Ιστορικά ντοκουμέντα, έγγραφα, φωτογραφίες, μαρτυρίες, απομνημονεύματα κ.λπ. αποτελούν, φυσικά, το νόμιμο «σώμα» των ερευνών των ιστορικών.
Ωστόσο, για την κατανόηση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας κάθε εποχής, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν και διάφοροι «αστικοί μύθοι» που κυκλοφορούν σε ορισμένα κοινωνικά στρώματα.
Με ένα τέτοιο «μύθο» θα ασχοληθούμε σήμερα, αν και δεν υπάρχουν γραπτά ντοκουμέντα που να τον επιβεβαιώνουν.
Ο «μύθος» αυτός αφορά σε μία εμβληματική φιγούρα της ρωσικής τέχνης του 20ου αιώνα και συγκεκριμένα στην σπουδαία ηθοποιό Φαΐνα Γκεόργκιεβνα Ρανέφσκαγια (1896-1984).
Είναι γνωστό σε όλους πως η Επιτροπή Κρατικής Ασφάλειας (ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ.) βρισκόταν διαρκώς σε πόλεμο με τις δυτικές μυστικές υπηρεσίες και τους αντιφρονούντες, χρησιμοποιώντας τους λεγόμενους «πολεμιστές του αόρατου μετώπου». Για τον λόγο αυτό, στρατολογούσε ανθρώπους από διάφορους κύκλους της τέχνης, μεταξύ δε αυτών και πάρα πολλούς ηθοποιούς. Γενικά, μεταξύ των σοβιετικών πολιτών, οι καταδότες δεν έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης, ωστόσο, δεν είναι όλοι σε θέση να αρνηθούν την συνεργασία τους στους πανίσχυρους άντρες της μυστικής αστυνομίας.
Η Φαΐνα Ρανέφσκαγια, ήταν πια προχωρημένης ηλικίας, όταν αποφάσισαν πως πρέπει να γίνει μυστικός πράκτορας. Η πρωτοβουλία ανήκε στον Ολέγκ Μιχαήλοβιτς Γκριμπανόφ, υποστράτηγο των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών, τον οποίο, λόγω του μικρού του ύψους και την φημολογούμενη ισχυρή υπνωτιστική του δύναμη, αποκαλούσαν «μικρό Βοναπάρτη». Λέγεται, μάλιστα, πως αρκούσε απλά η αναφορά στο όνομά του, για να παραλύσει η βούληση του συνομιλητή.
Ο Γκριμπανόφ ήταν απασχολημένος με άλλες υποθέσεις κι έτσι αποφάσισε να στείλει στην δυνητική πληροφοριοδότρια, έναν νεαρό αξιωματικό, τον Κορσνουνόφ. Υπ’ αυτή την έννοια η Ρανέφσκαγια αποδείχτηκε πολύ τυχερή.
Ο Κορσουνόφ, με όλη την αλαζονεία της θέσης του, επισκέφτηκε την γηραιά πλέον ηθοποιό στο σπίτι της, πιστεύοντας πως η στρατολόγησή της θα ήταν ζήτημα λίγων λεπτών.
Δεν υπολόγισε, όμως, την ευφυΐα αλλά την εντιμότητα της ηλικιωμένης κυρίας που είχε μπροστά του.
Πολλοί λένε πως η παράσταση που έδωσε η Ρανέφσκαγια, ήταν από τις καλύτερες της ζωής της.
Ο Κορσουνόφ, άρχισε την συζήτηση, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή: ξεκίνησε με την εκτόξευση κατηγοριών κατά των ξένων κατασκοπευτικών υπηρεσιών και την δράση τους στην επικράτεια της Ε.Σ.Σ.Δ., στην συνέχεια, ανέφερε μετ’ επιτάσεως πως χρέος κάθε έντιμου πολίτη είναι να βοηθάει όσο μπορεί τις υπηρεσίες κρατικής ασφάλειας και η υπεράσπιση των κατακτήσεων του σοσιαλισμού.
