«Την δικαιοσύνη δεν την ζητούν, την απαιτούν». Τα λόγια αυτά ανήκουν στην Ευφροσύνη Κερσνόφσκαγια (1908-1994), η οποία σε συνθήκες ζόφου και τρόμου, όχι απλά επιβίωσε αλλά και αναδείκνυε πάντα την αλήθεια.
Παρά το γεγονός ότι αγαπούσε με πάθος την ζωή, ήταν έτοιμη, ανά πάσα στιγμή, να θυσιαστεί για τους άλλους και χάρη στο πείσμα της ξεγέλασε τον θάνατο πολλές φορές.
Βασικό της πλεονέκτημα και ταλέντο, ήταν να παραμένει πάντα, ανεξάρτητα από τις συνθήκες, άνθρωπος έντιμος, ασυμβίβαστος και ευγενικός.
Η Ευφροσύνη Αντόνοβνα Κερσνόφσκαγια, γεννήθηκε στην Οδησσό. Το 1919, όταν έβραζε το καμίνι της κόκκινης τρομοκρατίας και ο πατέρας της αντιμετώπιζε τον κίνδυνο να εκτελεστεί, η οικογένεια διαφεύγει μέσω θαλάσσης για την Βεσαραβία, η οποία ανήκε την εποχή εκείνη στην Ρουμανία.
Η Ευφροσύνη, αποφοιτώντας από το γυμνάσιο, όπου μεταξύ των άλλων, έμαθε 6 γλώσσες, ασχολείται με το πατρογονικό αγρόκτημα και γίνεται χωρική. Μετά την είσοδο των σοβιετικών στρατευμάτων στην Βεσαραβία το 1940, η μητέρα και η κόρη, ως γαιοκτήμονες (!) εκδιώκονται από την περιουσία τους, η οποία δημεύεται.
Η σοβιετική εξουσία, αφαίρεσε από την Ευφροσύνη όλα τα δικαιώματά της, ανάμεσα δε σε αυτά και το δικαίωμα στην εργασία, αναγκάζοντας την να δουλεύει εποχιακά στην υλοτομία. Ήταν υποχρεωμένη να δουλεύει μόνη της, καθώς το Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων, απαγόρευσε στους υπόλοιπους κατοίκους να δουλεύουν μαζί της, απειλώντας τους με αποπομπή από το σωματείο.
Η Ευφροσύνη κοιμόταν στον δρόμο. Τον χειμώνα την φιλοξένησε μία γνωστή της μητέρας της.
Το Κακό όμως, έχει την ικανότητα να πολλαπλασιάζεται και να επιτίθεται, αν δεν το αντιμετωπίζεις, αν δεν προσπαθήσεις να το περιορίσεις. Για την Ευφροσύνη το ερώτημα ήταν όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να μην αφήσει το Κακό να κυριεύσει την ψυχή της, να παραμείνει πιστή στον εαυτό της και στις αρχές της.
«Κάθε φορά νομίζω πως η «ανώτατη εκπαίδευσή μου», έχει ολοκληρωθεί και κάθε φορά ανακαλύπτω με θλίψη πως η ποταπότητα δεν γνωρίζει όρια», έλεγε.
Η Ευφροσύνη Κερσνόφσκαγια στερήθηκε τα πάντα: την οικογένεια, την περιουσία, την πατρίδα της.
Την νύχτα της 13 Ιουνίου 1941 οι άντρες του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων πήγαν να συλλάβουν την Ευφροσύνη, μα εκείνη έλειπε. Μόλις το έμαθε, αρνήθηκε να κρυφτεί και στις 14 Ιουνίου οικειοθελώς ακολούθησε τους συμπατριώτες της από την Βεσαραβία στην Σιβηρία, τον τόπο εξορίας τους.
Στο στρατόπεδο υλοτομίας, υπερασπιζόταν πάντα τους αδύναμους, παρόλο που η ίδια λιμοκτονούσε. Προσπάθησε να δραπετεύσει, καταδικάστηκε σε θάνατο, μα σαν από θαύμα, η ποινή μετατράπηκε σε 10 χρόνια κάθειρξη.
Η δραπέτευση της, θυμίζει κινηματογραφική ταινία. Επί έξι μήνες περιπλανιόταν στην παγωμένη Σιβηρία, προσπαθώντας να βρει διέξοδο προς τις δυτικές περιοχές. Δούλευε για ντόπιες οικογένειες κόβοντας ξύλα, για να εξασφαλίσει ένα πιάτο φαγητό και μια στέγη για την νύχτα. Η μυστική αστυνομία την είχε επικηρύξει. Στο τέλος την συνέλαβαν τυχαία, σε έναν έλεγχο ταυτοτήτων στην όχθη ενός ποταμού που προσπαθούσε να διασχίσει με πορθμείο.
