Του Γρηγόρη Σαμπάνη*
Ο Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) διαχειρίζεται πολύτιμους πόρους των εργαζομένων και των επιχειρήσεων και λαμβάνει ελάχιστα ποσά χρηματοδότησης από τον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ η κυβέρνηση παρεμβαίνει με βάναυσο τρόπο στη λειτουργία του και υποβαθμίζει τις παροχές στους ασφαλισμένους.
Τα συνολικά έσοδα που διαχειρίζεται το τρέχον διάστημα ο ΕΟΠΥΥ για την παροχή υπηρεσιών Υγείας στους Ελληνες πολίτες ξεπερνούν τα 5 δισ. ευρώ και προέρχονται κατά 99,9% από τις εισφορές ασφαλισμένων και εργοδοτών. Ας μην ξεχνάμε ότι όλοι οι ασφαλισμένοι επιβαρύνονται πλέον και με τη βαριά εισφορά 6% για την Υγεία. Ετσι, ο κρατικός προϋπολογισμός εισφέρει μόλις 87 εκατ. ευρώ στη χρηματοδότηση του ΕΟΠΥΥ, ενώ το 2014 το ποσό υπερέβαινε τα 800 εκατ. ευρώ.
Το παράδοξο είναι ότι, ενώ μειώνεται δραστικά η χρηματοδότηση του ΕΟΠΥΥ από τον κρατικό προϋπολογισμό, επιβαρύνεται από την κυβέρνηση με την άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Η ορθή, σε καιρούς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, πολιτική για την κάλυψη των ανασφάλιστων επιβαρύνει τον ΕΟΠΥΥ με δαπάνες εκτιμώμενου κόστους 200 εκατ. ευρώ μόνο για τα φάρμακα, ενώ συνεχώς διογκώνεται η δαπάνη για νοσήλια στα κρατικά νοσοκομεία. Ο κρατικός προϋπολογισμός δεν εισφέρει το παραμικρό, ενώ έχει εξαγγελθεί η κάλυψη των ανασφάλιστων ως βασικό μέτρο κοινωνικής πολιτικής. Πρόκειται για κοινωνική πολιτική με τα λεφτά των άλλων!
Ο κλειστός προϋπολογισμός για τη φαρμακευτική δαπάνη έχει «παγώσει» στα 1,945 δισ. ευρώ, ενώ η ίδια συμμετοχή των ασφαλισμένων ξεπερνά τα 683 εκατ. ευρώ, ποσό το οποίο είναι υπερβολικά μεγάλο, αν αναλογισθεί κανείς και τις αυξημένες εισφορές που καλούνται να πληρώσουν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, εξάλλου, ότι οι ασφαλισμένοι πληρώνουν τεράστιο τίμημα, περίπου 1,5 δισ. ευρώ, για την αγορά μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων, η λίστα των οποίων συνεχώς διευρύνεται. Πρόκειται για φάρμακα τα οποία στην πλειονότητά τους αφορούν κοινές παθολογικές καταστάσεις, όπως ο βήχας, ο πονοκέφαλος κ.ά.
Ως οργανισμός που δεν διαχειρίζεται πόρους του κρατικού προϋπολογισμού, αλλά το υστέρημα των εργαζομένων και των εργοδοτών, ο ΕΟΠΥΥ ιδρύθηκε το 2011 με ισχυρές εγγυήσεις ανεξαρτησίας της διοίκησής του από την κεντρική κυβέρνηση. Εσχάτως, όμως, όπως έχω επισημάνει και σε προηγούμενη ανοικτή επιστολή μου προς τους κοινωνικούς εταίρους (Απρίλιος 2018), η ανεξαρτησία του έχει καταλυθεί.
Η διοίκηση ελέγχεται από την κυβέρνηση και οι αποφάσεις που λαμβάνονται κινούνται όλο και περισσότερο στην κατεύθυνση της υποβάθμισης των παροχών στους ασφαλισμένους. Xαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα, ο νέος Κανονισμός Παροχών (ΕΚΠΥ), που ήλθε στο διοικητικό συμβούλιο χωρίς να προηγηθεί ενημέρωση και διαβούλευση και εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία. Μέχρι να φθάσει να γίνει Κοινή Υπουργική Απόφαση τροποποιήθηκε δύο φορές, πράγμα που αναδεικνύει την προχειρότητα της διαδικασίας με την οποία εισήχθη στο Δ.Σ., ακριβώς επειδή η κυβέρνηση δεν ήθελε να γίνει ουσιαστική συζήτηση. Για να μπορέσει να γίνει ουσιαστική μελέτη από τα μέλη του Δ.Σ., θα έπρεπε να είχε γίνει ενημέρωση τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν έλθει προς συζήτηση, ενώ, σε κάθε περίπτωση, θα έπρεπε να έχει εκτιμηθεί σοβαρά η εισήγηση της διοίκησης του ΕΟΠΥΥ.
