Ερντογάν: Νέα ρητορική ή νέα στρατηγική;

Το λάθος που έκαναν εξ αρχής όσοι εγχώριοι αλλά κυρίως διεθνείς αναλυτές διάβαζαν τον Ερντογάν διαχωρίζοντας τις κατά καιρούς τοποθετήσεις του σε εσωτερικής κατανάλωσης και σε αντικειμενικής διπλωματικής (δηλαδή διαπραγματευτικής) αξίας ήταν διπλό.

Ήταν καταρχάς λάθος επιστημολογικό: Δεν διαχωρίζεις ερμηνευτικά μια τοποθέτηση που παράγει ιδεολογία. Και ιδεολογία παράγουν εξ ορισμού όλες οι μορφές χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Και όλες παράγουν αυτόχρημα υλικά, (και άρα και διπλωματικά) αποτελέσματα, αφού ο τρόπος με τον οποίο διαπαιδαγωγείται, μαθαίνει να σκέφτεται και να προσλαμβάνει την πραγματικότητα ένας λαός καθορίζει την θέση του στον κόσμο και την στάση του απέναντι στους άλλους.

Ήταν, κατά δεύτερο, λάθος κατεξοχήν πολιτικό: Ήταν αυτό που αξιοποίησαν όσοι εντός ή εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης αναζητούσαν τα προσχήματα για να αθωώσουν τον νεο-οθωμανικό αναθεωρητισμό, να τον θέσουν στο απυρόβλητο των κυρώσεων και να συγκαλύψουν εκ του πονηρού τους κινδύνους που κυοφορεί για την ασφάλεια της Ευρώπης, της ευρύτερης περιοχής και της Δύσης ώστε να αποενοχοποιήσουν τις εμπορικές, και όχι μόνον, συναλλαγές τους με το καθεστώς Ερντογάν παρουσιάζοντας την ανοχή απέναντί του ως αναγκαία για την συνοχή της ευρωατλαντικής συμμαχίας.

Με την δικαιολογία ότι οι ελληνοτουρκικές διαφορές ήταν στην ουσία τους αποκλειστικά και μόνον οικονομικές (διαμοιρασμός των φυσικών πόρων Αιγαίου και Ανατολικής Μεσογείου) και ότι θα έπρεπε να βρεθεί ένας συμβιβαστικός τρόπος να επιλυθούν χωρίς να διαταραχθούν οι ευρωτουρκικές σχέσεις, η Γερμανική κυβέρνηση, όπως και μια πλειάδα διαμορφωτών των ευρωπαϊκών αποφάσεων, αντιπαρήλθαν την ουσία της ρητορικής Ερντογάν επιμένοντας ότι στερείτο στρατηγικής σημασίας καθότι απευθυνόταν αποκλειστικά στο εσωτερικό ακροατήριο της Τουρκίας χωρίς να εξυπηρετεί τίποτα περισσότερο από την ανάγκη του κυβερνώντος συνασπισμού εξουσίας να συσπειρώσει γύρω του το τουρκικό εκλογικό σώμα.

Σήμερα που οι τόνοι της ρητορικής Ερντογάν ανεβαίνουν αυξάνοντας την επιθετικότητά της και το ενδιαφέρον των ελλήνων αναλυτών για το πώς αυτή θα επηρεάσει την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ο διαχωρισμός της σημασίας της από το στρατηγικό νόημά της δεν θα ήταν απλώς ένα ακόμα λάθος. Θα ήταν τύφλωση.

Η πολιτική ιστορία της Δύσης βρίθει αντίστοιχων παραδειγμάτων. Είναι «ο ορθολογισμός της ηλίθιε» που την τυφλώνει μπροστά στο ισλαμικό φαινόμενο στερώντας της την δυνατότητα να αντιληφθεί τόσο το «αυτοκρατορικό σύνδρομο», που υπαγορεύει στον Ερντογάν την διαχρονική στρατηγική του, όσο και την σημασία της ιδεολογικής ομοιογένειας που εξασφαλίζει στην εκλογική του βάση και τις γεωπολιτικές του φιλοδοξίες ο σουνιτισμός. Αυτή η καθαρόαιμη εκδοχή της μουσουλμανικής παράδοσης που θέτει την θρησκεία υπεράνω του έθνους και μετατρέπει την πίστη σε ακαταμάχητη δύναμη ακριβώς επειδή ο θάνατος των υπερασπιστών της εγγυάται αυτομάτως την σωτηρία και την αθανασία της ψυχής τους.

Αν από χθες ο Ερντογάν έκανε ένα ακόμα συμβολικό βήμα προς επίρρωση του γαιωστρατηγικού οράματός του για την ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αναφερόμενος στο ελληνικό Αιγαίο με την οθωμανική του ονομασία «Θάλασσα των νησιών», δεν είναι από τυχαίο συνειρμό. Είναι από συνειδητή και μεθοδική προσπάθεια, που καταβάλει συστηματικά τα τελευταία πολλά χρόνια, να θυμίσει προς πάσα κατεύθυνση την ιστορικότητα της επικυριαρχίας που η Τουρκία επιδιώκει να ασκήσει ως οιωνεί Σουλτανάτο.

