Στο χθεσινό κείμενο μιλήσαμε λίγο για τη βουτιά που κάνουμε κάθε μέρα όλοι μας στον παραμορφωτικό καθρέφτη των social media, έναν καθρέφτη που δεν παραμορφώνει τόσο την ίδια την πραγματικότητα —μολονότι τη διαστρεβλώνει κι αυτήν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από όσο νομίζουμε—, όσο εμάς τούς ίδιους: γινόμαστε ο δρ Τζέκιλ πιστεύοντας πως εξακολουθούμε να είμαστε ο κύριος Χάιντ. Παρά ταύτα, καθώς αμελήσαμε να πούμε πόσο μεγάλο αντίκτυπο έχει όλο αυτό στη ζωή μας, και μάλιστα στα πάντα, σε οτιδήποτε την αφορά, θα το επιχειρήσουμε σήμερα, και πάλι απέξω-απέξω. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που το κάνουμε, αλλά και τα social media δεν είναι δα και κανένα αθώο θύμα, ή ένας εύκολος στόχος, ή κάτι που άλλαξε από την τελευταία φορά που μιλήσαμε για αυτά. Προηγουμένως όμως δύο διευκρινήσεις.
Πρώτον, τα social media δεν μας αποξενώνουν από τους άλλους, όπως διατείνονται πολλοί εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία: κάνουν το ακριβώς αντίθετο — μέσω της μαγνητικής τους επίδρασης προσεγγίζουμε ο ένας τον άλλο σαν μοναχικά ρινίσματα μετάλλου. Βασικά, ποτέ πριν στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν βρεθήκαμε, ούτε μπορούσαμε να βρεθούμε, πιο κοντά σε οτιδήποτε, τόσο ως σύνολο όσο και σαν μεμονωμένα πρόσωπα. Ένας λογαριασμός στο Facebook μπορεί να σε φέρει πιο κοντά στους ανθρώπους —και σε τόσο πολλούς ανθρώπους— από όσο όλες οι βεγγέρες του προ-προηγούμενου αιώνα μαζί, συν όλα τα κυριακάτικα οικογενειακά γεύματα τού 20ού, επίσης μαζί. Οι ανοησίες περί του αντιθέτου που διακινούνται, οι ίδιες που λέγονταν παλιά για τους υπολογιστές, παλαιότερα για την τηλεόραση, ακόμη πιο παλιά για το ραδιόφωνο, αλλά και για τις εφημερίδες ή και για το βιβλίο ακόμη, όταν ξεκίνησε η διάδοσή του μέσω των δανειστικών βιβλιοθηκών, ήταν από την πρώτη στιγμή απλώς αυτό: ανοησίες (που διέδιδαν και διαδίδουν «κύκλοι» υπερσυντηρητικών, κάτι περίεργων χριστιανών, και κάτι άλλων περίεργων-σκέτο).
Δεύτερον, η κριτική στα social media σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι κανείς αντιπροτείνει, υποτίθεται, να επιστρέψουμε σε κάποιες «παλιές αξίες». (Στα σήματα, καπνού, στα απογευματινά τσάγια, στους κύκλιους χορούς στα λιβάδια, ή δεν ξέρω κι εγώ σε τι άλλο). Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Ούτε πρόθεση υπάρχει, ούτε ασφαλώς και δυνατότητα. Αν, μάλιστα, ήταν στ’ αλήθεια δυνατή μια τέτοια επιστροφή, θα έπρεπε να την πολεμήσουμε: οι επιστροφές μυρίζουν φορμόλη και θυμιατό, κι αν για κάτι νοιάζεται ο άνθρωπος και ο πολιτισμός του είναι το αύριο. Η κριτική στα social media όπως την εννοούμε εμείς εδώ δεν έχει να κάνει καν με τα ίδια ως Μέσα (άλλο πράγμα η κριτική στις εταιρίες που τα τρέχουν, η κριτική στο μονοπώλιο της πληροφόρησης και της πληροφορίας, στην εκμετάλλευση των προσωπικών μας δεδομένων, στην προπαγάνδα, στη διάδοση fake news κ.ο.κ.), αλλά απλώς και μόνο με τη χρήση τους από τα «υποκείμενα», από τους πελάτες: δηλαδή από εμάς. Και κυρίως με την κατάχρησή τους. Πράγμα που αν μη τι άλλο απασχολεί επίσης οργανώσεις, ινστιτούτα και πανεπιστήμια, που ανέλαβαν να καταγράψουν στα σοβαρά τη σπατάλη και τις επιπτώσεις της δέσμευσής μας από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Και πάλι, εμείς δεν θα αναφερθούμε σε ακαδημαϊκές μελέτες, αλλά σε πράγματα που όλοι παρατηρούμε στον εαυτό μας και σε άλλους.
