Τα σινιάλα από το εξωτερικό για μείωση των υπερβολικών δεσμεύσεων της χώρας στα πρωτογενή πλεονάσματα είναι θετικά. Και ίσως έχει φτάσει η στιγμή να προτείνουμε εμείς οι ίδιοι στους εταίρους μας ένα στόχο που να μπορούμε να το «σηκώσουμε» για να κάνουμε επιτέλους την φυγή προς τα εμπρός.
Ουδείς αμφιβάλλει ότι τα πλεονάσματα σε μια οικονομία δεν είναι απαραίτητα. Ο Αθηναίος ρήτορας Δημοσθένης το είπε πει (σε ελεύθερη μετάφραση): «Προσεύχομαι στους θεούς να έχουμε πλούτο σε αφθονία, αλλά, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να διατηρούμε την φερεγγυότητα μας».
Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι για να μην βρεθούμε ξανά κάποια στιγμή στο μέλλον στην δυσάρεστη θέση να..εκλιπαρούμε για «κούρεμα» χρέους, καλό θα ήταν να καταγράφουμε ισχυρά πρωτογενή (προ της πληρωμής τόκων) πλεονάσματα.
Είναι διαφορετικό όμως αυτό και διαφορετικές οι εξωφρενικές δεσμεύσεις απέναντι στους εταίρους για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% μέχρι το 2022 και κοντά στο 2% από το 2023 μέχρι το 2060 και μετά.
Το 3,5% είναι εξωφρενικό με την έννοια ότι ούτε η Ευρωζώνη, αλλά ούτε και οι ανεπτυγμένες χώρες, δεν… «καταφέρνουν» τέτοιες επιδόσεις τουλάχιστον μέχρι το 2024.
Σε μια συγκυρία όπου ολόκληρος ο πλανήτης δεν πρόκειται να πετύχει παρά μόλις 0,7% πλεόνασμα μέχρι το 2024, γιατί εμείς να πρέπει να αποτελούμε την εξαίρεση επιτυγχάνοντας πέντε φορές μεγαλύτερο στόχο (ήτοι 3,5%); Επιπλέον, γιατί θα πρέπει να επιτυγχάνουμε πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι το 2060, και βάλε, όταν, για να είμαστε ειλικρινείς, ο γράφων θα έχει φτάσει, με το καλό, τα 92 έτη ζωής;
Η απάντηση βρίσκεται στο ότι, καλώς ή κακώς, και ανεξάρτητα από το εάν πετύχει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, οι εταίροι μας (δυστυχώς) δεν μας εμπιστεύονται στο...διηνεκές!
Ίσως να μην έχουν άδικο. Οικονομικά «πισωγυρίσματα» έχουμε κάνει πολλές φορές στο πρόσφατο (και μη) παρελθόν και, βέβαια, οι χρεοκοπίες των ετών 1893, 1932 και 2012 δεν βοηθούν την «απαίτηση» μας για μείωση των παράλογων πλεονασμάτων του 3,5%.
Καλό ωστόσο θα ήταν, αντί να πιέζουμε για μείωση του 3,5% σε ένα μικρότερο αριθμητικά πλεόνασμα, να προτείνουμε, εμείς οι ίδιοι, ένα στόχο ο οποίος να ανταποκρίνεται, στις οικονομικές μας δυνατότητες, με ελαστικό τρόπο. Για παράδειγμα, αυξάνουμε το πλεόνασμα όταν η οικονομία μας το αντέχει, ήτοι, όταν η οικονομία αναπτύσσεται με ισχυρό ρυθμό. Από την άλλη πλευρά, όμως, μειώνουμε το πλεόνασμα όταν προωθούμε τις διαρθρωτικές αλλαγές στην χώρα μας. Δηλαδή, οι διαρθρωτικές αλλαγές λειτουργούν ως bonus μείωσης του πλεονάσματος.
Αυτά πρακτικά σημαίνουν ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα μπορούσε να είναι μια θετική συνάρτηση του προβλεπόμενου ρυθμού ανάπτυξης. Επειδή, όμως, ο προβλεπόμενος ρυθμός ανάπτυξης ενδέχεται να αποκλίνει σημαντικά από τον τελικό ρυθμό ανάπτυξης, το πλεόνασμα θα μπορούσε να αυξάνει βάσει του μέσου όρου που προκύπτει τόσο από τον προβλεπόμενο (για ένα συγκεκριμένο έτος) ρυθμό ανάπτυξης όσο και από τον τελικό ρυθμό ανάπτυξης (του προηγούμενου έτους).
Από την άλλη πλευρά, το πλεόνασμα θα μπορούσε να μειώνεται όταν βελτιώνουμε τις επιδόσεις μας στον τομέα διαρθρωτικές αλλαγές, βάσει, για παράδειγμα, των μετρήσιμων επιδόσεων μας στον δείκτη «ποιότητας θεσμών και κανονισμών» της World Bank.
Αφήνω στους Έλληνες και Ευρωπαίους τεχνοκράτες να καταλήξουν στον μαθηματικό τύπο του πρωτογενούς πλεονάσματος ως συνάρτηση του ρυθμού ανάπτυξης και των επιδόσεων μας στον τομέα διαρθρωτικές αλλαγές.
Εκτιμώ, όμως, ότι οι Ευρωπαίοι θα ήθελαν οι διαρθρωτικές αλλαγές να επηρεάζουν το πρωτογενές πλεόνασμα με μεγάλο «συντελεστή βαρύτητας». Κάτι τέτοιο, σίγουρα θα αποτελούσε «μοχλό πίεσης» προς την ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να προωθεί, χωρίς περιστροφές, τις διαρθρωτικές αλλαγές. Και βέβαια, θα «έκοβε με το μαχαίρι» κάθε προσπάθειας «φυγής προς τα πίσω» όπως εύστοχα έγραψε πρόσφατα ο Σάκης Μουμτζής.
ΥΓ. Το crash test αξιοπιστίας για τα ελληνικά ομόλογα θα αποτελέσει η εξέλιξη του coronavirus. Ο ιός μάλλον θα δημιουργήσει (ισχυρές) αναταράξεις στην παγκόσμια (και ελληνική) οικονομία. Στο βαθμό που μια τέτοια δυσμενής εξέλιξη δεν ασκήσει πίεση στο ελληνικό κόστος δανεισμού, τότε, και μόνο τότε, θα μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί πια τον αδύναμο κρίκο της Ευρωζώνης.