Μία από τις άγνωστες σελίδες της ανθρωπιστικής τραγωδίας των Γκουλάγκ, είναι οι περιπτώσεις ανθρωποφαγίας - κανιβαλισμού μεταξύ των κρατουμένων.
Χάρη στα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα των σοβιετικών αρχείων, σήμερα, με φρίκη είναι αλήθεια, μπορούμε να διαβάσουμε άγνωστες λεπτομέρειες της κατάργησης του πιο ισχυρού ταμπού της ανθρώπινης ιστορίας, εκείνου της ανθρωποφαγίας.
Η πιο γνωστή περίπτωση είναι αυτή που έμεινε στην ιστορία ως «Τραγωδία του Ναζινό» και αναφέρεται στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν από τον Μάιο μέχρι τον Αύγουστο 1933, κοντά στο χωριό Ναζινό, στο νησί Ναζινό, στο μέσο του ποταμού Ομπά, λίγο πριν τις εκβολές του στον ποταμό Ναζίνα.
Σε ένα έρημο νησί στην ερημιά της ταϊγκάς, στη δυτική Σιβηρία, κατά την διάρκεια των μαζικών εκτοπίσεων «κουλάκων και άλλων εχθρικών ταξικά στοιχείων», αποβιβάστηκαν χωρίς τρόφιμα, καταλύματα, σκεύη και εργαλεία, περίπου 6.100 άτομα.
Η πείνα, οι αρρώστιες και οι προσπάθειες δραπέτευσης μείωσαν τον αριθμό των «κατοίκων» του νησιού σε 2.200 άτομα. Το επίμαχο διάστημα παρατηρήθηκαν αναρίθμητες περιπτώσεις κανιβαλισμού.
Το 1992 - 1933, με την επαναφορά του τσαρικού συστήματος των εσωτερικών διαβατηρίων, με την βοήθεια των οποίων οι αγρότες «αλυσοδένονταν» με τη γη, αλλά και οι κάτοικοι των πόλεων έχαναν το δικαίωμα κατοικίας σε αυτές, πραγματοποιήθηκαν μαζικές συλλήψεις και εκτοπίσεις.
Οι συλληφθέντες, ως παραβάτες του συστήματος, οι κανόνες του οποίου απαγόρευαν τις μετακινήσεις από και προς τις πόλεις ή τα χωριά, φορτώνονταν σε κοινά βαγόνια και μετά από ένα ταξίδι πολλών ημερών, έφτασαν σε ειδικές τοποθεσίες, οι οποίες είχαν οριστεί ως τόπος κατοικίας των «αποκουλακοποιημένων στοιχείων».
Στην πραγματικότητα, το κομμουνιστικό καθεστώς, προχώρησε σε μαζικές συλλήψεις ακόμη και τυχαίων ανθρώπων που βρέθηκαν στο λάθος σημείο, σε λάθος ώρα.
Αρκούσε απλά να μην έχει κάποιος επάνω του το εσωτερικό διαβατήριο την ώρα που πήγαινε για ψώνια, στον κινηματογράφο ή επίσκεψη σε φίλους, για να βρεθεί στο «τραίνο της κόλασης» με προορισμό την Σιβηρία.
Το καθεστώς, δημιούργησε ειδικές ομάδες, τα μέλη της οποίας ανήκαν στις στρατιωτικοποιημένες μονάδες του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων.
Οι άτυχοι συλληφθέντες, δεν περνούσαν από ανάκριση, δεν δικάζονταν, αλλά αμέσως, χωρίς εξηγήσεις και διατυπώσεις, έπαιρναν τον δρόμο του μαρτυρίου.
Οι επιχειρήσεις των ομάδων αυτών, είχαν τα χαρακτηριστικά της «σκούπας». Περικύκλωναν ολόκληρες περιοχές ή συνοικίες και σταματούσαν όποιον έβρισκαν στον δρόμο εκείνη την ώρα. Στις διαμαρτυρίες των συλληφθέντων απαντούσαν: «Εκεί που θα πας, θα βρεις άκρη».
Σύμφωνα με το σχέδιο στην ευρύτερη περιοχή του Βόρειου Καζακστάν και της περιοχής Ναρίμσκι στον ρωσικό Βορρά, το καθεστώς σχεδίαζε να εκτοπίσει περίπου 2.000.000 άτομα, από ένα εκατομμύριο σε κάθε περιοχή.
Σύμφωνα με απόφαση του Σοβιέτ Λαϊκών Κομισάριων της Ε.Σ.Σ.Δ. από 11 Μαρτίου 1933 οι άντρες της Ο.ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ, και τα στελέχη των Υπουργείων Δικαιοσύνης των δημοκρατιών που απάρτιζαν την Ε.Σ.Σ.Δ. έπρεπε να φροντίσουν για την αποσυμφόρηση των φυλακών, εκτοπίζοντας τους ποινικούς κρατούμενους στα σημεία που είχαν προκαθοριστεί.
Η Ουκρανία, ο Βόρειος Καύκασος, η Κεντρική Ρωσία και η περιοχή του Κάτω Βόλγα, ήταν υποχρεωμένες να στείλουν από 80.000 κρατούμενους που είχαν καταδικαστεί σε ποινές μικρότερες των τριών ετών.
