Με την εμπιστευτικότητα των διαμειφθέντων μεταξύ των εκπροσώπων των δυο πλευρών στον 61ο γύρο των ελληνοτουρκικών διερευνητικών επαφών στην Κωνσταντινούπολη να μην επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για την εξέλιξή τους το σίγουρο είναι ότι ο χαρακτηρισμός τους ως χαμηλών προσδοκιών διαδικασία δεν διαψεύστηκε αλλά και δεν επιβεβαιώθηκε πλήρως.
Εκ των συμφραζομένων, αντιθέτως, συνάγεται ότι οι διερευνητικές επαφές άφησαν ένα θετικό αποτύπωμα, ως πλέον έχει γίνει του συρμού να λέγεται, για την πορεία των συνομιλιών με την γείτονα. Και διότι, εκτός των άλλων, αναβαθμίστηκε η τουρκική αντιπροσωπεία με την συμμετοχή του alter ego του ίδιου του Ερντογάν εις ένδειξιν του προσωπικού του ενδιαφέροντος να μη θεωρηθεί η συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη ως μια προσχηματική και τυπική διαδικασία. Και διότι δεν κατέληξε σε αδιέξοδο με την τουρκική πλευρά να επιμένει σε μια διευρυμένη πέραν της υφαλοκρηπίδας και της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών, άνευ όρων και προϋποθέσεων, ατζέντα.
Το ερώτημα είναι αν αυτό σημαίνει ότι η Άγκυρα στέλνει με τον τρόπο της μήνυμα ότι προσβλέπει πράγματι σε ουσιαστική βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων ή αν, αντιστρόφως, ελίσσεται απλώς για μια ακόμα φορά προκειμένου να κερδίσει το blame game και να αποφύγει τόσο την ανακίνηση του ζητήματος των ευρωπαϊκών κυρώσεων όσο και ένα πρόωρο πάγωμα των σχέσεών της με την νέα αμερικανική διοίκηση φοβούμενη ό,τι αυτό μπορεί να συνεπιφέρει την απομονωσή της εντός της ευρωατλαντικής συμμαχίας και την επέκταση των σε βάρος της αμερικανικών κυρώσεων.
Στη συνέντευξή του στο "Βήμα" της περασμένης Κυριακής ο Αϊκάν Ερντεμίρ, διευθυντής του Προγράμματος για την Τουρκία στο αμερικανικό Ίδρυμα για την Προάσπιση των Δημοκρατιών", ενώ τονίζει ότι η ΕΕ δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά έναντι του Ερντογάν, αφενός θεωρεί ότι η κατάσταση της τουρκικής οικονομίας είναι τόσο άσκημη που μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή θρυαλλίδα πολιτικών εξελίξεων, αφετέρου αναδεικνύει την ιδιαίτερη σημασία που έχει η εξέλιξη της συνεργασίας των κεμαλικής προέλευσης ευρασιανιστικών και αντιδυτικών ελίτ με τους ισλαμοϋπερεθνικιστές συμμάχους του Ερντογάν.
Εξηγεί ότι οι πρώτοι είναι οι γνήσιοι εμπνευστές του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας», πρώην κεμαλικοί εθνικιστές αξιωματικοί, διαπρύσιοι αντι-ισλαμιστές, πολέμιοι αρχικά του Ερντογάν και τώρα σύμμαχοί του στην υπηρεσία των επεκτατικών σχεδίων του για την επικυριαρχία της Τουρκίας στη Μεσόγειο και πέραν αυτής.
Η προβολή αυτής της εσωτερικής διάστασης της στρατηγικής Ερντογάν επιτρέπει την καλύτερη κατανόηση της διελκυστίνδας στην οποία είναι σε αυτή τη φάση εγκλωβισμένη η τουρκική εξωτερική πολιτική:
Το «άνοιγμά» του Ερντογάν στην Ευρώπη δεν προθερμαίνει μόνον το κλίμα ενόψει της προσέγγισης που ο Ερντογάν θα επιδιώξει να έχει με την Διοίκηση Μπάιντεν. Υπαγορεύεται ταυτόχρονα και κατά μείζονα λόγο από την επείγουσα ανάγκη να διασωθεί η τουρκική οικονομία από την κατάρρευση στην οποία μοιραία θα οδηγηθεί αν δεν βελτιωθούν παράλληλη οι σχέσεις της γείτονος και με την Ευρωπαϊκή Ένωση και με τις ΗΠΑ. Αυτές είναι, άλλωστε, αυτές που θα επικαθορίσουν την στάση των αγορών (διάβαζε επενδυτών και τραπεζών) απέναντι στην Τουρκία.
Αν ο Ερντογάν, για αυτόν ακριβώς τον μείζονα λόγο, δώσει συνέχεια-προτεραιότητα στην στροφή της χώρας του προς την Δύση, διακινδυνεύει να έρθει σε ρήξη με τους ευρασιανικούς και ισλαμοεθνικιστές εσωτερικούς συμμάχους του. Που σημαίνει ότι θα διακινδυνεύσει την ανατροπή των ισορροπιών πάνω στις οποίες στηρίζεται ο σημερινός συνασπισμός εξουσίας. Χωρίς την διατήρηση αυτών των ισορροπιών ο Ερντογάν δεν φαίνεται να μπορεί να κερδίσει τις κατά το μάλλον ή ήττον επικείμενες εκλογές. Ή, λοιπόν, θα πρέπει να σκληρύνει επί το αυταρχικότερο την διακυβέρνησή του ή θα αναγκαστεί, αργά ή γρήγορα να πάρει την άγουσα προς την έξοδο από την εξουσία. Το τι αυτό μπορεί να επιφέρει στο μέλλον των σχέσεων της Τουρκίας τόσο με την Ελλάδα όσο και με την Δύση γενικότερα είναι μάλλον ασαφές, αν και ήταν σε μια τέτοια "πολιτική αλλαγή" στην Τουρκία που ο Μπάιντεν εμφανίστηκε προεκλογικά να επενδύει.
