Πολλοί ήταν αυτοί που ήλπιζαν ότι ο παγκόσμιος πόλεμος εναντίον της πανδημίας του κορονοϊού θα έδινε στην Ευρωπαϊκή Ένωση τη χρυσή ευκαιρία να επανιδρυθεί αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες ανάλογες με αυτές που οι παλιότερες ηγεσίες πήραν την επαύριο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου για την ανασυγκρότηση της ρημαγμένης γηραιάς ηπείρου.
Ωστόσο, τα νέα που έρχονται από το μέτωπο των εσωτερικών ευρωπαϊκών εξελίξεων δεν φαίνεται προς το παρόν να επιβεβαιώνουν τις ελπίδες τους. Η ετυμηγορία του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης, που εκδόθηκε την περασμένη Τρίτη αποφαινόμενη ότι οι μετά το 2015 αποφάσεις περί ποσοτικής χαλάρωσης κινήθηκαν εκτός των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, συνιστά μάλλον οιωνό πισωγυρίσματος σε προπολεμικές περιόδους, παρά ρίχνει αχτίδα φωτός στις προοπτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην καλύτερη περίπτωση αποδεικνύει πόσο το βάρος της Ιστορίας θα δυσκολεύει για πολύ ακόμα τα βήματά της προς την έξοδο από την κρίση. Στη χειρότερη περίπτωση, θα θέσει υπό οριστική αμφισβήτηση το εγχείρημα της ολοκλήρωσής της, ρίχνοντας στο καλάθι των πολιτικών ανεκπλήρωτων τις πολυετείς προσπάθειες για την πολιτική ενοποίησή της.
Χωρίς αμφιβολία η ποσοτική χαλάρωση -και πολύ περισσότερο η δημοσιονομική, που είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας- ξυπνάει στη Γερμανία, και όχι μόνον, τον εφιάλτη του πληθωρισμού. Αυτού δηλαδή που οδήγησε σε κατάρρευση τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και στην ντροπή της ανόδου του ναζισμού, που στοιχειώνει ακόμα το συλλογικό υποσυνείδητο του γερμανικού λαού. Πλην όμως, χωρίς την εγκατάλειψη της στρατηγικής του Μάαστριχτ και τη γέννηση κάποιας καλύτερης από την εμμονή στη νομισματική ορθοδοξία και τη δημοσιονομική πειθαρχία ιδέας, η επανεκκίνηση -και μάλιστα από αρνητική βάση- της ευρωπαϊκής οικονομίας δεν θα μπορεί να επιτευχθεί. Θα χρειαστεί μια νέα πολιτική συμφωνία για να μη γίνουν διαλυτικές για την Ευρωπαϊκή Ένωση οι συνέπειες της υγειονομικής κρίσης. Γιατί αν αρχίσουν τα κράτη-μέλη της να κάνουν εξαρχής τους λογαριασμούς τους για τα κέρδη και τις ζημίες που έχουν από την παραμονή στους κόλπους της, δεν είναι σίγουρο σε ποια συμπεράσματα θα καταλήξουν. Πολύ περισσότερο που αντιλαμβάνονται πλέον το λάθος που έγινε, βάζοντας την άμαξα της νομισματικής ένωσης πριν από τα άλογα της ευρωπαϊκής πολιτικής ενοποίησης. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι κάποια στιγμή, που να μην αργήσει πολύ, θα πρέπει να χαραχθεί και να διανυθεί ο οδικός χάρτης προς την «ομοσπονδιοποίηση» της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την επαναφορά του ζητήματος του Ευρωπαϊκού Συντάγματος.
