Φωτεινή Τσαλίκογλου: «Αναζητώ κάτι που συνεχώς μου διαφεύγει»

Φωτεινή Τσαλίκογλου: «Αναζητώ κάτι που συνεχώς μου διαφεύγει»

«Η ανησυχία, η περιέργεια για τα άγνωστα πράγματα γύρω μου και μέσα μου με έσπρωχναν από παλιά να γράφω ιστορίες για να εξημερώνω το άγνωστο». Αποκαλύπτει στο Liberal η συγγραφέας, ψυχολόγος και πανεπιστημιακός Φωτεινή Τσαλίκογλου. Αναγνωρίζοντας ότι για τις ιστορίες της «μια εικόνα, μια φράση, μια φευγαλέα σκέψη αρκούν. Φτιάχνεις τον κόσμο από την αρχή».

Και στη καινούργια σειρά συνεντεύξεων, μας ανοίγει το συγγραφικό της εργαστήρι. Φανερώνοντάς μας ακόμα και λογοτεχνικά μυστικά. Όπως για το βιβλίο της για την «Μάρθα Φρόϊντ»: «Η θηλυκή, αν θέλετε, εκδοχή του Φρόιντ γεννήθηκε μέσα από μια φωτογραφία», θα μας πει. 

Για εμμονές, αγαπημένους συγγραφείς, αλλόκοτες αρχές, αλλά και για την ίδια τη γραφή πολλά θα μας πει, αναγνωρίζοντας: «Παλεύω με το μόνο που έχω, τις λέξεις, να γεφυρώσω τα αλλοτινά με τα μελλούμενα».

Η Φωτεινή Τσαλίκογλου ως συγγραφέας μπορεί να βλέπει και το πάνω και το κάτω κεντημένο ύφασμα και της λογοτεχνίας και της ζωής. Αυτό με τις προθέσεις, δηλαδή, με τους κόμπους. Διότι γνωρίζει καλά τα «γιατί».

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα:

- Υπάρχει τελετουργία γραφής - συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες - ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Γράφω εκτός σειράς. Οποιαδήποτε ώρα της μέρας, αρχίζοντας από τα άγρια χαράματα. Οι διαταραχές του ύπνου που είχα από παιδί τελικά αποδείχτηκαν ευεργετικές. Δεν ακολουθώ πρόγραμμα. Η τελετουργία με πνίγει. 

Μια εσωτερική ένταση. Η ανησυχία, η περιέργεια για τα άγνωστα πράγματα γύρω μου και μέσα μου με έσπρωχναν από παλιά να γράφω ιστορίες για να εξημερώνω το άγνωστο.

- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Μια εικόνα, μια φράση, μια φευγαλέα σκέψη αρκούν. Φτιάχνεις τον κόσμο από την αρχή. Για παράδειγμα, ένας στίχος και μια εικόνα με βοήθησαν να ξεκινήσω το μυθιστόρημα μου ο «Έλληνας ασθενής».

«Partir c est mourir un peu» (Το να φεύγεις είναι λίγο σαν να πεθαίνεις.) Η αντιστροφή που έκανα άνοιξε το δρόμο για τον Έλληνα ασθενή μου. «Το να πεθαίνεις είναι να φεύγεις για λίγο. Μη λυπάσαι.» Στη συνέχεια καρφώθηκε στο μυαλό μου μια εικόνα. Ένας φτωχός γεωργός σε μια στάνη κουρνιασμένος σαν βρέφος στο στήθος ενός πελώριου ακρωτηριασμένου αγάλματος. Έτσι, ξεκίνησα να γράφω για την ιστορία μιας οικογένειας, που ξεκινά το 1820 στη Μήλο με την ανακάλυψη του αγάλματος  της Αφροδίτης, και διατρέχει πέντε γενιές. Σημαδεύεται από μια αυτοκτονία σε ένα ψυχιατρείο στη Γενεύη και συνεχίζεται μέχρι σήμερα στα χέρια ενός πεντάχρονου κοριτσιού. Θα μπορούσε να ήταν συμπυκνωμένη η ιστορία του τόπου μας, καμωμένη από πόθους, τραύματα, μάρμαρα, ακρωτηριασμένα αγάλματα, πένθη  και μια αστείρευτη ορμή ζωής. Ιστορία διάσπαρτη από δόξες,  θραύσματα, ρωγμές, δόξες και υπερβάσεις.

- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Το τελευταίο. «Οι παράξενες ιστορίες της κυρίας Φι». Γράφτηκε στο διάστημα μιας εξαιρετικά επίπονης για μένα περιόδου. Δεν είναι υπερβολή να πω ότι η αλλόκοτη περσόνα της κυρίας Φι που ασύστολα ενδίδει στο θαύμα ήταν η οδηγός και η σωτηρία μου. Κάθε που ξημέρωνε μου ψιθύριζε «Ονειρεύτηκα την πραγματικότητα, τι ανακούφιση ένοιωσα ξυπνώντας».

- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Το αίνιγμα της τρέλας με διακινεί από τα παιδικά μου χρόνια. Από τότε που συναντήθηκα για πρώτη φορά μ’ ένα παράξενο επισκέπτη που ερχόταν σπίτι μας. Σιωπηλός ακίνητος σαν άγαλμα, αραιά και που γλιστρούσαν από τα χείλη του ακατανόητες λέξεις.   Παιδάκι ήμουν κι απορούσα. Τι έχει; ρώτησα τη γιαγιά μου.  «Τίποτα. Δεν εχει τίποτα. Έχει μόνον μελαγχολία». Μου απάντησε.  Έγινα ψυχολόγος. Αλλά είχα συνεχώς κατά νου ότι «Η ψυχολογία δεν θα μπορέσει ποτέ να πει την αλήθεια για την τρέλα, γιατί η τρέλα είναι εκείνη που κρατάει το μυστικό της ψυχολογίας».

Πέρασαν πολλά χρόνια κι έπρεπε να γράψω πολλά μυθιστορήματα με πάσχοντες ήρωες και πάσχουσες ηρωίδες για να καταλάβω πόσο δίκιο είχε ο Φουκώ. Τελικά, έχω την αίσθηση ότι γράφοντας επιχειρώ να ξεκλειδώσω τα μυστικά ενός αινίγματος που σαν τη Σφίγγα αντλεί τη δύναμη αλλά και τον όλεθρό του από τη λέξη «άνθρωπος».

- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

 Μια ιστορία για να γίνει ιστορία μου χρειάζεται να αγαπά τον άνθρωπο στην πιο αθώα αλλά και στην πιο σκοτεινή, ακόμα και  διαβολική εκδοχή του. Κάτι που συχνά είναι το ίδιο πράγμα. Η γραφή με βοήθησε να καταλάβω αυτό το ‘’ίδιο πράγμα’’.

- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Με ενδιαφέρει οι ήρωές μου να ξεφλουδίζονται όπως ένα κρεμμύδι. Και όσο προχωράμε στην καρδιά, μέσα από τα διαδοχικά «καλύμματα» να αποκαλύπτονται οι ρωγμές. Οι κρυμμένες καλοσύνες, οι σκοτεινές επιθυμίες, τα ανομολόγητα πάθη. Οι περιπλανήσεις του μυαλού σε δύσβατα μονοπάτια. Με ενδιαφέρουν τα αληθινά και ευεργετικά δάκρυα που το ξεφλούδισμα του κρεμμυδιού προκαλεί.

Για να γίνει ήρωας μου κάποιος ή κάποια θα πρέπει όπως ένα  κρεμμύδι να μην αντιστέκεται, να ενδίδει στο «ξεφλούδισμα».

- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Η Μάρθα Φρόιντ. Τη συνάντησα σε μια παλιά Βιεννέζικη  φωτογραφία στο Λονδίνο, στο Μουσείο Φρόιντ. Ήταν μια παράξενη στιγμή. Σε ένα σημαντικό για την προσωπική μου ζωή ταξίδι. Στη φωτογραφία είναι περίπου 20 χρονών. Σε κοιτάζει στα μάτια δίχως συστολή. Θαρρετά. Λες και είναι  έτοιμη να σου μιλήσει, κι ας ήταν η φωνή της όσο ζούσε εγκλωβισμένη στην ευπρέπεια μιας εποχής. Κι ας ήταν η σκιά ενός άνδρα που τάραξε με το έργο του την οικουμένη.