Κι ας μην ξεχνάμε ότι για τους ομόθρησκούς του οπαδούς η συμμετοχή στον «ιερό πόλεμο» (τζιχάντ) κατά των «απίστων» είναι καθήκον κάθε καλού ισλαμιστή που έχει την υποχρέωση να συμβάλει στην μετατροπή όλης της γης σε ένα και μόνον Σουλτανάτο. Το Σουλτανάτο που θα έχει υποτάξει τους αλλόθρησκους του κόσμου τούτου στις εντολές του Προφήτη και το θέλημα του Αλλάχ του Μεγάλου. Και ταυτόχρονα το Σουλτανάτο που θα έχει επιβάλει την «ορθοδοξία» του σουνιτικού Ισλάμ στους «αποστάτες» του σιιτισμού που διέσπασαν την ενότητα του μουσουλμανικού κόσμου χωρίζοντας τον σε δυο αλληλομισούμενα στρατόπεδα.

Εδώ έγκειται, άλλωστε, και η στρατηγική ιδιοφυΐα του Ερντογάν. Μου την επισημαίνει φίλτατος πρέσβης και έχει δίκιο. Γιατί πράγματι είναι το κράμα αυτοκρατορικού νεο-οθωμανισμού, φανατικού εθνικισμού και αντιδυτικού ισλαμικού φονταμανταλισμού που δένει τον Τούρκο Πρόεδρο με τους πολιτικούς συμμάχους του (το ακροδεξιό ΜHP του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και τους άλλους ευρασιανιστές υποστηριχτές του) και την εκλογική του βάση. Τους δίνει το ηθικό πλεονέκτημα έναντι του δυτικόφιλου σαουδαραβικού σουνιτισμού κάνοντας την υπεροχή του τουρκικού ηγεμονισμού, αλλά και την διαφορά του ως ασύμμετρης απειλής που η Δύση δυσκολεύεται και να καταλάβει και να γεφυρώσει.

Εδώ δεν μπόρεσε να καταλάβει, παρά μόνον όταν ήταν πια πολύ αργά, τους πατριωτισμούς και τους εθνικισμούς που η ίδια είχε γεννήσει και την οδήγησαν σε δυο παγκόσμιους πολέμους. Όπως δεν μπόρεσε να καταλάβει πώς μέσα σε λιγότερο από μήνα από το τέλος του πρώτου προέκυψε μια Σοσιαλιστική Επανάσταση σαν την Οκτωβριανή στην Ρωσία. Και πώς μετά τον δεύτερο μια άλλη επανάσταση, σαν την κινέζικη, σήμανε την αρχή του τέλους των δυτικών Αυτοκρατοριών πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό των νέων κρατών που με την εμφάνισή τους δημιούργησαν το πιο σύνθετο διεθνές σύστημα στην Ιστορία της ανθρωπότητας.

Πώς να καταλάβει τώρα η Δύση την Ανατολή, στην οποία η Τουρκία ανήκει παρά τις υπερδεκαετείς απόπειρες εκδυτικισμού της, όταν η ίδια δεν έχει ακόμα απαντήσει στο ερώτημα που έθεσε ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης διερωτώμενος «τι συγκροτεί και τι συγκρατεί τα κράτη και τον κόσμο;» Όταν η ίδια, σε πείσμα του διαφωτισμού, του κοσμοπολιτισμού και των εκκοσμικευμένων δημοκρατικών θεσμών της, εξακολουθεί, δυόμιση σχεδόν αιώνες μετά την Αμερικανική και Γαλλική Επανάσταση, να ταλανίζεται μεταξύ εθνομηδενισμού και εθνολαϊκισμού. Και όταν δεν έχει ακόμα βρει την συνταγή που θα της επιτρέψει να αντικαταστήσει το μοντέλο του βεσταφαλιανού συστήματος διακρατικών σχέσεων με τους κανόνες μιας Παγκόσμιας Διακυβέρνησης συμβατής, όμως, με την ανθρωπολογική βιοποικιλότητα των συνιστώντων εθνών της διεθνούς κοινότητας.

Όσο ο δυτικός οικουμενισμός αμφισβητείται -ενίοτε όχι αδίκως - από τους ηγεμονισμούς τουρκό-ϊσλαμό-εθνικιστικού τύπου, η λογική της ισχύος θα είναι η μόνη εκατέρωθεν κατανοητή και, κατά συνέπεια, σεβαστή.

Οι Γάλλοι το έχουν σίγουρα καταλάβει καλύτερα. Οι Γερμανοί συνεχίζουν να την αντιλαμβάνονται μόνον με οικονομικούς όρους. Ο κλήρος πέφτει στους Αμερικανούς να την μεταφράσουν σε γαιωπολιτικούς όρους.

Μέχρι τότε η στρατηγική πρόκληση, που η ρητορική του Ερντογάν δεν έπαψε ποτέ με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να περιέχει, θα εξακολουθήσει να απειλεί τουλάχιστον τους γείτονές της πατρίδας του. Και, όπως μας εξήγησε χθες, πατρίδα του είναι η όποια γης έχει ποτισθεί με το αίμα των Οσμανλιδών και των διαδόχων τους.