«Μπορώ να φοβηθώ, να νοσταλγήσω, να νιώσω απεγνωσμένη, μα εκείνος που παραδίδεται στον φόβο, γίνεται άθλιος».
Στο τρομερό Νορίλσκ, με τις θερμοκρασίες να φτάνουν τους -60 βαθμούς, η Ευφροσύνη οικειοθελώς ασχολείται με τις πιο βαριές εργασίες, στα ορυχεία. «Τα καθάρματα δεν κατεβαίνουν στα έγκατα της γης, έλεγε. Εκεί είμαι ελεύθερη».
Σχεδόν 20 χρόνια έζησε η Ευφροσύνη Κερσνόφσκαγια στα στρατόπεδα και τις εξορίες. Η ζωή της είναι ένα παράδειγμα για το πως τα δεινά και οι απώλειες, δεν μπορούν, τελικά, να τσακίσουν τον έντιμο άνθρωπο.
Ακόμη και μετά την απελευθέρωσή της η Ευφροσύνη, ήταν πάντα στο στόχαστρο της μυστικής αστυνομίας. Αναζήτησε και βρήκε την μητέρα της Αλεξάνδρα, η οποία ζούσε την εποχή εκείνη στην Ρουμανία. Η Αλεξάνδρα αποφάσισε να απαρνηθεί την ρουμανική υπηκοότητα και να επιστρέψει στην Ε.Σ.Σ.Δ. κοντά στην θυγατέρα της, προκειμένου να την βοηθήσει με την μικρή σύνταξη που έπαιρνε. Η αλληλογραφία τους ελεγχόταν από την ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ, κι έτσι για ένα σκίτσο, μία ειρωνική έκφραση για τον Χρουστσόφ, αποτέλεσαν την πηγή νέων δεινών.
Στις 4 Απριλίου 1960 έγινε η δημόσια δίκη της Ευφροσύνης σε «Συντροφικό δικαστήριο» αποτελούμενο από εργάτες της επιχείρησης, όπου εργαζόταν. Κατά την διάρκεια της δίκης αρνήθηκε να δηλώσει μετάνοια και να ζητήσει συγγνώμη. Η δίκη είχε μεγάλη δημοσιότητα, η στάση της προκάλεσε την συμπάθεια του κοινού κι έτσι το «Συντροφικό δικαστήριο» αποφάσισε να την τιμωρήσει με την ποινή της μομφής για «ανάρμοστη συμπεριφορά».
Η δύσκολη δουλειά του μεταλλωρύχου, οι σκληρές κλιματολογικές συνθήκες στο Νορίλσκ, δεν μπορούσαν να μην επηρεάσουν την υγεία της και, κυρίως τις κλειδώσεις της. Έτσι, η Ευφροσύνη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 κυκλοφορούσε με πατερίτσες. Πέθανε
Η Ευφροσύνη Κερσνόφσκαγια μας έδειξε πως ο άνθρωπος μπορεί να παραμείνει άνθρωπος, ακόμη και όταν το σύστημα σε καταδιώκει και ζητάει την ανθρωποθυσία με την οποία τρέφεται.
Η Ευφροσύνη Κερσνόφσκαγια ήταν ένα υπόδειγμα του καλού. Δεν μολύνθηκε από την δουλική υποταγή, το ψεύδος, την περιφρόνηση του ανθρώπου, το μίσος για τον βασανιστή, τον δήμιο, τον καταδότη.
Η πηγή της δύναμής της, δεν ήταν άλλη από την πίστη στον Θεό και στον άνθρωπο, το μεγάλο δώρο της ζωής, της πίστης, της ελπίδας και της αγάπης.
Παρά την δύσκολη ζωή της, η Ευφροσύνη Αντόνοβνα, έγραψε τις Αναμνήσεις της από τα δεινά στα Γκουλάγκ, έκταση 2.200 χειρόγραφων σελίδων, εικονογράφησε 12 τετράδια των χειρογράφων της με 700 σκίτσα. Κορυφαίο παραμένει το βιβλίο της «Πόσο κοστίζει ο άνθρωπος», μια συγκλονιστική μαρτυρία για τα στρατόπεδα του θανάτου της σοβιετικής εξουσίας. Το εξάτομο έργο με τις Αναμνήσεις της δημοσιεύτηκε μόλις το 2001.
Το 1990 η Ευφροσύνη Κερσνόφσκαγια αποκαταστάθηκε στην Ρωσία και ένα χρόνο αργότερα στην Μολδαβία.