Η Ρανέφσκαγια τον άκουσε προσεκτικά, κατάλαβε αμέσως περί τίνος πρόκειται και τον ρώτησε: «Νεαρέ μου, που ήσασταν παλιότερα, πριν προλάβω να διαβώ το κατώφλι των εβδομήντα χρόνων μου;»
Ο Κορσουνόφ, την κοίταξε αμήχανος και είπε: «Μα, τι λέτε, Φαΐνα Γκεόργκιεβνα! Κανείς δεν σας κάνει ούτε για τριάντα χρονών, πιστέψτε με... Είστε κοριτσάκι μπροστά σε άλλες ηθοποιούς του θεάτρου μας!»
Η Ρανέφσκαγια μισόκλεισε πονηρά τα μάτια, άναψε ένα τσιγάρο μάρκας «Μπελαμόρ» και είπε ήρεμα στον αναιδή πράκτορα:
«Μάλιστα, νεαρέ μου, όλα κατανοητά με εσάς... Όπως και μ’ εμένα άλλωστε... Χωρίς περιττά λόγια σας δηλώνω πως περίμενα από καιρό την στιγμή που η υπηρεσία σας θα με εκτιμήσει πραγματικά και θα μου προτείνει συνεργασία! Προσωπικά, είμαι έτοιμη από καιρό. Θέλω να αποκαλύψω τα τεχνάσματα των μισητών σ’ εμένα ιμπεριαλιστικών ερπετών... Μπορώ να σας πω πως είναι το όνειρό μου από τότε που ήμουν παιδί. Όμως... υπάρχει ένα μικρό, «αλλά»! Πρώτον, ζω σε κοινοβιακό διαμέρισμα και, δεύτερον, που είναι και το σημαντικότερο, παραμιλώ πολύ δυνατά στον ύπνο μου. Ελάτε λοιπόν, συνάδελφε, σαν μέλη της ΤΣΕ.ΚΑ (πρόδρομος της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ.) να σκεφτούμε παρέα. Σκεφτείτε, μου αναθέτετε μια μυστική αποστολή κι εγώ, όντας άνθρωπος υπεύθυνος, την σκέφτομαι διαρκώς και προσπαθώ να την φέρω σε πέρας όσο το δυνατόν καλύτερα. Γνωρίζετε, υποθέτω, από την ψυχολογία πως οι δονητικές διεργασίες, στο μυαλό των διανοουμένων είναι διαρκείς και την ημέρα και την νύχτα... Και άξαφνα! Άξαφνα την νύχτα, στον ύπνο μου, αρχίζω να συζητώ με τον εαυτό μου τους τρόπους με τους οποίους θα φέρω σε πέρας την αποστολή μου. Να λέω επίθετα, ονόματα, ψευδώνυμα, γιάφκες, συνθηματικά, ώρες των συναντήσεων και λοιπά... Γύρω μου έχω γείτονες, οι οποίοι διαρκώς με παρακολουθούν επί χρόνια. Είναι όλο το εικοσιτετράωρο έξω από την πόρτα μου σαν σκύλοι φύλακες, περιμένουν να ακούσουν με ποιον μιλάω στο τηλέφωνο! Λοιπόν, σας λέω εκ των προτέρων τα μειονεκτήματά μου εντίμως... Αν κάνω λάθος, διορθώστε με, προστατεύστε με μην κάνω κάποιο μοιραίο λάθος. Θα έλεγα, επιπλέον, από μία αθέλητη προδοσία μου... Τι να κάνουμε, όμως, αν κληρονόμησα από τους γονείς μου αυτό το ελάττωμα, να παραμιλώ δυνατά στον ύπνο μου; Έχω πάει στους γιατρούς, σε φωστήρες της ιατρικής, αλλά μάταια, δεν μπορούν να με βοηθήσουν».
Ακούγοντας τον παράξενο αυτό μονόλογο ο Κορσουνόφ, πάγωσε και έφυγε από την συνάντηση εξαντλημένος από τα ακλόνητα επιχειρήματα της ηθοποιού. Το επόμενο πρωί ανέφερε λεπτομερώς τα της συνάντησης του στον Γκορμπουνόφ, του μίλησε για τις αντικειμενικές δυσκολίες, για την επιθυμία της Ρανέφσκαγια να συνεργαστεί, καθώς επίσης και πως η υποψήφια πράκτορας ζει σε κοινοβιακό διαμέρισμα.