Θεωρητικά, οι μετά την πανδημία συνθήκες θα μπορούσαν να είναι ιδανικές. Πρακτικά, ωστόσο, δύσκολα τα πράγματα θα ξανακινηθούν προς μια τέτοια κατεύθυνση. Ο διεθνής παράγοντας, που κάποτε έβρισκε τον τρόπο να επιβάλει τη θέλησή του και να εκμαιεύει τους αναγκαίους για την παγκόσμια ηγεμονία του συμβιβασμούς, δεν έχει στην παρούσα φάση τον ζήλο που χαρακτήριζε παλιότερα τις εξωστρεφείς υπερδυνάμεις και τα imperia του μάταιου τούτου κόσμου. Ούτε δείχνει καμία διάθεση να ενθαρρύνει τις φιλοδοξίες που έχουν αρχίσει να τρέφουν ορισμένες ευρωπαϊκές ηγεσίες για έναν δυναμικότερο ρόλο στον πολυπολυμερισμένο κόσμο της επόμενης μέρας της πανδημίας. Οι εσωτερικοί παράγοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν βρίσκονται πια προ του φάσματος μιας ανείπωτης φονικής τραγωδίας, όπως αυτή του τελευταίου πολέμου, ούτε προ επαπειλούμενου πυρηνικού ολοκαυτώματος, όπως συνέβαινε στην περίπτωση της κρίσης των πυραύλων στην Κούβα. Δεν βρίσκονται καν αντιμέτωποι με την απειλή της επέλασης του ολοκληρωτισμού προς τη Δύση. Οι λόγοι δηλαδή που τους έκαναν να στέρξουν μεταπολεμικά στη γαλλογερμανική συνεννόηση, στην ιδέα της ενωμένης Ευρώπης και στη δρομολόγηση των σχεδίων για τη μετατροπή της γηραιάς ηπείρου από θέατρο πολέμων σε όαση σταθερότητας, ειρήνης και ευημερίας έχουν σε μεγάλο βαθμό εκλείψει. Τώρα κοιμούνται βάζοντας κάτω από το μαξιλάρι τους δεύτερες σκέψεις για την αρχιτεκτονική του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, του κοινού νομίσματος και των διεθνών αγορών μετά το διαφαινόμενο τέλος της παγκοσμιοποίησης, με τη σημερινή τουλάχιστον μορφή της.
Οι αντιλήψεις τους περί ασφάλειας έχουν αλλάξει. Έχουν επίσης αλλάξει οι γεωπολιτικές ισορροπίες και οι ενεργειακές ανάγκες. Πολύ δε περισσότερο έχουν αλλάξει οι προτεραιότητές τους. Η νέα βεβαιότητα ότι οι απειλές για τη ζωή και την υγεία των ανθρώπων θα είναι μόνιμες υπό συνθήκες κλιματικής αλλαγής και ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας και η οικολογική μετάβασή της σε ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο θα είναι οι sine qua non όροι επιβίωσης στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον, αποτελεί game changer παράγοντα για τις φιλοδοξίες τους. Επιπλέον, δεν υπάρχει κάποιος που να επαναλάβει την έκκληση του Τσόρτσιλ για σύσταση των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Ακόμα δε λιγότερο υπάρχει ένας Σίκο Μάνσχολτ που να στήνει καβγάδες για τις πολιτικές που θα κάνουν τους ευρωπαϊκούς λαούς να μην ξαναπεινάσουν.
Αντί όμως να παράγονται ιδέες σαν τις δικές του, αναδύονται κίνδυνοι σαν κι αυτούς που εγείρει η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης. Κίνδυνος πρώτος: να μπουν ιδέες σε ηγέτες όπως ο Ορμπαν για να επικαλεστούν το παράδειγμά της, να αγνοήσουν τα ευρωπαϊκά δικαστήρια και να αμφισβητήσουν το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Κίνδυνος δεύτερος: να δημιουργηθούν συνθήκες ενός οιωνεί ενδοευρωπαϊκού εμφυλίου -συμβαίνει αυτό συχνά μετά το τέλος των πολέμων-, οπότε κάθε κράτος θα υπερασπίζεται την κυριαρχία του πνίγοντας εν τη γενέσει της τη μόνη μέχρι στιγμής ιδέα που προτάθηκε ως απάντηση στις προκλήσεις της νέας εποχής - την ιδέα του προέδρου Μακρόν περί διασφάλισης της ευρωπαϊκής κυριαρχίας και ανάκτησης της οικονομικής της αυτονομίας. Το ποια μπορεί να είναι η τύχη της αν, όπως όλα δείχνουν, δεν πρόκειται ποτέ να πραγματοποιηθεί η άλλη καλή ιδέα που ήταν τα κορωνο-ομόλογα, είναι βέβαια ένα πολύ μεγάλο ερώτημα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι στους εμφυλίους στη χειρότερη θέση βρίσκεται αυτός που θα βρεθεί ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά των αντιμαχομένων.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 9 Μαΐου