Στα τέλη Απριλίου του 1933 από την Μόσχα και το Λένινγκραντ, με πλήθος αμαξοστοιχιών, εστάλησαν στην Δυτική Σιβηρία τα «κοινωνικά επιζήμια και ταξικά εκφυλισμένα στοιχεία».
Στην πόλη Τομσκ, στο διοικητήριο των μεταγωγών, άρχισε η μεταγωγή αυτών των ανθρώπων. Τους φόρτωναν, κυριολεκτικά, σε μαούνες και σχηματίζοντας «ποταμίσια καραβάνια» άρχισαν να τους μεταφέρουν στο διοικητήριο της περιοχής Αλεξάντρο-Βαχόφσκαγια. Τα πρώτα δύο «καραβάνια» έφτασαν στις 18 και 26 Μαΐου. Η τοπική διοίκηση αποφάσισε σε συνεργασία με τις αρχές, να «ξεφορτώσουν» τον «πληθυσμό» σε ένα νησί στο μέσο του Όμπα ποταμού, κοντά στις εκβολές του στον ποταμό Ναζίνσκα.
Οι εκτοπισμένοι, εξαθλιωμένοι, ταλαιπωρημένοι και πεινασμένοι από το ταξίδι που κράτησε τρεις ολόκληρες εβδομάδες, χωρίς σχεδόν καθόλου φαγητό, είχαν ήδη αρχίσει να καταγράφουν τους πρώτους θανάτους.
Το τόπος του νέου τους μαρτυρίου ήταν ένα στρατόπεδο φτιαγμένο από αντίσκηνα, χωρίς την παραμικρή υποδομή προστασίας και υγιεινής. Στην περιοχή έπνεαν ισχυροί άνεμοι, η υγρασία της ατμόσφαιρας ήταν ιδιαίτερα υψηλή, το έδαφος λασπώδες. Επιπλέον, το ιδιαίτερο σύστημα της πανίδας, όπως τα μεγάλα κουνούπια, οι κοριοί και οι ψείρες, συντελούσαν στη δημιουργία μίας ανυπόφορης κατάστασης.
Η διοίκηση του συγκροτήματος στρατοπέδων Σιβηρίας, υπολόγιζε πως θα συζητήσει το ζήτημα με το γραφείο της Επιτροπής Περιοχής του Κόμματος, θα καταφέρει να περιορίσει τις διαρροές των πληροφοριών προς το κέντρο και θα το αποσιωπήσει.
Βρέθηκε όμως ένα στέλεχος του κόμματος ο Βασίλι Αρσένιεβιτς Βελιτσκό, ο οποίος έστειλε μία επιστολή στον Ι. Β. Στάλιν, η οποία συζητήθηκε στο Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος τον Σεπτέμβριο του 1933. Η επιστολή είχε δαχτυλογραφηθεί σε τρία αντίτυπα και είχε σταλεί εκτός από την Μόσχα, στο Νοβοσιμπίρσκ, στην περιφερειακή καθοδήγηση του κόμματος και στο Ναρίμ στην επιτροπή περιοχής. Ακολούθησαν επιθεωρήσεις από διάφορες επιτροπές, οι οποίες επιβεβαίωσαν τους ισχυρισμούς της επιστολής. Τα έγγραφα των επιθεωρήσεων έγιναν γνωστά στα χρόνια της Περεστρόικα και δημοσιεύτηκαν σε ειδικό βιβλίο.
Η πρώτη ομάδα εκτοπισμένων αποτελούμενη από 5917 άτομα, αποβιβάστηκε στο ακατοίκητο νησί απέναντι από το χωριό Ναζινό στις 19 Μαΐου 1933. Ήταν, στην πλειονότητά τους, αδύναμοι, εξαντλημένοι, μισόγυμνοι άνθρωποι. Μετά από αρκετές ημέρες είχαν καταφέρει να στήσουν μόνο τέσσερα αντίσκηνα για να βολέψουν τους άρρωστους και σε ένα από αυτά μόνο εκείνους που είχαν προσβληθεί από τύφο.
Ο καιρός ήταν πια βαρύς, άνεμοι και χιόνι είχαν σκεπάσει το νησί, η επιβίωση ήταν δύσκολη. Μέχρι τις 21 Μαΐου, είχαν καταμετρηθεί 70 πτώματα. Σε πέντε από αυτά διαπιστώθηκε πως είχαν κοπεί κομμάτια κρέατος και είχαν αφαιρεθεί τα νεφρά, η καρδιά και οι πνεύμονες. Συνελήφθηκαν τρία άτομα, στην κατοχή των οποίων βρέθηκαν τα μακάβρια «τρόπαια».
Η επιστολή του Βελιτσκό προκάλεσε τεράστιο σκάνδαλο στον μηχανισμό της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος αλλά και στην ηγεσία της μυστικής αστυνομίας. Οι επιθεωρήσεις που ακολούθησαν, συνέβαλαν στην ακύρωση των σχεδίων για την εκτόπιση «αποκουκαλοποιημένων» και «ταξικά εκφυλισμένων» στοιχείων σε απομακρυσμένες περιοχές, με στόχο να τις καταστήσουν κατοικημένες και να συμβάλλουν στη γεωργική εκμετάλλευση παρθένων εδαφών της Σιβηρίας.