1. ΕΘΙΣΜΟΣ. Πρώτο-πρώτο είναι ο εθισμός, η εξάρτηση. Το λέμε συχνά από αυτή τη στήλη: παρατηρήστε πόση ώρα περνά κάθε πρωί μέχρι να ανοίξετε το τηλέφωνό σας ή τον υπολογιστή σας για να δείτε τι έγινε, όχι στον κόσμο, αλλά «στο Facebook». Κάντε το δυο-τρεις μέρες στη σειρά. Αν δεν το ξέρετε ήδη, θα εκπλαγείτε. Είναι πλέον κάτι λεπτά όλα κι όλα. Κι αν δεν είχατε άλλες, πιο επείγουσες ανάγκες, φυσικές εννοούμε, θα ήταν μερικά δευτερόλεπτα όλα κι όλα. Ακόμη και στις καλύτερες οικογένειες, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης —παρ’ όλα τους τα καλά, που είναι αδιαμφισβήτητα πολλά— μπορούν να καταντήσουν να γίνουν ό,τι υπήρξε η τηλεόραση πριν είκοσι και τριάντα χρόνια για τις τότε νοικοκυρές ή τους ηλικιωμένους: «Δεν παρακολουθώ, την έχω ανοιχτή για συντροφιά». Ένας παρα-κοινωνικός εθισμός. Κάθε εξάρτηση, ακόμη και αν δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αρχικά τοξική η ίδια, καθιστά τοξικό το «πράγμα» από το οποίο εξαρτάται κανείς.
2. ΦΟΒΟΣ. Έπειτα, είναι ο φόβος μη χάσουμε κάτι σημαντικό — αυτό που λέγεται FOMO: Fear Of Missing Out. Πρόκειται μεν περί γελοιότητος, καθώς τίποτε δεν θα χαθεί, αλλά ακόμη και αν χανόταν (μά ποτέ όμως: είναι αδύνατον) δεν θα ήταν σημαντικό. Αλλά νά που το FOMO προσβάλλει κάτι εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους, ενώ και τα συμπτώματά τους χειροτερεύουν κάθε μέρα που περνά. Ο φόβος αυτής της απώλειας αφορά τα πάντα: όχι μόνο μια είδηση (αν πέθανε ο τάδε και δεν το μάθουμε από τους πρώτους, ή αν τύχει και δεν αντιδράσουμε από τους πρώτους), αλλά και το αν περνά καλά ο τάδε ή ο δείνα, και παρέα με ποιον περνούν καλά. Είναι κουτσομπολιό δυσβάσταχτα χαμηλού επιπέδου. (Γιατί το κουτσομπολιό κατά τα άλλα είναι μια χαρά απασχόληση). Στην καλύτερη περίπτωση, είναι απλώς φόβος μην αποξεχαστούμε και δεν δηλώσουμε ευαρέσκεια (ή δυσανασχέτηση, ή οργή) σε κάτι που εκτίθεται δημόσια: μια άποψη, μια ανάλυση, μια παρατήρηση, ή ένα ζευγάρι πόδια. Ναι, είναι σχεδόν παρανοϊκό.