Μεταξύ άλλων, ο νέος ΕΚΠΥ καθιερώνει συμμετοχή 10%-25% στις δαπάνες για Κέντρα Αποκατάστασης των ατόμων με αναπηρία, επιβαρύνει με συμμετοχή 10% τους ασφαλισμένους για τις φυσικοθεραπείες, μειώνει δραστικά (από 900 σε 600 ευρώ) τη χρηματική αποζημίωση τοκετού, όταν αυτός γίνεται εκτός δημόσιου μαιευτηρίου ή σε μη συμβεβλημένο ιδιωτικό.
Αυτά προστίθενται στο φιάσκο με τους οικογενειακούς γιατρούς, που απειλεί να δημιουργήσει συνθήκες παράλυσης στην Πρωτοβάθμια Υγεία. Στην πρόσκληση που έχει απευθύνει ο ΕΟΠΥΥ για εκδήλωση ενδιαφέροντος από γιατρούς, έχουν κατατεθεί μόλις 420 αιτήσεις, ενώ στο παρελθόν ο αριθμός των οικογενειακών γιατρών έφθανε και τους 2.500 και σήμερα εξυπηρετούν τον πληθυσμό συνολικά 1.796 γιατροί (1.258 παθολόγοι, 344 γενικοί ιατροί και 194 παιδίατροι). Για να αποφευχθούν χαοτικές καταστάσεις, η διοίκηση του ΕΟΠΥΥ έχει ζητήσει να παραταθούν οι συμβάσεις των γιατρών μέχρι να συναφθούν οι νέες συμβάσεις.
Παγίδες για τους ασφαλισμένους
Οι νέες συνθήκες λειτουργίας του ΕΟΠΥΥ δημιουργούν συνεχώς «παγίδες» για τους ασφαλισμένους:
- Συνεχείς είναι οι διαμαρτυρίες για περιπτώσεις που ιδιωτικές κλινικές δηλώνουν προσχηματικά σε ασφαλισμένους ότι δεν διαθέτουν δωμάτια τεσσάρων κλινών και τους επιβαρύνουν με το κόστος αναβάθμισης θέσης, για νοσηλεία σε δωμάτια τριών κλινών. Επίσης, υπάρχει αδιαφορία για ειδικές επεμβάσεις, οι οποίες δεν γίνονται στα κρατικά νοσοκομεία ή υπάρχουν μεγάλες λίστες αναμονής, με αποτέλεσμα οι ασφαλισμένοι να πηγαίνουν στον ιδιωτικό τομέα και να επιβαρύνονται επιπλέον.
- Οι ασφαλισμένοι, λόγω της ανεπάρκειας της κρατικής πρωτοβάθμιας περίθαλψης, καταφεύγουν στα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα. Εκεί «φορτώνονται» μια νέα επιβάρυνση, ως αποτέλεσμα πρόσφατης υπουργικής απόφασης, η οποία προβλέπει ότι η ιδία συμμετοχή υπολογίζεται με βάση το τιμολόγιο του Δημοσίου και όχι με βάση την ασφαλιστική τιμή του ΕΟΠΥΥ. Ο ασφαλισμένος καλείται να καλύπτει τη διαφορά, η οποία επιστρέφει στον κρατικό προϋπολογισμό μέσω rebate και clawback, για να συντηρούνται τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα!
Το αποτέλεσμα είναι θλιβερό: η Υγεία είναι πλέον μόνο κατ' όνομα δημόσια, αφού η συμμετοχή των ασφαλισμένων στη συνολική δαπάνη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης υπολογίζεται ότι ξεπερνά το 35%!
Οι κοινωνικοί εταίροι δεν μπορούν να μένουν αδρανείς μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις, που ναρκοθετούν την παροχή υπηρεσιών Υγείας και μετατρέπουν τη διαχείριση χρήματος των ασφαλισμένων σε υπόθεση κυβερνητικών και κομματικών μηχανισμών.
Οφείλουν να παρέμβουν και να θέσουν την κυβέρνηση προ των ευθυνών της και να απαιτήσουν να δοθεί τέλος στην υποβάθμιση των παροχών του και στην επιχείρηση ελέγχου των τεράστιων ποσών που εισφέρουν οι ασφαλισμένοι από τους κυβερνητικούς και κομματικούς μηχανισμούς.
*O Γρηγόρης Σαμπάνης είναι οικονομολόγος, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΟΠΥΥ
** Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο, της Πέμπτης 19/7