Γεννήθηκε μέσα μου η ιδέα και η επιθυμία να της δώσω φωνή. Να την κάνω να μιλήσει. Φαντάστηκα αλλιώς τη Μάρθα Φρόυντ. Το αμίλητο μιλήθηκε. Η  ευπρέπεια μιας ολόκληρης Βικτωριανής εποχής παραμερίστηκε. Η Μάρθα Φρόιντ έγινε απλά μια ερωτευμένη γυναίκα ικανή για όλα.  Η θηλυκή, αν θέλετε, εκδοχή του Φρόιντ γεννήθηκε μέσα από μια φωτογραφία.  

- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

Έπεσε στα χέρια μου σε ηλικία 12 χρονών ένα βιβλίο του μεγαλύτερου αδελφού μου. Το διάβασα κατά λάθος. Ήταν η Μεταμόρφωση του Κάφκα. Θυμάμαι την ανατριχίλα. Την ένταση μέσα μου. Τόσο εύκολο θα ήταν να μεταμορφωθώ κι εγώ σε γιγάντιο σκαθάρι; Και πως γίνεται αυτό το αποτρόπαιο πλάσμα να είναι ταυτόχρονα το πιο ανθρώπινο όλων; To αγάπησα. Φοβήθηκα την οικογένεια του και τους κανονικούς ανθρώπους. Η αδελφή. Θυμάμαι το πιάνο της αδελφής. Πόση καλή φαινόταν, πόσο γλυκιά.… Ίσως η πρώτη βαθιά προδοσία που συνάντησα.


- Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

«Η Μεταμόρφωση» του Κάφκα

- Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Η Μαργαρίτα Καραπάνου για την «Κασσάνδρα και τον Λύκο». Ο Φώκνερ για τη «Βουή και την Αντάρα», ο Γκέοργκ Ζέμπαλντ για τους «Ξεριζωμένους», η Όλγκα Τουρκάσκο για τους «Πλάνητες», ο Ντοστογιέβσκι για όλα/ Και πολλοί άλλοι.

- Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Δεν υπάρχει τίποτα συγκεκριμένο που να έχω ανάγκη. Εκείνο που χρειάζομαι είναι να κρατήσω το μυαλό μου στη θέση του, σε μια προστατευμένη περιοχή. Αναζητώ κάτι που συνεχώς μου διαφεύγει: Την ισορροπία ανάμεσα στη διακινδύνευση και την προστασία. Υπάρχουν στιγμές που πιστεύω ότι αν το καταφέρω  θα έχω κάνει σημαντικό βήμα στη γραφή μου και άλλοτε πάλι είμαι σχεδόν βέβαιη ότι η υπέρτατη αυτή η ισορροπία θα ήταν για μένα και το τέλος της γραφής μου. 

- Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;

Μια αλληλογραφία μέσα στην πανδημία με μια καλή μου φίλη.

- Μια φωτογραφία σας στο γραφείο ή και άλλες φωτογραφίες, αγαπημένα ή απαραίτητα αντικείμενα, άλλα που για σας αποτελούν γούρι ή έμπνευση;

Βλέπω απέναντι μου δυο φωτογραφίες. Στη μια είναι η μαμά μου στα νιάτα της. Η Έλλη, την ημέρα των αρραβώνων της. Φορά ένα αιθέριο λευκό φουστάνι. Μια αέρινη, εκτός χρόνου, οπτασία.

Πιο πέρα βλέπω μια άλλη φωτογραφία. Τρία κοριτσάκια. Οι κόρες της κόρης μου. Η μικρή Έλλη, η Φωτεινούλα, η Χρυσάνθη. Κάπου εκεί στη μέση είμαι κι εγώ. Παλεύω με το μόνο που έχω, τις λέξεις, να γεφυρώσω τα αλλοτινά με τα μελλούμενα.