της Μαρίας Χούκλη
Δόθηκε μεγάλη έκταση στην αποχώρηση της συντακτικής ομάδας των “Ενθεμάτων” της “Αυγής”. Αντιμετωπίστηκε σαν μάννα από τον ουρανό από όσους πιστεύουν - και δικαίως - ότι η πολιτική του κυβερνώντος κόμματος πόρρω απέχει από τις εξαγγελίες του. Ο θόρυβος μεγιστοποιήθηκε και γιατί η αποχώρηση των δημοσιογράφων συνέπεσε με την ψήφιση του ασφαλιστικού και την απόπειρα υπουργών να παρουσιάσουν τις ρυθμίσεις σαν ρηξικέλευθη μεταρρύθμιση που όμοιά της δεν έχει ματαδεί ο πλανήτης.
Ο επικεφαλής της ομάδας, εξηγώντας την “δύσκολη αλλά λυτρωτική” απόφαση του, ούτε λίγο - ούτε πολύ αναφώνησε ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός, ότι έχει ρίξει κάθε πέπλο αριστεροσύνης και πλέον μετέρχεται μεθόδους που καταδίκαζε στο παρελθόν ως φαύλες. Η κριτική που άσκησε θα μπορούσε να έχει τίτλο “Αριστερότερα Κουροπάτκιν !”
Όμως, ο Στρατής Μπουρνάζος - τον οποίον δεν γνωρίζω, σπεύδω να διευκρινίσω - κάνει πολύ πιο σημαντικές επισημάνσεις, κατά την άποψή μου. Σημαντικές και ανακουφιστικές μέσα στον πολτό συναισθημάτων που διακατέχει τον δημόσιο βίο. Βάζει κάποια πράγματα στη θέση τους.
Κατ'' αρχάς, τονίζει την ανάγκη και την αξία της αυτοκριτικής, από τα βασικά credo της αριστεράς και μεταξύ μας κάθε σοβαρού και συγκροτημένου ανθρώπου. Οι κυβερνώντες έχουν ξεχάσει και πώς προφέρεται η λέξη.
Αποκαλεί τα γεγονότα του περασμένου Ιουλίου “ήττα”, δηλαδή με το όνομά τους, παρόλο που οι κυβερνώντες ακόμη προσπαθούν να πείσουν ότι κατήγαγαν περιφανή νίκη.
Στηλιτεύει την παράσταση με το Άγιον Φως, τους αριστερούς “μαϊντανούς” στα τηλε-παράθυρα της “διαπλοκής” που την καταγγέλλουν αλλά δεν μπορούν να αποχωριστούν το βήμα της για την αυτοπροβολή τους. Ο δημοσιογράφος μέμφεται ακόμη τους τους κομπασμούς για δήθεν ευημερούντες αριθμούς, για την ντροπιαστική διαχείριση του προσφυγικού, τον κυνισμό της εξουσίας, το μίσος που καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση.
Υποθέτω θα βρεθούν ορισμένοι, αν δεν έχει γίνει ήδη, που θα τον κατηγορήσουν ότι με το κείμενο του “ρίχνει νερό στο μύλο της αντίδρασης”, η κοινότοπη καταγγελία της αριστεράς για όσους τολμούν να ασκήσουν κριτική, η ίδια από τότε που ήταν ξεκάθαρο ποιά και τί είναι αντίδραση.
Οι συνθήκες άλλαξαν, ο κόσμος έγινε πιο περίπλοκος από τη μανιχαϊστική σύλληψη του από τις δογματικές πεποιθήσεις ορισμένων. το Καλό και το Κακό εναλλάσσονται με επιδεξιότητα που αδυνατούμε να “καταλάβουμε οι φτωχοί...”. Πολύ περισσότερο στη γόρδια ελληνική πραγματικότητα.
Η κριτική του Σ.Μ δεν είναι λαφαζανικού, ζωικού ή βαρουφάκειου στυλ. Καθόλου. Είναι περισσότερο σαν λυπημένη διαπίστωση ότι διαψεύστηκαν όσα πίστεψε. Ορισμένοι του προσάπτουν ότι τον καιρό που κάλπαζε ο ΣΥΡΙΖΑ προς την εξουσία, είχε γράψει ένα κείμενο με τον τίτλο “Η εμείς ή αυτοί”, το ιταμό σύνθημα που δίχασε την κοινωνία και έχει αφήσει τραύματα, ελπίζω όχι ανεπούλωτα.
Το αποκηρύσσει, όχι μόνο με τις αιτιάσεις προς τον πολιτικό του χώρο αλλά και με την ομολογία ότι νιώθει την ανάγκη να αναθεωρήσει εκ βάθρων όλα όσα υποστήριξε δημόσια ο ίδιος. Το βρίσκω έντιμο, γενναίο και όχι πολύ σύνηθες.
Το κύκνειο άρθρο του δημοσιογράφου είναι ανακουφιστικό γιατί αποκαλύπτει ότι και στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν ό,τι βλέπουμε οι υπόλοιποι. Δεν έχει σημασία αν άλλοι επιθυμούν τον ΣΥΡΙΖΑ της ουτοπίας και άλλοι του ρεαλισμού. Οι λύσεις, το σχέδιο που προτείνει κάθε πολιτική δύναμη για την ανάταξη της χώρας αξιολογείται.
Αρκεί να συμφωνούμε ότι η πραγματικότητα είναι κρέας και όχι ψάρι, ότι “...δεν μπορείς να συνεχίσεις το ίδιο τροπάρι και να καμωθείς ότι δεν μεσολάβησε τίποτα από τον Δεκέμβριο του 2014...”.