Tου Γιάννη Κουτσομύτη
Ολοκληρώνεται τις επόμενες ημέρες με την επίσκεψη στη Χάγη η πρώτη φάση των επισκέψεων του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για να ενημερωθούν σημαντικές κυβερνήσεις της Ευρωζώνης για τα μεταρρυθμιστικά σχέδια της ελληνικής Κυβέρνησης και να τεθούν οι βάσεις για τον επαναπροσδιορισμό της θέσης της χώρας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε συνθήκες κανονικότητας.
Τα συμπεράσματα από τις επισκέψεις στο Παρίσι και το Βερολίνο και τις συναντήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Εμανουέλ Μακρόν και την Άνγκελα Μέρκελ είναι αναμφίβολα θετικά. Ο άμεσος στόχος που ήταν η επιτυχής παρουσίαση του οικονομικού και μεταρρυθμιστικού προγράμματος της Κυβέρνησης επετεύχθη σε μεγάλο βαθμό, καθώς σύμφωνα με πληροφορίες από τις δυο μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες οι αντιδράσεις και τα σχόλια των Γάλλων και Γερμανών ομολόγων ήταν θετικά, αν και εκφράστηκαν κάποιες αμφιβολίες για το πόσο προετοιμασμένη πολιτικά είναι η ελληνική Κυβέρνηση από το ενδεχόμενο κοινωνικών αντιδράσεων στις προς εφαρμογή μεταρρυθμίσεις και το βαθμό συνοχής της κοινοβουλευτικής ομάδας της Νέας Δημοκρατίας, η οποία θα κληθεί να υποστηρίξει στη Βουλή κάποια δύσκολα και εν μέρει αντιδημοφιλή μέτρα.
Ορισμένοι Ευρωπαίοι συνομιλητές της Κυβέρνησης θυμούνται ακόμη τις αντιδράσεις της ΚΟ της ΝΔ στη θητεία της Κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου και το πως κατέρρευσε το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα εκείνης της Κυβέρνησης στο δεύτερο εξάμηνο του 2014 και υπενθυμίζουν -καλοπροαίρετα ή όχι- την αδιαμφισβήτητη ικανότητα του Αλέξη Τσίπρα να νομοθετεί όλα τα μέτρα που συμφωνούσε η Κυβέρνησή του με τους θεσμούς χωρίς να υπάρχει καμία αμφισβήτηση από την κυβερνητική πλειοψηφία.
Το κυβερνητικό κλιμάκιο όμως που συνόδευσε τον Πρωθυπουργό σε Παρίσι και Βερολίνο ήταν πολύ καλά διαβασμένο και σύμφωνα με πρόσωπα που γνωρίζουν το τι ειπώθηκε στις συναντήσεις, “οι Έλληνες αξιωματούχοι φάνηκαν πολύ καλύτερα προετοιμασμένοι από τους αξιωματούχους της προηγούμενης Κυβέρνησης”.
Το κλίμα πάντως ήταν αισθητά θερμότερο στο Παρίσι από αυτό που υπήρξε στο Βερολίνο, και αυτό αντικατοπτρίζει το στρατηγικά αναβαθμισμένο επίπεδο των σχέσεων ανάμεσα στη Γαλλία και την Ελλάδα. Ο κρίσιμος τομέας που πλέον κάνει τη διαφορά και γέρνει τη ζυγαριά υπέρ των τρικολόρ είναι η στρατιωτική συνεργασία, η έμπρακτη στήριξη της Γαλλίας στις ελλαδικές και κυπριακές θέσεις για την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας και τις τουρκικές προκλήσεις, η παρουσία της Total στα υπό εκμετάλλευση τεμάχια της κυπριακής ΑΟΖ και η συνακόλουθη παρουσία γαλλικών πολεμικών πλοίων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Στη μεταμνημονιακή εποχή, τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας είναι αρκετά διαφοροποιημένα από αυτά που κυριαρχούσαν στα χρόνια των Μνημονίων, όπου το βασικό μέλημα κάθε ελληνικής Κυβέρνησης ήταν οι παρακλήσεις προς τη γερμανική Κυβέρνηση για ευνοϊκότερη μεταχείριση της χώρας από τους θεσμούς. Πλέον η χώρα εκ των πραγμάτων κοιτά μπροστά και συνάπτει στρατηγικές συμφωνίες με σύμμαχες χώρες, οι οποίες μπορούν να προσφέρουν ουσιαστικά πλεονεκτήματα και ανταλλάγματα στην Ελλάδα.