Σε κάθε περίπτωση, αν για να επιβιώσει πολιτικά ο Ερντογάν υποχρεωθεί να σταθεροποιήσει τους σημερινούς εσωτερικούς συσχετισμούς αναδιπλούμενος στην ισλαμο-εθνικιστικο-ευρασιανική βάση του τουρκικού εκλογικού σώματος, θα πρέπει να γυρίσει την πλάτη στην Δύση είτε πιστεύει είτε δεν πιστεύει ότι η Τουρκία ανήκει στην Ανατολή και την Ευρασία. Έστω κι αν αυτό σημάνει την απομόνωσή του από τις υπόλοιπες περιφερειακές δυνάμεις της ευρύτερης περιοχής (Ισραήλ, Αίγυπτος, ΗΑΕ και λοιπές φιλοδυτικές αραβικές χώρες) και την εναπόθεση όλων των αυγών του στο καλάθι της Μόσχας, του Ιράν και της Κίνας. Με όποιο, βέβαια, ρίσκο μια τέτοια επιλογή ενέχει για την τύχη της τουρκικής οικονομίας.
Σε τελική ανάλυση, λοιπόν, εκεί βρίσκεται ο πυρήνας του «τουρκικού ζητήματος». Εκεί, δηλαδή, όπου βρισκόταν και ο πυρήνας του όλου «ανατολικού ζητήματος», μόνον που τότε στη σημερινή θέση της Ρωσίας βρισκόντουσαν οι αντιρωσικές δυνάμεις της Κεντρικής (φιλογερμανικής) Ευρώπης.
Και εκεί που βρίσκεται τώρα ο πυρήνας του «νέου ανατολικού ζητήματος» έγκειται και η μορφή της μελλοντικής επίλυσης του. Αν, δηλαδή, αυτή θα προκύψει μέσα από την διατήρηση ή την ανατροπή των ισορροπιών μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Αν προϋποθέτει ή όχι την δημιουργία ενός νέου γαιωστρατηγικού χάρτη του ανατολικού ημισφαιρίου. Ο τελευταίος κυοφορείται από καιρό. Δεν έχουν, ωστόσο, χαραχθεί οι νέες διαχωριστικές γραμμές.
Και ποιες μπορεί να είναι αυτές;
Η εξής μία: Αυτή που θα χαράξει τον νέο ανατολικό μεσημβρινό. Την κάθετη, δηλαδή, γραμμή από Βορρά προς Νότο που θα (ξανα)χωρίσει την Δύση από την Ανατολή χωρίζοντας στην μέση το Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και ίσως την Ερυθρά θάλασσα. Με αποκλίσεις προς τα δυτικά και τα ανατολικά ανάλογα με τις μελλοντικές διευθετήσεις της πολιτικής χωροταξίας και τις γαιωστρατηγικές τοποθετήσεις των χωρών της περιοχής.
Σε μια τέτοια προοπτική η Ελλάδα θα βρεθεί αντιμέτωπη με το ευρασιανικό μπλοκ και σε θέση προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης με την Τουρκία να εξελίσσεται σε στρατηγικό εταίρο Ρωσίας, Κίνας, Ιράν και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις είτε να μην ομαλοποιούνται ποτέ είτε να θυμίζουν τις παλαιότερες σχέσεις Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας. Κάποια στιγμή ενώθηκαν. Αλλά μέχρι τότε αντάλλασσαν μόνον κατασκόπους και περίμεναν το τέλος του ψυχρού πολέμου.
Το σενάριο είναι ακραίο. Και οι παραλλαγές του πάμπολλες, όπως και οι κατά περίπτωση μπαλαντέρ. Η ουσία του όμως είναι μία και όχι εξωπραγματική. Αυτή φαίνεται να υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού, αν όχι του ίδιου του Ερντογάν, σίγουρα πάντως των πολιτικών του συμμάχων. Τουλάχιστον, δηλαδή, στην φαντασία όσων στην άλλη ακτή του Αιγαίου οραματίζονται «Γαλάζιες πατρίδες», οθωμανικά μεγαλεία και ένα κοινό μέλλον για την Ευρασία. Με τη δημιουργία μιας «Ευρασιατικής οντότητας» ανταγωνιστικής αλλά όχι υποχρεωτικά εχθρικής προς την Ευρωατλαντική.
Είναι, εξάλλου, γνωστό ότι τα περισσότερα πράγματα στην ζωή από την φαντασία αρχίζουν.
Κοντός ψαλμός αλληλούια. Τέλη Φεβρουαρίου σειρά θα έχει το κυπριακό. Από την πενταμερή συνάντηση στη Νέα Υόρκη υπό την προεδρία του ΓΓ του ΟΗΕ θα σταλούν νεότερα σήματα. Η εξέλιξή της θα είναι μια τροχιοδεικτική βολή.