογών.
Άλλοι πάλι λένε άλλα. Ότι η διαρκώς επεκτεινόμενη βιβλιοθήκη είναι μία απεικόνιση του αενάως επεκτεινομένου σύμπαντος, ενώ η θνητή φύση του κατόχου της ένα μικροσκοπικό δείγμα της συμπαντικής εντροπίας, μια υπόμνηση της τραγικότητας της ύπαρξης. Ότι κανείς έτσι, μέσω των κλειστών εξωφύλλων, κρατά ανοιχτούς λογαριασμούς με περιόδους της ζωής του που πέρασαν μεν, μα που αυτός δεν θεωρεί ότι έχουν στ' αλήθεια λήξει. Ότι λατρεύουμε να ζούμε περιστοιχισμένοι από μυστήρια — και ποιο μυστήριο είναι μεγαλύτερο από αυτό που κρύβεται μέσα σε ένα αδιάβαστο μυθιστόρημα; Ή ότι ο αναγνώστης που δεν διαβάζει —αυτό το υβριδικό, μυστηριακό πλάσμα— απλώς δεν θέλει να απογοητευτεί: «Κι αν τελικώς δεν με ικανοποιήσει αυτή η βιογραφία του Τόμας Μαν;… Τι θα κάνω μετά;» Γιατί η γοητεία είναι το αλάτι της ζωής, ψέματα; Είναι το μπαχαρικό της.
Και άλλοι λένε άλλα. Κανείς δεν μπορεί να μας απαντήσει με ασφάλεια.
Και, βέβαια, κανείς μας δεν θέλει να λάβει απαντήσεις. Και τι μας νοιάζει στην τελική; Σημασία έχει να μπορούμε να χτίζουμε αυτό το Τείχος των Βιβλίων όσο πιο ψηλά και όσο πιο πλατιά μπορούμε. Γιατί είναι το μόνο τείχος που, όσο μεγαλώνει, τόσο πιο πολύ σε συνδέει με τον κόσμο και τις άπειρες δυνατότητές του.
Είναι ένα τείχος Ελευθερίας.