Σε αυτό το πλαίσιο οι σχέσεις της Ελλάδας με τη Γερμανία δεν μπορούν να βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με τις ελληνογαλλικές σχέσεις, στις οποίες έχουν πλέον ενταχθεί και τα κοινά ενεργειακά και γεωστρατηγικά συμφέροντα. Στη ευαίσθητη αυτή αλλαγή των διμερών ισορροπιών θα πρέπει να συνυπολογιστεί και το γεγονός ότι η Γερμανία έχει συνταχθεί με τον αγωγό NordStream-2, ο οποίος είναι εμμέσως ανταγωνιστικό ενεργειακό project από τον ελληνοκυπριακοϊσραηλινών συμφερόντων EastMed.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική πλευρά μπορεί και πρέπει να επιδείξει περισσότερο θάρρος στις συζητήσεις της με την Κυβέρνηση της Γερμανίας και να ξεκινήσει στο επόμενο διάστημα να μιλά από άλλη βάση. Η Γερμανία δεν κρατά πια τις τύχες της Ελλάδας στα χέρια της, όπως συνέβαινε μέχρι και τα μέσα του 2018, ενόσω η χώρα επιζητούσε την έξοδο από το Μνημόνιο με κάποια συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους χωρίς την σύναψη νέου Μνημονίου με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Δεν θα πρέπει να ξεφύγει της προσοχής και το γεγονός ότι τα γερμανικά ΜΜΕ προσδίδουν μεγάλη σημασία στο ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων, σε σημείο να παρατηρείται και κάποια αγωνία.
Η στρατηγική του Κυριάκου Μητσοτάκη για την ανάκτηση κατ'' αρχάς της πολιτικής και οικονομικής αξιοπιστίας της χώρας προς τους Ευρωπαίους εταίρους και στη συνέχεια μετά το α'' εξάμηνο του 2020 η συζήτηση για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων στους προϋπολογισμούς των ετών 2021 και 2022. Εάν η χώρα περάσει με επιτυχία τις μεταμνημονιακές επιθεωρήσεις και προωθήσει ενεργά και δυναμικά τις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα, τότε όχι μόνο θα έχει την νομιμοποίηση να ζητήσει την προσαρμογή των πλεονασμάτων για δυο χρόνια αλλά στην ουσία να την απαιτήσει χωρίς να κινδυνεύει να διαταράξει τις ευρύτερες σχέσεις της με την Ευρωζώνη.
Η νέα ελληνική Κυβέρνηση υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι προφανές ότι έχει μια πιο σοβαρή και “επαγγελματική” παρουσία στη χορεία των ευρωπαϊκών χωρών από την προηγούμενη Κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, η οποία ήδη από τη ΔΕΘ του Σεπτεμβρίου του 2018 είχε αρχίσει να αποκηρύσσει τις δεσμεύσεις που η ίδια είχε αναλάβει έναντι της Ευρωζώνης. Το μεταρρυθμιστικό έργο της Κυβέρνησης Μητσοτάκη μέσα στο επόμενο εξάμηνο είναι εκείνο που θα επανακαθορίσει τη θέση της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και θα δώσει το δικαίωμα να αρθρωθεί ένας ισότιμος λόγος εντός της Ευρώπης. Εάν η χώρα προχωρήσει όπως υπόσχεται ο Πρωθυπουργός, τότε στο επόμενο ταξίδι του στο Βερολίνο θα μπορεί και θα πρέπει να ζητήσει και ουσιαστικά ανταλλάγματα.