3. ΑΓΧΟΣ. Τα social media είναι η λαϊκή αγορά του άγχους και της καταθλιπτικής διάθεσης: η εικονική περιδιάβαση στις «κακές» ειδήσεις, σαν σε ένα τρενάκι του τρόμου στο λούνα-παρκ για το οποίο έχεις βγάλει καρτελάκι διαρκείας σε πολύ φτηνή τιμή, σε γεμίζει με τρομερή αγωνία, αβεβαιότητα και ανασφάλεια, που σχεδόν ποτέ (ποτέ στην ιστορία, εννοούμε) δεν έχει, ούτε σε καμία περίπτωση μπορεί να έχει, πραγματική βάση. Το ίδιο μάλιστα αποτέλεσμα έχουν συχνά και οι «καλές» ειδήσεις. Οι καλές ειδήσεις συχνά γίνονται φαρμάκι στο στόμα που το καταπίνεις και σου καίει τον λαιμό. Για να μην πάμε μακριά, θα σας πω ένα παράδειγμα που αφορά εμένα: αν υπήρχε ένα app που να απέκλειε από την timeline μου καλοπιάσματα ή ζαχαρώματα συναδέλφων συγγραφέων από κριτικούς, και τ’ ανάπαλιν, θα το αγόραζα. Αυτό το: «Γιατί όχι εγώ, Θεέ μου; Γιατί;» υπήρχε μόνο στα χωριά, γύρω από το πηγάδι, για κάμποσους αιώνες· και τώρα με τα social.
4. ΑΠΩΛΕΙΑ. To να μιλήσουμε για μπούλινγκ (που σπανίως δεχόμαστε και που συνηθέστερα διαπράττουμε ακόμη και χωρίς να το αντιληφθούμε), για τη λάθος αυτοεικόνα που αποκτούμε (για το σώμα μας, αλλά και για τις ικανότητες ή τις δεξιότητές μας σε οτιδήποτε) ή για τις προσδοκίες που γεννιούνται μέσα μας (σχεδόν όλες τους ουτοπικές στην καλύτερη περίπτωση), είναι μάλλον προφανές — οπότε δεν θα φάμε άλλο χρόνο εδώ. Το κυριότερο που θέλουμε να πούμε είναι η απώλεια, η πιο σημαντική απώλεια περιουσίας που μπορεί να μας τύχει ποτέ: το αφελές ξόδεμα του χρόνου. Κι αυτό μπαμ κάνει βέβαια, αλλά με όχι τόσο μεγάλο κρότο ώστε να μας κινητοποιεί. Για να το καταλάβετε καλά-καλά (και δώστε προσοχή εδώ), βάλτε έναν βατσιμάνη σε μιαν άκρη του μυαλού σας όταν πηγαίνετε στο λιμάνι των social media και περιμένετε να δείτε πότε θα γυρίσετε. Δεν μπορείτε να το κάνετε μόνοι σας, ή σας φαίνεται δύσκολο και αποκαρδιωτικό; Κατεβάστε ένα δωρεάν app για να το κάνει για λογαριασμό σας. Όταν δείτε πως χτυπάτε οχτάωρα εκεί μέσα, ίσως να κινητοποιηθείτε. Ακόμη καλύτερα: κατεβάστε ένα app για να μπλοκάρετε τα Μέσα που καταπίνουν τις ώρες σας. Και δείτε στη συνέχεια τι ωραία πράγματα μπορείτε να κάνετε με τον ξανακερδισμένο χρόνο. Και τα δύο όμως θέλουν μεγάλη ψυχική δύναμη, που τα social media έχουν την εγγενή ικανότητα να μας την αφαιρούν.
Αυτά για την ώρα. Θα επανέλθουμε, ασφαλώς.