Ένα μήνα αργότερα η Ρανέφσκγια γιόρταζε με τους φίλους της την μετακόμισή της σε έναν από τους επτά σταλινικούς ουρανοξύστες της Μόσχας, κτήρια στα οποία ζούσαν ανώτατα στελέχη της σοβιετικής νομενκλατούρας.
Ο Κορσουνόφ αποφάσισε πως τώρα πια, τίποτα δεν εμποδίζει την ηθοποιό να γίνει συνεργάτης της μυστικής αστυνομίας και να ενταχθεί στις γραμμές των πολεμιστών του αόρατου μετώπου.
Άρχισε να πηγαίνει στο θέατρο προκειμένου να την συναντήσει, μα πότε «είχε διάρροια», πότε «ήταν οι δύσκολες μέρες κάθε γυναίκας». Ο νεαρός αξιωματικός θύμωσε και δήλωσε σε γνωστούς της πως θα την επισκεφτεί σύντομα στο νέο της διαμέρισμα για να λογαριαστούν.
Την επόμενη ημέρα, νωρίς το πρωί, στο Γραφείο για τον κοινό της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ εμφανίστηκε ένας σκυθρωπός άντρας, απροσδιόριστης ηλικίας, λέγοντας πως φέρνει ένα έγγραφο ύψιστης σημασίας για το κράτος.
Ήταν μία αίτηση των ενοίκων του ουρανοξύστη στην οδό Κοτελνίτσεσκαγια, όπου ζούσε πλέον η Ρανέφσκαφια. Οι ένοικοι, κατά την γενική συνέλευσή τους, αποφάσισαν να παρακαλέσουν την υπηρεσία κρατικής ασφάλειας να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου κάποια ηθοποιός (το επίθετο της Ρανέφσκαγια δεν αναφερόταν στην αίτηση) η οποία τις νύχτες ούρλιαζε κατά των ιμπεριαλιστών και ζητούσε από την μυστική αστυνομία να την στρατολογήσει για να πολεμήσει εναντίον τους.
Διαβάζοντας την ομαδική αίτηση ο Γκριμπανόφ, κάλεσε τον Κορσουνόφ και του είπε αυστηρά: «Η Ρανέφσκαγια μας τελείωσε, ψάξε κάποιον άλλον... Που να μην παραμιλάει στον ύπνο του. Τέλος. Ελεύθερος!»
Λίγο αργότερα, πληροφοριοδότες της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ, που εργάζονταν στο ίδιο θέατρο με την Ρανέφσκαγια, τον ενημέρωσαν πως την αίτηση της είχε γράψει η ίδια και έστειλε τον συντηρητή του κτιρίου να την καταθέσει, εξαγοράζοντάς τον με δύο μπουκάλια βότκας.
Η ίδια, χρόνια αργότερα έλεγε: «Αρνήθηκα να συνεργαστώ για ένα και μόνο λόγο: να τους δώσω πολλά δεν μπορούσα, να τους δώσω λίγα δεν μου το επέτρεπε η συνείδησή μου. Η καταραμένη αγωγή μου φταίει!»
* * *
Η παραπάνω ιστορία μπορεί να συνέβη, μπορεί και όχι. Παρόμοιες ιστορίες έχουν καταγραφεί κατά χιλιάδες στα χρόνια του σοβιετικού πειράματος. Γεγονός είναι, πάντως, πως μέχρι σήμερα, έχουν καταμετρηθεί περισσότερες από 4.000.000 καταδόσεις σε βάρος απλών πολιτών που έγιναν από συγγενείς, φίλους, γείτονες και γνωστούς. Αυτό και μόνο το γεγονός δείχνει μία από τις αιτίες μη αντίστασης του σοβιετικού πληθυσμού στον ολοκληρωτισμό του κομμουνιστικού καθεστώτος.